Ο βιασμός ως μέσο πολέμου
Σελίδα 1 από 1
Ο βιασμός ως μέσο πολέμου
Πέμπτη, 31 Δεκεμβρίου 2015 06:43 - Κατηγορία: ΦΥΛΑ εν παροδω
viasmos-polemos
http://lesandmore.gr/logos/fyla-en-parodo/2344-viasmos-meso-polemou9
Συγκρότηση του υποκειμένου και Φύλο α' μέρος
Συγκρότηση του υποκειμένου και Φύλο β' μέρος
Ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού
Στιγμές ελληνικής δικαιοσύνης για το βιασμό και τη βία κατά των γυναικών α' μέρος
Στιγμές ελληνικής δικαιοσύνης για το βιασμό και τη βία κατά των γυναικών β' μέρος
Το βίωμα
Sex: η ηγεμονία της σιωπής
Ο έρωτας στον γαλλικό σουρεαλισμό. Η λατρεία του θηλυκού ως η υποβάθμισή του.
Οι βιασμοί στους πολέμους του ελληνικού εθνικισμού
Εθνικοί λόγοι για το φύλο: Δημογραφικό και Έκτρωση
Καμάκι, Σεξοτουρισμός, Trafficking: 3 ξεχωριστές συναντήσεις έθνους και φύλου
Εβραίες Γυναίκες στα χέρια των Ναζί - α' μέρος
Εβραίες Γυναίκες στα χέρια των Ναζί - β' μέρος
Έξοδος - πρόταγμα. Το ολικό και το μερικό (το αφηρημένο και το συγκεκριμένο)
Ποιοι ακριβώς είναι οι λόγοι για τους οποίους διεξάγεται ένας πόλεμος;
«Μα, φυσικά, το κέρδος. Ο πόλεμος είναι η φυσική συνέχεια του ανταγωνισμού του κεφαλαίου με στρατιωτικά μέσα. Δεν βλέπεις το 'άνοιγμα των αγορών' στα Βαλκάνια μετά τις Νατοϊκές επεμβάσεις;»
«Οι πόλεμοι πάντοτε γίνονταν για την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών από τον επιτιθέμενο. Σήμερα, δηλαδή, οι πόλεμοι γίνονται για το πετρέλαιο. Κοίτα λίγο τι συμβαίνει στο Ιράκ. Γιατί νομίζεις θέλουν οι Αμερικανοί να χωθούν στο Ιράν;» «Οι πόλεμοι γίνονται για λόγους γεωπολιτικούς. Κοίτα το Ισραήλ. Είναι τυχαίο που το στηρίζουν οι ΗΠΑ; Ή μήπως τους ενδιαφέρει να έχουν έναν τοποτηρητή σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή; Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η αναγνώριση του Κοσσόβου, το Μακεδονικό, τι είναι μήπως; Δεν είναι η λογική του 'διαίρει και βασίλευε'; Δεν είναι ένας τρόπος ελέγχου των Βαλκανίων από το Νάτο;»
Με ποιο τρόπο κερδίζεται ένας πόλεμος;
«Ο πόλεμος κερδίζεται με την καταστροφή του στρατού του αντιπάλου. Όποιος έχει τον πιο τεχνολογικά προηγμένο στρατιωτικό εξοπλισμό είναι και αυτός που θα επικρατήσει. Αυτοί είναι οι όροι με τους οποίους λαμβάνει χώρα ένας πόλεμος: βαράτε στο ψαχνό». «Πρέπει να διαλυθούν οι υποδομές του αντιπάλου: γέφυρες, δρόμοι, νοσοκομεία, αεροδρόμια, ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί, όλα αυτά πρέπει να διαλυθούν. Έτσι ο εχθρός δεν θα έχει πια καμία δυνατότητα αντίδρασης». «Χρειάζεται καλός στρατηγικός σχεδιασμός. Οι Αμερικανοί δεν θα τα είχαν βρει σκούρα στο Βιετνάμ αν ήξεραν καλά τη ζούγκλα. Ο Χίτλερ ηττήθηκε στο ανατολικό μέτωπο επειδή δεν είχε μεριμνήσει για τον παράγοντα του χειμώνα. Ο πόλεμος δεν σηκώνει επιπολαιότητες στο σχεδιασμό».
Η λογική του πολέμου
Μιλώντας για πόλεμο, προσπαθεί κανείς να δώσει έμφαση είτε στα κίνητρα του πολέμου είτε στα στρατιωτικά/στρατηγικά μέσα με τα οποία προσπαθούν τα εμπλεκόμενα μέρη να κερδίσουν τον πόλεμο. Μια ανάλυση οικονομικίστικου, ωφελιμιστικού ή υπολογιστικού τύπου (ή ορθολογική, εν γένει), ωστόσο, αδυνατεί να εισχωρήσει στην λογική του πολέμου. Τα αίτια του πολέμου ή οι στρατιωτικοί υπολογισμοί δεν είναι ο ίδιος ο πόλεμος· αφορούν σε κάτι εξωτερικό ως προς τον πόλεμο (σε χάρτες στρατιωτικών επιτελείων και σε οικονομικές συναλλαγές). Ο ίδιος ο πόλεμος, καθ' όλη τη διάρκειά του, χαρακτηρίζεται από λογικές και μηχανισμούς ελάχιστα ορθολογικούς, αν δεχτούμε πως ο πόλεμος είναι κάτι που, πάνω απ' όλα, βιώνεται.
ter 62
Αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό, μόνο και μόνο αν σκεφτούμε την Αιτία για την οποία ο πολεμιστής ρίχνεται στη μάχη: η λέξη πατρίδα. Η πατρίδα δεν είναι απλά μια λέξη, η αντανάκλαση ενός αντικειμένου στο συμβολικό πεδίο, αλλά μια ολόκληρη αφήγηση εν είδει φαντασίωσης. Κουβαλάει πάνω της σύμβολα, αξίες, ιστορίες και την ίδια στιγμή προσαρτά τα υποκείμενα-φορείς της, μέσω δεσμών αγάπης και αφοσίωσης. Αυτά βιώνονται από το υποκείμενο του έθνους και μέσω αυτών συνδέεται με τα επιμέρους στοιχεία του έθνους (αλληλεγγύη προς τους συμπατριώτες μου, αγάπη για τη γλώσσα μου, δεσμοί αίματος με το έδαφος κλπ.). Μιλάμε, δηλαδή, για την απόλαυση του έθνους και την οργάνωσή της σε σχέση με τις εθνικές αφηγήσεις.[1]
Βασικός στόχος σε κάθε πόλεμο και κεντρικός μηχανισμός του είναι η καταστροφή της ταυτότητας του αντιπάλου. Τα βασανιστήρια εναντίον μουσουλμάνων κρατουμένων που ήρθαν στη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια, επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή. Οι κρατούμενοι αφήνονται χωρίς τροφή για αρκετό χρονικό διάστημα και, αφού το αίσθημα της πείνας γίνει βασανιστικό, τους προσφέρεται σαν τροφή χοιρινό κρέας. Ο μουσουλμάνος έρχεται, λοιπόν αντιμέτωπος με ένα τρομακτικό, για αυτόν, δίλημμα: ή να ταλαιπωρηθεί ακόμη περισσότερο από την ανυπόφορη πείνα ή να τραφεί με κάτι που είναι απαγορευμένο και θα τον φέρει αντιμέτωπο με το αίσθημα της ενοχής. Αυτό δεν είναι απλά ένα βασανιστήριο, όπως θα ήταν η πρόκληση σωματικού πόνου. Το βασανιστήριο αυτό αποκτά το σαδισμό του και την ισχύ του ως μέσο εξευτελισμού μόνο εντός του συμβολικού δικτύου στο οποίο λαμβάνει χώρα. Επιτίθεται στην ίδια την αυτοαναπαράσταση του θύματος ως υποκειμένου.
Οι βιασμοί στον πόλεμο
"Είδα δέκα με είκοσι ανθρώπους πυροβολημένους, οι περισσότεροι γέροι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να περπατήσουν γρήγορα. Πυροβόλησαν το θείο μου στο κεφάλι και τον σκότωσαν. Μετά ανάγκασαν τον πατέρα μου να του βγάλει τα μυαλά και να τα πετάξει σε κάτι νερά εκεί κοντά. Μετά τον έκαναν να βγάλει τα ρούχα του και να προχωρήσει σε ερωτική πράξη με ένα πτώμα σε αποσύνθεση. Μετά βίασαν την εξαδέλφη μου που ήταν μόνο εννιά χρονών".
(Εξιστόρηση των παθών μιας εννιάχρονης Λιβεριανής, προσφυγοπούλας στη Σιέρα Λεόνε. Περιλαμβάνεται στη μελέτη της εμπειρογνώμονος του Γ.Γ του ΟΗΕ, Graca Machel. Νοέμβριος 1996)
"Σκότωσαν τον πατέρα μου μπροστά μου. Ήταν μαγαζάτορας. Στις 9 το βράδυ ήρθαν στο σπίτι μας και του είπαν ότι είχαν διαταγή να τον σκοτώσουν επειδή μου επέτρεπε να πάω σχολείο. Οι μουτζαχεντίν με είχαν ήδη υποχρεώσει να σταματήσω το σχολείο, όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Ήρθαν και σκότωσαν τον πατέρα μου. Δεν μπορώ να περιγράψω τι μου έκαναν μετά το φόνο του πατέρα μου".
(Μαρτυρία 15χρονης που βιάστηκε ομαδικά από τους μουτζαχεντίν στη συνοικία Σελ Σοτούν της Καμπούλ το Μάρτιο του 1994 · από την έκδοση της Διεθνούς Αμνηστίας Afghanistan. International responsibility for human rights disaster", 1995, σ.62-3)[2]
"Επειδή είμαι μουσουλμάνα, ο σκοπός τους ήταν να με ταπεινώσουν, να με κάνουν να χάσω την υπόληψή μου, να αποδείξουν ότι αυτοί είναι τα αφεντικά και ότι μπορούν να σε βιάσουν και να σε σκοτώσουν όποτε το επιθυμήσουν. Είμαστε σαν σκλάβες τους. [...] Προσπαθώ να είμαι γενναία, αλλά χωρίς καν να το σκεφτώ, νοιώθω μια φυσική ώθηση να ριχτώ πάνω σε κάποιο αμάξι ή τραμ".
(Μαρτυρία της Amela, μιας 25χρονης Βόσνιας γυναίκας, που, μέσα σε μια νύχτα, στις 23 Ιανουαρίου το 1993 βιάστηκε από τουλάχιστον 15 Σέρβους στρατιώτες)[3]
ter 64
Στις τρεις παραπάνω μαρτυρίες των νεαρών γυναικών γίνεται φανερό ότι βιασμοί σε εμπόλεμες περιόδους μπορούν να διαπραχθούν και έχουν διαπραχθεί από οργανωμένους στρατούς, από παραστρατιωτικές και φασιστικές ομάδες και από διάφορους φονταμενταλιστές[4]. Σε όλες τις
περιπτώσεις η έμφυλη καταπίεση συνδυάζεται με τον μιλιταρισμό και τα άκρως πατριαρχικά δομημένα στρατιωτικά σώματα. Είναι κοινή παραδοχή άλλωστε ότι η δολοφονική μηχανή του κράτους, ο στρατός, όπως και οι ίδιοι οι πόλεμοι, έχουν φύλο και αυτό είναι το αντρικό. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες είναι θεατές σε όλα αυτά, αλλά το ακριβώς αντίθετο: οι γυναίκες σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι τα θύματα.[5]
Ο βιασμός γυναικών κατά τη διάρκεια του πολέμου πρέπει να ιδωθεί κάτω από αυτό το πρίσμα: είναι η πατριαρχική οργάνωση της εθνικής φαντασίωσης που τίθεται σε λειτουργία. Όσο πιο κατάφωρα πατριαρχικές είναι οι εθνικές αφηγήσεις, τόσο πιο χρήσιμο είναι το όπλο του βιασμού για τους επιτιθέμενους και τόσο πιο εξοντωτικό για τους στόχους του.
Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας επίθεσης ενάντια σε ένα μουσουλμανικό έθνος. Η θέσμιση είναι ξεκάθαρα πατριαρχική και υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες-ρόλοι που πρέπει να τηρηθούν: ο άντρας είναι ο προστάτης της οικογένειας, οι γυναίκες από μικρές έχουν εμπεδώσει το ρόλο της μητέρας, κλπ. Ξέρουμε πως στις κοινωνίες ο ρόλος της μητέρας κατέχει σημαντικό ρόλο στο κοινωνικό φαντασιακό και πως καθορίζεται ξεκάθαρα από αυτό: τα κορίτσια πρέπει να είναι
σεξουαλικά ανέγγιχτα, η γυναίκα πρέπει να είναι παρθένα μέχρι τον γάμο, έσχατος και απόλυτος σκοπός είναι η τεκνοποίηση και το μεγάλωμα των παιδιών, όλα σύμφωνα με την τελεολογία που χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο κοινωνικό φαντασιακό. Όλη αυτή η αντίληψη της γυναίκας, η κοινωνική της αναπαράσταση —αλλά και αυτο-αναπαράσταση των γυναικών των ίδιων— είναι που μπαίνει στο στόχαστρο.
Ο βιασμός για μια μουσουλμάνα γυναίκα αποτελεί τον συμβολικό/κοινωνικό της θάνατο, έχει ως αποτέλεσμα όχι απλά την πρόκληση ψυχικού τραύματος και τον εξευτελισμό, αλλά την καταστροφή του κόσμου της σε βαθμό τέτοιο ώστε το θύμα να μην μπορεί ποτέ να είναι πια η ίδια[6]. Αυτό ενισχύεται από τον τρόπο με τον οποίο γίνονται συχνά οι βιασμοί στον πόλεμο, δηλαδή μπροστά στα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας και στην οικογένεια του θύματος.
Η γυναίκα, λοιπόν, απομονώνεται κοινωνικά, καθώς δεν είναι πια παρθένα. Είναι πλέον κοινωνικά άχρηστη/νεκρή, καθώς δεν είναι πλέον κατάλληλη να επιτέλεσει τον ρόλο της ως μητέρα. Η τυχόν εγκυμοσύνη της μετά τον βιασμό δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Το παιδί που φέρει θεωρείται ξένο, «σπόρος του εχθρού» (καθώς η αντίληψη του έθνους με κριτήρια βιολογικά είναι ακόμα κυρίαρχη) και, φυσικά, η επιλογή της άμβλωσης δεν είναι διαθέσιμη και αποδεκτή από την κοινωνία. Η γυναίκες, σε πολλές ισλαμικές χώρες έχουν να αντιμετωπίσουν και τον κίνδυνο να δολοφονηθούν από την ίδια τους την οικογένεια, καθώς υπάρχει σε πολλές χώρες ο «φόνος τιμής»: η γυναίκα που έχει βιαστεί εκτελείται από κάποιο αρσενικό μέλος της οικογένειας για να «σβηστεί η ντροπή» που βαραίνει όλη την οικογένεια.
ter 65
Βλέπουμε, λοιπόν, τις τεράστιες συμβολικές συνέπειες που ο βιασμός μπορεί να έχει σαν όπλο. Το γεγονός πως οι βιασμοί αποτελούν μια από της συνηθέστερες τακτικές ανορθόδοξου πολέμου, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μια κατεξοχήν πρακτική βιο-πολιτικού χαρακτήρα: το σημάδι του εισβολέα εγγράφεται απευθείας πάνω στο σώμα των γυναικών προκαλώντας την ξένωσή τους από αυτό. Το σπέρμα του εχθρού είναι η αιτία να καταστεί το γυναικείο σώμα ένα απόβλητο σώμα απορριπτέο από την κοινωνία, αλλά, ταυτόχρονα, ένα σώμα ξένο και μισητό από την ίδια τη γυναίκα (για τον λόγο αυτό μπορεί ο βιασμός να οδηγήσει στην αυτοκτονία). Μπορεί, επίσης, να καταλάβει κανείς τις συνέπειες που έχει ο βιασμός όσον αφορά την κοινωνική συνοχή της πλευράς που δέχεται την επίθεση. Κάθε δεσμός αλληλεγγύης καταρρέει: οικογενειακοί δεσμοί, ηθικοί-θρησκευτικοί δεσμοί, «εθνική καθαρότητα», όλες οι φαντασιωτικές αφηγήσεις διαψεύδονται. Η ταυτότητα διαλύεται και αντικαθίσταται από μια άλλη επιβαλλόμενη με βία. Η επιβαλλόμενη ταυτότητα δεν είναι απλώς μια διαφορετική από αυτή που έχουν η κοινωνία και οι γυναίκες (διαφορετική από την αναπαράσταση που έχουν για τον εαυτό τους). Είναι κάτι πολύ περισσότερο: είναι το ακριβώς αντίθετο. Ο βιασμός αποτελεί την υλοποίηση του χειρότερου εφιάλτη για την μουσουλμάνα γυναίκα.
Οι βιασμοί σαν μέσο πολέμου μπορούν να έχουν διαφορετικές αφετηρίες. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να ήταν αποτέλεσμα των ρητών εντολών ανώτερων αξιωματούχων, απλώς πρωτοβουλίες των ίδιων των στρατιωτών ή και τα δύο συνδυασμένα. Το σίγουρο είναι ότι οι βιασμοί αυτοί μετρούνται ως μια συνιστώσα πολεμικής νίκης ή ήττας αλλά δεν μπορούν να εξαντληθούν σε αυτούς τους προσδιορισμούς. Και στις τρεις περιπτώσεις όμως αυτό που δίνει νόημα-σημασία σε αυτούς τους βιασμούς είναι ένα κοινό φαντασιακό: Αυτό της εθνοκάθαρσης ή αλλιώς της «γενοκτονίας δια της αναπαραγωγής» ή γενικότερα της καταστροφής των δεσμών της αντίπαλης κοινωνίας. Δηλαδή της καταστροφής πρώτα και κύρια των φαντασιακών σημασιών που συνέχουν αυτήν την κοινωνία, που κάνουν τα υποκείμενά της να υπάρχουν.
Στον πόλεμο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, για παράδειγμα, που οι γυναίκες έπεσαν θύματα μαζικών βιασμών και βασανιστηρίων, αιχμαλωτίσεων και αναγκαστικής εκπόρνευσης από τους Σέρβους στρατιώτες και παραστρατιωτικούς, βλέπουμε ξεκάθαρα μπροστά μας την επιδίωξη της εθνοκάθαρσης. Αυτή η επιδίωξη ήταν φυσικά μια ρητή εντολή των αξιωματούχων, αλλά χωρίς την ενεργή συμμετοχή των στρατιωτών δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα, ούτε θα είχε προσλάβει τις τερατώδεις διαστάσεις που προσέλαβε. Μάλιστα στην περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, βιασμοί διαπράχτηκαν από γείτονες, στην κυριολεξία, μιας και οι Σέρβοι «συμβίωναν» με τους Μουσουλμάνους ως τότε. Έτσι γίνεται φανερό πως γενικότερα η κουλτούρα του βιασμού συνέπλευσε με το εθνικιστικό μίσος των Σέρβων εναντίον των μουσουλμάνων (σε αυτό θα επανέλθουμε). Λέγοντας εθνικιστικό μίσος δεν εννοούμε μόνο τον λεγόμενο «επιθετικό εθνικισμό», μιας και το φαντασιακό της θυματοποίησης είναι ίδιον του κάθε εθνικισμού (με πρωτεία του ελληνικού). Έτσι οι άντρες βιαστές μπορεί να πιστεύουν ότι κατ' αυτό τον τρόπο προστατεύουν την δική τους ταυτότητα, την πατρίδα τους, αμύνονται για την ίδια τη ζωή τους από τους αντιπάλους τους. Είναι διαφωτιστική η συνέντευξη του Borislav Herek, ενός από τους στρατιώτες βιαστές ο οποίος παραδέχτηκε ότι βίασε και σκότωσε τρεις άοπλες γυναίκες, όπως παρατίθεται από την Claudia Card: «είπε πως αν δεν το έκανε, οι ανώτεροί του θα τον είχαν στείλει στην χειρότερη πρώτη γραμμή του μετώπου ή στην φυλακή και θα του είχαν πάρει πίσω τα μουσουλμανικά σπίτια που του είχαν δώσει. Κάτι που υπενθυμίζεται με τέτοιες εξηγήσεις, είναι πως το κοινό κακό μπορεί να είναι στο επίπεδο του κινήτρου. Όταν του ζητήθηκε επίμονα γιατί ήθελε να σκοτώσει ανθρώπους με τους οποίους δεν είχε παρελθούσα ιστορία και εχθρότητα, αποκάλυψε πως του είχαν πει -προφανώς σε μια προσπάθεια παρότρυνσης για εκδίκηση- ότι Μουσουλμάνοι είχαν σκοτώσει τον πατέρα του και κάψει το σπίτι του. Άλλο ένα κίνητρο φανερώθηκε όταν ο Herek παραδέχτηκε ότι οι ανώτεροί του, του έδωσαν γυναίκες για να βιάσει μαζί με κρασί και φαγητό σαν αμοιβή για καλή συμπεριφορά και για να προκαλέσουν την φιλία με τους συνεταίρους στρατιώτες»[7]. Εδώ γίνεται αρκετά φανερό πως οι ιδιοτελείς σκοποί σχεδόν ταυτίζονται με τους εθνικούς, μιας και ο Herek ήθελε να «εκδικηθεί τους Μουσουλμάνους» γενικά τοποθετώντας τον εαυτό του στη θέση του θύματος και πως η στρατηγική της εθνοκάθαρσης συμβαδίζει με τον βιασμό των γυναικών «των άλλων» και την κυριάρχηση πάνω σε αυτές (αυτό γίνεται ακόμη πιο φανερό απ' το ότι οι στρατιώτες έπαιρναν ως ανταμοιβή πάλι μουσουλμάνες για να τις βιάσουν).
ter 66
Αν παραμέναμε εδώ, όμως, στην ανάλυσή μας, δηλαδή στο πώς επενδύονται εθνικιστικά οι βιασμοί στους πολέμους, δεν θα μπορούσαμε να απαντήσουμε στα εξής σημαντικά ερωτήματα: γιατί τελικά τα θύματα είναι γυναίκες; Και γιατί οι άντρες στρατιώτες επιλέγουν τους βιασμούς σαν μέσο και όχι κάτι άλλο; Όπως π.χ. τον ευνουχισμό των αντρών αντιπάλων τους; Ή απλώς και μόνο την φυσική εξόντωσή τους; Για τις φρικαλεότητες εναντίον των γυναικών σε πολέμους (όπως αυτές που διέπραξαν οι χούτου εναντίον των γυναικών τούτσι στην Ρουάντα το '94, ή αυτές που διέπραξαν οι Σέρβοι εναντίον των μουσουλμάνων γυναικών) αρκεί μια αντεθνική προσέγγιση για να τις κατανοήσει κανείς; Ακόμη, γιατί οι μαζικοί βιασμοί έτυχαν τέτοιας αποδοχής από τους ίδιους τους στρατιώτες; Μέσα από αυτά τα ερωτήματα διαφαίνεται και μια άλλη πλευρά του ζητήματος εξίσου σημαντική για εμάς που έχει να κάνει με την έμφυλη κριτική του εθνικισμού και του πολέμου. Δηλαδή το πώς οι έμφυλοι ρόλοι, η κυριαρχία του αντρικού φύλου πάνω στα άλλα και η βία που συνεπάγεται αυτή, παρουσιάζονται τόσο ξεκάθαρα και ωμά στις εμπόλεμες περιόδους. Πέρα από τις διαφορές μιας μουσουλμάνας γυναίκας και μίας δυτικής, μιας φεμινίστριας και μιας που δεν είναι φεμινίστρια, διαφορές ανάλογα σημαντικές και καθοριστικές για κάθε γυναίκα, το βίωμα του βιασμού στοχεύει πρώτα και κύρια την γυναίκα ως φύλο, την γυναίκα ως τέτοια, όπως έχει θεσμιστεί να είναι. Δεν μπορούμε να απαλείψουμε αυτό το πεδίο κατανόησης του βιώματος του βιασμού σε καμία περίπτωση που διεξάγεται αυτός. Και αυτό γιατί η βάση της κουλτούρας του βιασμού παραμένει οικουμενική και καθημερινή. Ή με άλλη διατύπωση: η κουλτούρα του βιασμού προϋπάρχει των πολέμων. Στις εμπόλεμες περιόδους βλέπουμε την ασυδοσία της εξουσίας της, σε όλη της την φρίκη. Ακόμη, αν κάναμε κάτι τέτοιο θα αφαιρούσαμε από τις γυναίκες που έπεσαν θύματα βιασμού το πεδίο για να μιλήσουν και να κατανοήσουν κάτι τέτοιο ως γυναίκες και όχι ως μουσουλμάνες, ελληνίδες ή οτιδήποτε άλλο, γιατί ακριβώς ένα συστατικό στοιχείο που θίγεται από αυτήν την επίθεση, όπως δείξαμε, είναι ο γυναικείος τους εαυτός. Δεν θεωρούμε υπερβολή, λοιπόν, να πούμε ότι όχι μόνο ο βιασμός είναι ένα μέσο πολέμου, αλλά και ο πόλεμος είναι ένα μέσο βιασμού.
Σε σχέση με τα παραπάνω, διαφωτιστικό είναι και το παράδειγμα της αντιπαράθεσης που υπήρξε εντός των φεμινιστριών ύστερα από τον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όπως αναφέρεται από την Vesna Kesic[8]. Η Kesic επικρίνει κάποιες φεμινίστριες που αποδέχτηκαν την άποψη ότι όντως οι Σέρβοι με τους βιασμούς έκαναν μία «γενοκτονία δια της αναπαραγωγής». Έτσι δέχονταν ως αυτονόητο το ρατσιστικό αίτημα περί μιας δήθεν καθαρότητας του έθνους και της γυναίκας ως αυτής που είναι υπεύθυνη για την διαιώνισή του. Μια θέση που εγκλώβιζε περισσότερο τα θύματα μέσα στο ρόλο που τους είχε αποδοθεί κοινωνικά. Απ' την άλλη, την ψυχολογική και σωματική βία που υπέστησαν οι γυναίκες ατομικά η κάθε μία (και συνεχίζουν να κουβαλάνε ως τραύμα), αυτή η άποψη την μετρούσε με εθνικούς όρους (ως βία εναντίον του έθνους) οπότε αδυνατούσε να κάνει μια κριτική της σεξιστικής καταπίεσης ως παράγοντα των βιασμών αυτών. Αδυνατούσε όμως να κατανοήσει και τον εθνικισμό ως ένα βασικό παράγοντα διαμόρφωσης των έμφυλων ρόλων, άρα και ως έναν ακόμη παράγοντα καταπίεσης των θυμάτων του βιασμού. Αυτό το παράδειγμα μας κάνει ξεκάθαρο ότι καμία από τις δύο αναλύσεις (η έμφυλη και η αντεθνική) δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη γιατί μπορεί να υποπέσει στο αντίθετο από αυτό που θέλει να πετύχει. Συνεπώς θα πρέπει να δούμε τους μαζικούς ή μη βιασμούς σε όλους τους πολέμους που αναφέραμε ως ωμή βία εναντίον των γυναικών ως γυναικών εξ' αιτίας της έμφυλης καταπίεσης που δέχονται καθημερινά, αλλά και ως θύματα του επιτιθέμενου εθνικισμού που στοχεύει ακριβώς εκεί που πιστεύει ότι θα θίξει τον αντίπαλο: στις γυναίκες.
ter 67
Μια άλλη πλευρά της έμφυλης κριτικής των πολέμων, όπως φαίνεται και από την ομολογία του Herek, είναι το ότι οι μαζικοί βιασμοί που διεξήγαγαν οι Σέρβοι στρατιώτες ήταν και ένας συνδετικός κρίκος γι' αυτούς τους ίδιους ή ένας λόγος για να αναπτύξουν την αντρική (και εθνικιστική προφανώς) συντροφικότητα μεταξύ τους. Ακριβώς λόγω της πράξης του βιασμού, της απειλής του και της ανά πάσα στιγμή επιβολής του, οι άντρες αναπτύσσουν μια αντρική κοινότητα, μια κοινότητα που επικυρώνει την κυριαρχία τους πάνω στο «θηλυκό». Αυτή η κοινότητα απ' την μία προστατεύει και ελέγχει τις γυναίκες και από την άλλη επιβάλλεται βίαια πάνω τους: αυτές είναι οι δύο πλευρές της κυριαρχίας της. Όπως το διατυπώνει η Card «Οι βιασμοί κάποιων γυναικών στέλνουν ένα μήνυμα στις άλλες ότι χρειάζονται προστασία». Υπό την συνεχή απειλή του βιασμού από μικρή ηλικία δημιουργείται στις γυναίκες η ανάγκη της προστασίας. Και αυτή την προστασία την κερδίζουν προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στους άντρες, στην αντρική κοινότητα, σε αυτούς που έχουν την δύναμη και σε αυτούς που είναι όμως και τα υποκείμενα του βιασμού. Μιλάμε, δηλαδή, για μία σχέση εξάρτησης, μία εξουσιαστική σχέση. Έτσι οι στρατιώτες με την πράξη του βιασμού ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ τους γιατί ακριβώς με αυτόν τον τρόπο (με τον βιασμό) επικυρώνουν την κυριαρχία τους πάνω στις γυναίκες. Οι βιασμοί λοιπόν δεν χρησιμοποιούνται μόνο για να διαλύσουν τις οικογενειακές και συγγενικές σχέσεις αλλά και για να ενώσουν τους ίδιους τους βιαστές ως τα υποκείμενα που ασκούν την εξουσία.
Ο εξευτελισμός και ο βιασμός της γυναίκας του «εχθρού» στην εμπόλεμη συνθήκη αποκτά τη σημασία του εξευτελισμού και του βιασμού συνολικά του αντίπαλου έθνους. Εδώ φυσικά μπλέκονται και οι σημασίες που έχουν αποδοθεί στην γυναίκα και γενικότερα στην θηλυκότητα από την εθνικιστική κοινωνικοποίηση. Αυτές οι σημασίες είναι από τη μία ο χαρακτηρισμός της ως μήτρας του έθνους, δηλαδή ως αυτής που είναι υπεύθυνη για την διαιώνιση του έθνους (της γέννησης δηλαδή εθνικιστών και, γιατί όχι, πρόθυμων στρατιωτών) και από την άλλη ως αυτής που πρέπει να παραμείνει αγνή, τίμια και προσηλωμένη στην οικογένεια, τον πυρήνα δηλαδή του έθνους. Όλα αυτά θεωρούνται απαραβίαστα και αυτονόητα από κάθε εθνικισμό (και εθνικιστή). Οπότε οι στρατιώτες για να «προστατέψουν» τις δικές τους γυναίκες και οικογένειες βιάζουν τις γυναίκες και διαλύουν τις οικογένειες των άλλων. Η γυναίκα παίζει έτσι έναν ρόλο σημαντικό ως μεταφορά: για παράδειγμα ως «μητέρα πατρίδα» ή «πατρίδα - μήτρα του έθνους» όπως προείπαμε. Η γυναίκες αποτελούν, λοιπόν, κάτι για το οποίο ο φαντάρος μαθαίνει να πολεμά (π.χ. «πολεμάμε για τις γυναίκες και τα παιδιά μας»), ένα αντικείμενο που υπάρχει για να προστατεύεται (όπως και η υπόλοιπη ιδιοκτησία του άντρα). Από την άλλη, οι γυναίκες είναι αυτές που δέχονται τις πιο άγριες επιθέσεις από τα στρατεύματα, όντας, όμως, το μεγαλύτερο κομμάτι του άμαχου πληθυσμού και αμέτοχες στις πολεμικές αποφάσεις και σχεδιασμούς. Το παράδοξο αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η γυναίκα συμπεριλαμβάνεται στις κοινωνικές δραστηριότητες μέσω του αποκλεισμού της (δεν ρωτάμε τι θέλουν, δεν θα πάρουν όπλο, δεν θα πολεμήσουν, αλλά εμείς πολεμάμε για το δικό τους καλό και την προστασία τους). Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η επίθεση από τον αντίπαλο σε αυτές τις «ιερές» σημασίες που ενσαρκώνει η γυναίκα έχει ολέθρια αποτελέσματα για τις γυναίκες που πέφτουν θύματα βιασμού σε πολέμους. Αυτό συμβαίνει γιατί οι γυναίκες σε αυτές τις περιπτώσεις δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τα τεράστια προσωπικά (ψυχικά και σωματικά) τραύματα[9] αλλά και έναν κοινωνικό στιγματισμό που είναι σαφώς εθνικά και πατριαρχικά προσδιορισμένος. Έτσι, είτε μείνουν έγγυες είτε όχι, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, οι οικογένειές τους μπορεί να τις αποκληρώσουν, οι σύζυγοί τους να τις παρατήσουν, η κοινωνία να τις στιγματίσει, οι ίδιες να οδηγηθούν στο απόλυτο αδιέξοδο.
Ο βιασμός, λοιπόν, στον πόλεμο, δεν είναι ένας απλός βιασμός: είδαμε πως μπορεί να έχει σαν στόχο την καταστροφή της κοινωνίας που δέχεται την επίθεση μέσω της διάλυσης των κοινωνικών θεσμών. Δεν παύει, ωστόσο, να είναι ένας βιασμός. Ο πόλεμος αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο έκρηξης του εθνικισμού και, συνεπώς, της αρρενωπότητας. Ο βιασμός, ως ένα από τα κατεξοχήν συμπτώματα της πατριαρχικής κοινωνίας, πολλαπλασιάζεται σαν πρακτική εντός μιας πολεμικής σύρραξης, όπου όλες οι αξίες που σχετίζονται με το έθνος, αξίες αντρικές, ανάγονται σε μοναδικά και απόλυτα ιδανικά. Αυτή η διαστολή της (προϋπάρχουσας) αρρενωπότητας εν καιρώ πολέμου είναι που οδηγεί και στην έκρηξη του βιασμού, που δεν παύει να λειτουργεί σαν τέτοιος: οι ομαδικοί βιασμοί είναι για τους στρατιώτες-θύτες ένα γλέντι, ένας τρόπος εκτόνωσης, μια εκδήλωση των αντρικών ορμών τους, ενώ, από την άλλη, γνωρίζουν πολύ καλά τι πράττουν. Πρόκειται, δηλαδή, για την κατεξοχήν αντίληψη του βιαστή.
Το παρόν αποτελεί τμήμα του τρίτου τεύχους του Terminal 119 "Ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού" Ιούνης 2007- Ιούλης 2008 σελ. 101-108
Σημειώσεις
[1] Ο όρος απόλαυση εδώ χρησιμοποιείται με την λακανική της σημασία (jouissance.) Δεν πρόκειται για την απόλαυση με την έννοια της ευχαρίστησης, αλλά για μια παράδοξη απόλαυση, μια απόλαυση πέρα από την ηδονή, θα μπορούσαμε να πούμε (πέρα από αυτό που ο Freud αποκαλεί αρχή της ηδονής). Το παράδοξο στοιχείο όσον αφορά την jouissance είναι ότι έχει έναν χαρακτήρα επώδυνο για το υποκείμενο που την βιώνει. Αυτό έχει να κάνει στη ψυχανάλυση με τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το υποκείμενο βιώνει κάτι επώδυνο, αλλά, παρόλαυτα, επιμένει να συνεχίζει να το βιώνει ή να αντιστέκεται στην αλλαγή (βλέπε για παράδειγμα την εμμονή του μελαγχολικού με το τραύμα του). Η απόλαυση είναι μια προσπάθεια του Λακάν να ξεφύγει από την Φροϋδική λίμπτιντο (μια ουσία που εδράζει, τρόπον τινά, στο σώμα, ένα στοιχείο φυσικοποίησης του ασυνειδήτου) και να εξετάσει το ασυνείδητο σε σχέση με το νόημα/σημαίνον (σχέση ασυνειδήτου-γλώσσας). Όσον αφορά στη φαντασίωση, η απόλαυση έχει να κάνει με το πώς το υποκείμενο του ασυνειδήτου συνδέεται με ισχυρούς ψυχικούς-συναισθηματικούς δεσμούς με τις αφηγήσεις της κοινωνικής φαντασίωσης, δεσμούς που αντιστέκονται έντονα στις προσπάθειες υπέρβασής τους. Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε Evans, D. Εισαγωγικό λεξικό της Λακανικής Ψυχανάλυσης, 2005, Ελληνικά Γράμματα. Για τη χρήση των κατηγοριών της απόλαυσης και της φαντασίωσης για μια ανάλυση-κριτική του εθνικισμού , βλέπε Zizek, S. «Απόλαυσε το Έθνος σου όπως τον Εαυτό σου», στο Μίλησε Κανείς για Ολοκληρωτισμό, 2001, Scripta.
[2] Τα δύο αυτά αποσπάσματα είναι από τον ιό της ελευθεροτυπίας (Κορίτσια στον πόλεμο του 2000, 6/4/97).
[3] Mass rape in Bosnia: 20.000 women, mostly Muslims, have been abused by Serb soldiers, Stories by Kitty McKinsey Southam news: http://www.peacewomen.org/news/BosniaHerzegovina/newsarchive/massrape.html
[4] Βιασμοί έχουν διαπραχτεί και εντός των ομοεθνών στρατιωτικών μονάδων, πάνω σε γυναίκες που έχουν καταταχθεί ακριβώς γι' αυτό το λόγο: για να προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες στους στρατιώτες. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με αυτές τις περιπτώσεις.
[5] Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία βιασμοί για πολεμικούς σκοπούς έγιναν σε όλους τους γνωστούς πολέμους των τελευταίων ετών: στην πρώην Γιουγκοσλαβία, την Καμπότζη, τη Σρι Λάνκα, το Μπαγκλαντές, τη Λιβερία, το Περού, τη Σομαλία, τη Μοζαμβίκη, το Σουδάν και την Ουγκάντα. Τα παραδείγματα που αναφέρονται σε ένα σχέδιο έκθεσης της «Επιτροπής για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και τις Ίσες Ευκαιρίες» του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου , είναι αυτά του Βερολίνου το 1945, με την είσοδο των Συμμαχικών δυνάμεων όπου οι βιασμοί ανήλθαν σε 110-800.000, σε 20-50.000 στην πρώην Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου τη δεκαετία του 1990, και σε 250-500.000 στη Ρουάντα το 1994. Και όλα αυτά δεν είναι φυσικά παρά εκτιμήσεις και μάλιστα «επίσημες» που ως συνήθως, στην πραγματικότητα δεν καταφέρνουν να αξιολογήσουν το μέγεθος του «κακού». Φυσικά οι βιασμοί υπήρξαν και ένα από τα ποιο ισχυρά και διαχρονικά όπλα του ελληνικού κράτους και εθνικισμού, αλλά με αυτό ασχολούμαστε σε παρακάτω κεφάλαιο.
[6] Salecl, R. The Spoils of Freedom: Feminism and Psychoanalysis After the Fall of Socialism, 1994, Routledge, σ.17
[7] Rape as a Weapon of War, Claudia Card, Hypatia Vol. 11, No. 4 (Fall 1996)
[8] Vesna Kesic, Μουσουλμάνες, Κροάτισσες, Σέρβες, Αλβανές. Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική, εκδ. Νήσος.
[9] Για τα ψυχοσωματικά τραύματα των βιασμένων γυναικών στον πόλεμο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μπορείτε να δείτε και την πρόσφατη ταινία – θεατρικό: «Αιδοίων μονόλογοι»...
Πηγή: http://www.anarxeio.gr/
viasmos-polemos
http://lesandmore.gr/logos/fyla-en-parodo/2344-viasmos-meso-polemou9
Συγκρότηση του υποκειμένου και Φύλο α' μέρος
Συγκρότηση του υποκειμένου και Φύλο β' μέρος
Ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού
Στιγμές ελληνικής δικαιοσύνης για το βιασμό και τη βία κατά των γυναικών α' μέρος
Στιγμές ελληνικής δικαιοσύνης για το βιασμό και τη βία κατά των γυναικών β' μέρος
Το βίωμα
Sex: η ηγεμονία της σιωπής
Ο έρωτας στον γαλλικό σουρεαλισμό. Η λατρεία του θηλυκού ως η υποβάθμισή του.
Οι βιασμοί στους πολέμους του ελληνικού εθνικισμού
Εθνικοί λόγοι για το φύλο: Δημογραφικό και Έκτρωση
Καμάκι, Σεξοτουρισμός, Trafficking: 3 ξεχωριστές συναντήσεις έθνους και φύλου
Εβραίες Γυναίκες στα χέρια των Ναζί - α' μέρος
Εβραίες Γυναίκες στα χέρια των Ναζί - β' μέρος
Έξοδος - πρόταγμα. Το ολικό και το μερικό (το αφηρημένο και το συγκεκριμένο)
Ποιοι ακριβώς είναι οι λόγοι για τους οποίους διεξάγεται ένας πόλεμος;
«Μα, φυσικά, το κέρδος. Ο πόλεμος είναι η φυσική συνέχεια του ανταγωνισμού του κεφαλαίου με στρατιωτικά μέσα. Δεν βλέπεις το 'άνοιγμα των αγορών' στα Βαλκάνια μετά τις Νατοϊκές επεμβάσεις;»
«Οι πόλεμοι πάντοτε γίνονταν για την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών από τον επιτιθέμενο. Σήμερα, δηλαδή, οι πόλεμοι γίνονται για το πετρέλαιο. Κοίτα λίγο τι συμβαίνει στο Ιράκ. Γιατί νομίζεις θέλουν οι Αμερικανοί να χωθούν στο Ιράν;» «Οι πόλεμοι γίνονται για λόγους γεωπολιτικούς. Κοίτα το Ισραήλ. Είναι τυχαίο που το στηρίζουν οι ΗΠΑ; Ή μήπως τους ενδιαφέρει να έχουν έναν τοποτηρητή σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή; Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η αναγνώριση του Κοσσόβου, το Μακεδονικό, τι είναι μήπως; Δεν είναι η λογική του 'διαίρει και βασίλευε'; Δεν είναι ένας τρόπος ελέγχου των Βαλκανίων από το Νάτο;»
Με ποιο τρόπο κερδίζεται ένας πόλεμος;
«Ο πόλεμος κερδίζεται με την καταστροφή του στρατού του αντιπάλου. Όποιος έχει τον πιο τεχνολογικά προηγμένο στρατιωτικό εξοπλισμό είναι και αυτός που θα επικρατήσει. Αυτοί είναι οι όροι με τους οποίους λαμβάνει χώρα ένας πόλεμος: βαράτε στο ψαχνό». «Πρέπει να διαλυθούν οι υποδομές του αντιπάλου: γέφυρες, δρόμοι, νοσοκομεία, αεροδρόμια, ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί, όλα αυτά πρέπει να διαλυθούν. Έτσι ο εχθρός δεν θα έχει πια καμία δυνατότητα αντίδρασης». «Χρειάζεται καλός στρατηγικός σχεδιασμός. Οι Αμερικανοί δεν θα τα είχαν βρει σκούρα στο Βιετνάμ αν ήξεραν καλά τη ζούγκλα. Ο Χίτλερ ηττήθηκε στο ανατολικό μέτωπο επειδή δεν είχε μεριμνήσει για τον παράγοντα του χειμώνα. Ο πόλεμος δεν σηκώνει επιπολαιότητες στο σχεδιασμό».
Η λογική του πολέμου
Μιλώντας για πόλεμο, προσπαθεί κανείς να δώσει έμφαση είτε στα κίνητρα του πολέμου είτε στα στρατιωτικά/στρατηγικά μέσα με τα οποία προσπαθούν τα εμπλεκόμενα μέρη να κερδίσουν τον πόλεμο. Μια ανάλυση οικονομικίστικου, ωφελιμιστικού ή υπολογιστικού τύπου (ή ορθολογική, εν γένει), ωστόσο, αδυνατεί να εισχωρήσει στην λογική του πολέμου. Τα αίτια του πολέμου ή οι στρατιωτικοί υπολογισμοί δεν είναι ο ίδιος ο πόλεμος· αφορούν σε κάτι εξωτερικό ως προς τον πόλεμο (σε χάρτες στρατιωτικών επιτελείων και σε οικονομικές συναλλαγές). Ο ίδιος ο πόλεμος, καθ' όλη τη διάρκειά του, χαρακτηρίζεται από λογικές και μηχανισμούς ελάχιστα ορθολογικούς, αν δεχτούμε πως ο πόλεμος είναι κάτι που, πάνω απ' όλα, βιώνεται.
ter 62
Αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό, μόνο και μόνο αν σκεφτούμε την Αιτία για την οποία ο πολεμιστής ρίχνεται στη μάχη: η λέξη πατρίδα. Η πατρίδα δεν είναι απλά μια λέξη, η αντανάκλαση ενός αντικειμένου στο συμβολικό πεδίο, αλλά μια ολόκληρη αφήγηση εν είδει φαντασίωσης. Κουβαλάει πάνω της σύμβολα, αξίες, ιστορίες και την ίδια στιγμή προσαρτά τα υποκείμενα-φορείς της, μέσω δεσμών αγάπης και αφοσίωσης. Αυτά βιώνονται από το υποκείμενο του έθνους και μέσω αυτών συνδέεται με τα επιμέρους στοιχεία του έθνους (αλληλεγγύη προς τους συμπατριώτες μου, αγάπη για τη γλώσσα μου, δεσμοί αίματος με το έδαφος κλπ.). Μιλάμε, δηλαδή, για την απόλαυση του έθνους και την οργάνωσή της σε σχέση με τις εθνικές αφηγήσεις.[1]
Βασικός στόχος σε κάθε πόλεμο και κεντρικός μηχανισμός του είναι η καταστροφή της ταυτότητας του αντιπάλου. Τα βασανιστήρια εναντίον μουσουλμάνων κρατουμένων που ήρθαν στη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια, επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή. Οι κρατούμενοι αφήνονται χωρίς τροφή για αρκετό χρονικό διάστημα και, αφού το αίσθημα της πείνας γίνει βασανιστικό, τους προσφέρεται σαν τροφή χοιρινό κρέας. Ο μουσουλμάνος έρχεται, λοιπόν αντιμέτωπος με ένα τρομακτικό, για αυτόν, δίλημμα: ή να ταλαιπωρηθεί ακόμη περισσότερο από την ανυπόφορη πείνα ή να τραφεί με κάτι που είναι απαγορευμένο και θα τον φέρει αντιμέτωπο με το αίσθημα της ενοχής. Αυτό δεν είναι απλά ένα βασανιστήριο, όπως θα ήταν η πρόκληση σωματικού πόνου. Το βασανιστήριο αυτό αποκτά το σαδισμό του και την ισχύ του ως μέσο εξευτελισμού μόνο εντός του συμβολικού δικτύου στο οποίο λαμβάνει χώρα. Επιτίθεται στην ίδια την αυτοαναπαράσταση του θύματος ως υποκειμένου.
Οι βιασμοί στον πόλεμο
"Είδα δέκα με είκοσι ανθρώπους πυροβολημένους, οι περισσότεροι γέροι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να περπατήσουν γρήγορα. Πυροβόλησαν το θείο μου στο κεφάλι και τον σκότωσαν. Μετά ανάγκασαν τον πατέρα μου να του βγάλει τα μυαλά και να τα πετάξει σε κάτι νερά εκεί κοντά. Μετά τον έκαναν να βγάλει τα ρούχα του και να προχωρήσει σε ερωτική πράξη με ένα πτώμα σε αποσύνθεση. Μετά βίασαν την εξαδέλφη μου που ήταν μόνο εννιά χρονών".
(Εξιστόρηση των παθών μιας εννιάχρονης Λιβεριανής, προσφυγοπούλας στη Σιέρα Λεόνε. Περιλαμβάνεται στη μελέτη της εμπειρογνώμονος του Γ.Γ του ΟΗΕ, Graca Machel. Νοέμβριος 1996)
"Σκότωσαν τον πατέρα μου μπροστά μου. Ήταν μαγαζάτορας. Στις 9 το βράδυ ήρθαν στο σπίτι μας και του είπαν ότι είχαν διαταγή να τον σκοτώσουν επειδή μου επέτρεπε να πάω σχολείο. Οι μουτζαχεντίν με είχαν ήδη υποχρεώσει να σταματήσω το σχολείο, όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Ήρθαν και σκότωσαν τον πατέρα μου. Δεν μπορώ να περιγράψω τι μου έκαναν μετά το φόνο του πατέρα μου".
(Μαρτυρία 15χρονης που βιάστηκε ομαδικά από τους μουτζαχεντίν στη συνοικία Σελ Σοτούν της Καμπούλ το Μάρτιο του 1994 · από την έκδοση της Διεθνούς Αμνηστίας Afghanistan. International responsibility for human rights disaster", 1995, σ.62-3)[2]
"Επειδή είμαι μουσουλμάνα, ο σκοπός τους ήταν να με ταπεινώσουν, να με κάνουν να χάσω την υπόληψή μου, να αποδείξουν ότι αυτοί είναι τα αφεντικά και ότι μπορούν να σε βιάσουν και να σε σκοτώσουν όποτε το επιθυμήσουν. Είμαστε σαν σκλάβες τους. [...] Προσπαθώ να είμαι γενναία, αλλά χωρίς καν να το σκεφτώ, νοιώθω μια φυσική ώθηση να ριχτώ πάνω σε κάποιο αμάξι ή τραμ".
(Μαρτυρία της Amela, μιας 25χρονης Βόσνιας γυναίκας, που, μέσα σε μια νύχτα, στις 23 Ιανουαρίου το 1993 βιάστηκε από τουλάχιστον 15 Σέρβους στρατιώτες)[3]
ter 64
Στις τρεις παραπάνω μαρτυρίες των νεαρών γυναικών γίνεται φανερό ότι βιασμοί σε εμπόλεμες περιόδους μπορούν να διαπραχθούν και έχουν διαπραχθεί από οργανωμένους στρατούς, από παραστρατιωτικές και φασιστικές ομάδες και από διάφορους φονταμενταλιστές[4]. Σε όλες τις
περιπτώσεις η έμφυλη καταπίεση συνδυάζεται με τον μιλιταρισμό και τα άκρως πατριαρχικά δομημένα στρατιωτικά σώματα. Είναι κοινή παραδοχή άλλωστε ότι η δολοφονική μηχανή του κράτους, ο στρατός, όπως και οι ίδιοι οι πόλεμοι, έχουν φύλο και αυτό είναι το αντρικό. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες είναι θεατές σε όλα αυτά, αλλά το ακριβώς αντίθετο: οι γυναίκες σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι τα θύματα.[5]
Ο βιασμός γυναικών κατά τη διάρκεια του πολέμου πρέπει να ιδωθεί κάτω από αυτό το πρίσμα: είναι η πατριαρχική οργάνωση της εθνικής φαντασίωσης που τίθεται σε λειτουργία. Όσο πιο κατάφωρα πατριαρχικές είναι οι εθνικές αφηγήσεις, τόσο πιο χρήσιμο είναι το όπλο του βιασμού για τους επιτιθέμενους και τόσο πιο εξοντωτικό για τους στόχους του.
Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας επίθεσης ενάντια σε ένα μουσουλμανικό έθνος. Η θέσμιση είναι ξεκάθαρα πατριαρχική και υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες-ρόλοι που πρέπει να τηρηθούν: ο άντρας είναι ο προστάτης της οικογένειας, οι γυναίκες από μικρές έχουν εμπεδώσει το ρόλο της μητέρας, κλπ. Ξέρουμε πως στις κοινωνίες ο ρόλος της μητέρας κατέχει σημαντικό ρόλο στο κοινωνικό φαντασιακό και πως καθορίζεται ξεκάθαρα από αυτό: τα κορίτσια πρέπει να είναι
σεξουαλικά ανέγγιχτα, η γυναίκα πρέπει να είναι παρθένα μέχρι τον γάμο, έσχατος και απόλυτος σκοπός είναι η τεκνοποίηση και το μεγάλωμα των παιδιών, όλα σύμφωνα με την τελεολογία που χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο κοινωνικό φαντασιακό. Όλη αυτή η αντίληψη της γυναίκας, η κοινωνική της αναπαράσταση —αλλά και αυτο-αναπαράσταση των γυναικών των ίδιων— είναι που μπαίνει στο στόχαστρο.
Ο βιασμός για μια μουσουλμάνα γυναίκα αποτελεί τον συμβολικό/κοινωνικό της θάνατο, έχει ως αποτέλεσμα όχι απλά την πρόκληση ψυχικού τραύματος και τον εξευτελισμό, αλλά την καταστροφή του κόσμου της σε βαθμό τέτοιο ώστε το θύμα να μην μπορεί ποτέ να είναι πια η ίδια[6]. Αυτό ενισχύεται από τον τρόπο με τον οποίο γίνονται συχνά οι βιασμοί στον πόλεμο, δηλαδή μπροστά στα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας και στην οικογένεια του θύματος.
Η γυναίκα, λοιπόν, απομονώνεται κοινωνικά, καθώς δεν είναι πια παρθένα. Είναι πλέον κοινωνικά άχρηστη/νεκρή, καθώς δεν είναι πλέον κατάλληλη να επιτέλεσει τον ρόλο της ως μητέρα. Η τυχόν εγκυμοσύνη της μετά τον βιασμό δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Το παιδί που φέρει θεωρείται ξένο, «σπόρος του εχθρού» (καθώς η αντίληψη του έθνους με κριτήρια βιολογικά είναι ακόμα κυρίαρχη) και, φυσικά, η επιλογή της άμβλωσης δεν είναι διαθέσιμη και αποδεκτή από την κοινωνία. Η γυναίκες, σε πολλές ισλαμικές χώρες έχουν να αντιμετωπίσουν και τον κίνδυνο να δολοφονηθούν από την ίδια τους την οικογένεια, καθώς υπάρχει σε πολλές χώρες ο «φόνος τιμής»: η γυναίκα που έχει βιαστεί εκτελείται από κάποιο αρσενικό μέλος της οικογένειας για να «σβηστεί η ντροπή» που βαραίνει όλη την οικογένεια.
ter 65
Βλέπουμε, λοιπόν, τις τεράστιες συμβολικές συνέπειες που ο βιασμός μπορεί να έχει σαν όπλο. Το γεγονός πως οι βιασμοί αποτελούν μια από της συνηθέστερες τακτικές ανορθόδοξου πολέμου, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μια κατεξοχήν πρακτική βιο-πολιτικού χαρακτήρα: το σημάδι του εισβολέα εγγράφεται απευθείας πάνω στο σώμα των γυναικών προκαλώντας την ξένωσή τους από αυτό. Το σπέρμα του εχθρού είναι η αιτία να καταστεί το γυναικείο σώμα ένα απόβλητο σώμα απορριπτέο από την κοινωνία, αλλά, ταυτόχρονα, ένα σώμα ξένο και μισητό από την ίδια τη γυναίκα (για τον λόγο αυτό μπορεί ο βιασμός να οδηγήσει στην αυτοκτονία). Μπορεί, επίσης, να καταλάβει κανείς τις συνέπειες που έχει ο βιασμός όσον αφορά την κοινωνική συνοχή της πλευράς που δέχεται την επίθεση. Κάθε δεσμός αλληλεγγύης καταρρέει: οικογενειακοί δεσμοί, ηθικοί-θρησκευτικοί δεσμοί, «εθνική καθαρότητα», όλες οι φαντασιωτικές αφηγήσεις διαψεύδονται. Η ταυτότητα διαλύεται και αντικαθίσταται από μια άλλη επιβαλλόμενη με βία. Η επιβαλλόμενη ταυτότητα δεν είναι απλώς μια διαφορετική από αυτή που έχουν η κοινωνία και οι γυναίκες (διαφορετική από την αναπαράσταση που έχουν για τον εαυτό τους). Είναι κάτι πολύ περισσότερο: είναι το ακριβώς αντίθετο. Ο βιασμός αποτελεί την υλοποίηση του χειρότερου εφιάλτη για την μουσουλμάνα γυναίκα.
Οι βιασμοί σαν μέσο πολέμου μπορούν να έχουν διαφορετικές αφετηρίες. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να ήταν αποτέλεσμα των ρητών εντολών ανώτερων αξιωματούχων, απλώς πρωτοβουλίες των ίδιων των στρατιωτών ή και τα δύο συνδυασμένα. Το σίγουρο είναι ότι οι βιασμοί αυτοί μετρούνται ως μια συνιστώσα πολεμικής νίκης ή ήττας αλλά δεν μπορούν να εξαντληθούν σε αυτούς τους προσδιορισμούς. Και στις τρεις περιπτώσεις όμως αυτό που δίνει νόημα-σημασία σε αυτούς τους βιασμούς είναι ένα κοινό φαντασιακό: Αυτό της εθνοκάθαρσης ή αλλιώς της «γενοκτονίας δια της αναπαραγωγής» ή γενικότερα της καταστροφής των δεσμών της αντίπαλης κοινωνίας. Δηλαδή της καταστροφής πρώτα και κύρια των φαντασιακών σημασιών που συνέχουν αυτήν την κοινωνία, που κάνουν τα υποκείμενά της να υπάρχουν.
Στον πόλεμο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, για παράδειγμα, που οι γυναίκες έπεσαν θύματα μαζικών βιασμών και βασανιστηρίων, αιχμαλωτίσεων και αναγκαστικής εκπόρνευσης από τους Σέρβους στρατιώτες και παραστρατιωτικούς, βλέπουμε ξεκάθαρα μπροστά μας την επιδίωξη της εθνοκάθαρσης. Αυτή η επιδίωξη ήταν φυσικά μια ρητή εντολή των αξιωματούχων, αλλά χωρίς την ενεργή συμμετοχή των στρατιωτών δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα, ούτε θα είχε προσλάβει τις τερατώδεις διαστάσεις που προσέλαβε. Μάλιστα στην περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, βιασμοί διαπράχτηκαν από γείτονες, στην κυριολεξία, μιας και οι Σέρβοι «συμβίωναν» με τους Μουσουλμάνους ως τότε. Έτσι γίνεται φανερό πως γενικότερα η κουλτούρα του βιασμού συνέπλευσε με το εθνικιστικό μίσος των Σέρβων εναντίον των μουσουλμάνων (σε αυτό θα επανέλθουμε). Λέγοντας εθνικιστικό μίσος δεν εννοούμε μόνο τον λεγόμενο «επιθετικό εθνικισμό», μιας και το φαντασιακό της θυματοποίησης είναι ίδιον του κάθε εθνικισμού (με πρωτεία του ελληνικού). Έτσι οι άντρες βιαστές μπορεί να πιστεύουν ότι κατ' αυτό τον τρόπο προστατεύουν την δική τους ταυτότητα, την πατρίδα τους, αμύνονται για την ίδια τη ζωή τους από τους αντιπάλους τους. Είναι διαφωτιστική η συνέντευξη του Borislav Herek, ενός από τους στρατιώτες βιαστές ο οποίος παραδέχτηκε ότι βίασε και σκότωσε τρεις άοπλες γυναίκες, όπως παρατίθεται από την Claudia Card: «είπε πως αν δεν το έκανε, οι ανώτεροί του θα τον είχαν στείλει στην χειρότερη πρώτη γραμμή του μετώπου ή στην φυλακή και θα του είχαν πάρει πίσω τα μουσουλμανικά σπίτια που του είχαν δώσει. Κάτι που υπενθυμίζεται με τέτοιες εξηγήσεις, είναι πως το κοινό κακό μπορεί να είναι στο επίπεδο του κινήτρου. Όταν του ζητήθηκε επίμονα γιατί ήθελε να σκοτώσει ανθρώπους με τους οποίους δεν είχε παρελθούσα ιστορία και εχθρότητα, αποκάλυψε πως του είχαν πει -προφανώς σε μια προσπάθεια παρότρυνσης για εκδίκηση- ότι Μουσουλμάνοι είχαν σκοτώσει τον πατέρα του και κάψει το σπίτι του. Άλλο ένα κίνητρο φανερώθηκε όταν ο Herek παραδέχτηκε ότι οι ανώτεροί του, του έδωσαν γυναίκες για να βιάσει μαζί με κρασί και φαγητό σαν αμοιβή για καλή συμπεριφορά και για να προκαλέσουν την φιλία με τους συνεταίρους στρατιώτες»[7]. Εδώ γίνεται αρκετά φανερό πως οι ιδιοτελείς σκοποί σχεδόν ταυτίζονται με τους εθνικούς, μιας και ο Herek ήθελε να «εκδικηθεί τους Μουσουλμάνους» γενικά τοποθετώντας τον εαυτό του στη θέση του θύματος και πως η στρατηγική της εθνοκάθαρσης συμβαδίζει με τον βιασμό των γυναικών «των άλλων» και την κυριάρχηση πάνω σε αυτές (αυτό γίνεται ακόμη πιο φανερό απ' το ότι οι στρατιώτες έπαιρναν ως ανταμοιβή πάλι μουσουλμάνες για να τις βιάσουν).
ter 66
Αν παραμέναμε εδώ, όμως, στην ανάλυσή μας, δηλαδή στο πώς επενδύονται εθνικιστικά οι βιασμοί στους πολέμους, δεν θα μπορούσαμε να απαντήσουμε στα εξής σημαντικά ερωτήματα: γιατί τελικά τα θύματα είναι γυναίκες; Και γιατί οι άντρες στρατιώτες επιλέγουν τους βιασμούς σαν μέσο και όχι κάτι άλλο; Όπως π.χ. τον ευνουχισμό των αντρών αντιπάλων τους; Ή απλώς και μόνο την φυσική εξόντωσή τους; Για τις φρικαλεότητες εναντίον των γυναικών σε πολέμους (όπως αυτές που διέπραξαν οι χούτου εναντίον των γυναικών τούτσι στην Ρουάντα το '94, ή αυτές που διέπραξαν οι Σέρβοι εναντίον των μουσουλμάνων γυναικών) αρκεί μια αντεθνική προσέγγιση για να τις κατανοήσει κανείς; Ακόμη, γιατί οι μαζικοί βιασμοί έτυχαν τέτοιας αποδοχής από τους ίδιους τους στρατιώτες; Μέσα από αυτά τα ερωτήματα διαφαίνεται και μια άλλη πλευρά του ζητήματος εξίσου σημαντική για εμάς που έχει να κάνει με την έμφυλη κριτική του εθνικισμού και του πολέμου. Δηλαδή το πώς οι έμφυλοι ρόλοι, η κυριαρχία του αντρικού φύλου πάνω στα άλλα και η βία που συνεπάγεται αυτή, παρουσιάζονται τόσο ξεκάθαρα και ωμά στις εμπόλεμες περιόδους. Πέρα από τις διαφορές μιας μουσουλμάνας γυναίκας και μίας δυτικής, μιας φεμινίστριας και μιας που δεν είναι φεμινίστρια, διαφορές ανάλογα σημαντικές και καθοριστικές για κάθε γυναίκα, το βίωμα του βιασμού στοχεύει πρώτα και κύρια την γυναίκα ως φύλο, την γυναίκα ως τέτοια, όπως έχει θεσμιστεί να είναι. Δεν μπορούμε να απαλείψουμε αυτό το πεδίο κατανόησης του βιώματος του βιασμού σε καμία περίπτωση που διεξάγεται αυτός. Και αυτό γιατί η βάση της κουλτούρας του βιασμού παραμένει οικουμενική και καθημερινή. Ή με άλλη διατύπωση: η κουλτούρα του βιασμού προϋπάρχει των πολέμων. Στις εμπόλεμες περιόδους βλέπουμε την ασυδοσία της εξουσίας της, σε όλη της την φρίκη. Ακόμη, αν κάναμε κάτι τέτοιο θα αφαιρούσαμε από τις γυναίκες που έπεσαν θύματα βιασμού το πεδίο για να μιλήσουν και να κατανοήσουν κάτι τέτοιο ως γυναίκες και όχι ως μουσουλμάνες, ελληνίδες ή οτιδήποτε άλλο, γιατί ακριβώς ένα συστατικό στοιχείο που θίγεται από αυτήν την επίθεση, όπως δείξαμε, είναι ο γυναικείος τους εαυτός. Δεν θεωρούμε υπερβολή, λοιπόν, να πούμε ότι όχι μόνο ο βιασμός είναι ένα μέσο πολέμου, αλλά και ο πόλεμος είναι ένα μέσο βιασμού.
Σε σχέση με τα παραπάνω, διαφωτιστικό είναι και το παράδειγμα της αντιπαράθεσης που υπήρξε εντός των φεμινιστριών ύστερα από τον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όπως αναφέρεται από την Vesna Kesic[8]. Η Kesic επικρίνει κάποιες φεμινίστριες που αποδέχτηκαν την άποψη ότι όντως οι Σέρβοι με τους βιασμούς έκαναν μία «γενοκτονία δια της αναπαραγωγής». Έτσι δέχονταν ως αυτονόητο το ρατσιστικό αίτημα περί μιας δήθεν καθαρότητας του έθνους και της γυναίκας ως αυτής που είναι υπεύθυνη για την διαιώνισή του. Μια θέση που εγκλώβιζε περισσότερο τα θύματα μέσα στο ρόλο που τους είχε αποδοθεί κοινωνικά. Απ' την άλλη, την ψυχολογική και σωματική βία που υπέστησαν οι γυναίκες ατομικά η κάθε μία (και συνεχίζουν να κουβαλάνε ως τραύμα), αυτή η άποψη την μετρούσε με εθνικούς όρους (ως βία εναντίον του έθνους) οπότε αδυνατούσε να κάνει μια κριτική της σεξιστικής καταπίεσης ως παράγοντα των βιασμών αυτών. Αδυνατούσε όμως να κατανοήσει και τον εθνικισμό ως ένα βασικό παράγοντα διαμόρφωσης των έμφυλων ρόλων, άρα και ως έναν ακόμη παράγοντα καταπίεσης των θυμάτων του βιασμού. Αυτό το παράδειγμα μας κάνει ξεκάθαρο ότι καμία από τις δύο αναλύσεις (η έμφυλη και η αντεθνική) δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη γιατί μπορεί να υποπέσει στο αντίθετο από αυτό που θέλει να πετύχει. Συνεπώς θα πρέπει να δούμε τους μαζικούς ή μη βιασμούς σε όλους τους πολέμους που αναφέραμε ως ωμή βία εναντίον των γυναικών ως γυναικών εξ' αιτίας της έμφυλης καταπίεσης που δέχονται καθημερινά, αλλά και ως θύματα του επιτιθέμενου εθνικισμού που στοχεύει ακριβώς εκεί που πιστεύει ότι θα θίξει τον αντίπαλο: στις γυναίκες.
ter 67
Μια άλλη πλευρά της έμφυλης κριτικής των πολέμων, όπως φαίνεται και από την ομολογία του Herek, είναι το ότι οι μαζικοί βιασμοί που διεξήγαγαν οι Σέρβοι στρατιώτες ήταν και ένας συνδετικός κρίκος γι' αυτούς τους ίδιους ή ένας λόγος για να αναπτύξουν την αντρική (και εθνικιστική προφανώς) συντροφικότητα μεταξύ τους. Ακριβώς λόγω της πράξης του βιασμού, της απειλής του και της ανά πάσα στιγμή επιβολής του, οι άντρες αναπτύσσουν μια αντρική κοινότητα, μια κοινότητα που επικυρώνει την κυριαρχία τους πάνω στο «θηλυκό». Αυτή η κοινότητα απ' την μία προστατεύει και ελέγχει τις γυναίκες και από την άλλη επιβάλλεται βίαια πάνω τους: αυτές είναι οι δύο πλευρές της κυριαρχίας της. Όπως το διατυπώνει η Card «Οι βιασμοί κάποιων γυναικών στέλνουν ένα μήνυμα στις άλλες ότι χρειάζονται προστασία». Υπό την συνεχή απειλή του βιασμού από μικρή ηλικία δημιουργείται στις γυναίκες η ανάγκη της προστασίας. Και αυτή την προστασία την κερδίζουν προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στους άντρες, στην αντρική κοινότητα, σε αυτούς που έχουν την δύναμη και σε αυτούς που είναι όμως και τα υποκείμενα του βιασμού. Μιλάμε, δηλαδή, για μία σχέση εξάρτησης, μία εξουσιαστική σχέση. Έτσι οι στρατιώτες με την πράξη του βιασμού ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ τους γιατί ακριβώς με αυτόν τον τρόπο (με τον βιασμό) επικυρώνουν την κυριαρχία τους πάνω στις γυναίκες. Οι βιασμοί λοιπόν δεν χρησιμοποιούνται μόνο για να διαλύσουν τις οικογενειακές και συγγενικές σχέσεις αλλά και για να ενώσουν τους ίδιους τους βιαστές ως τα υποκείμενα που ασκούν την εξουσία.
Ο εξευτελισμός και ο βιασμός της γυναίκας του «εχθρού» στην εμπόλεμη συνθήκη αποκτά τη σημασία του εξευτελισμού και του βιασμού συνολικά του αντίπαλου έθνους. Εδώ φυσικά μπλέκονται και οι σημασίες που έχουν αποδοθεί στην γυναίκα και γενικότερα στην θηλυκότητα από την εθνικιστική κοινωνικοποίηση. Αυτές οι σημασίες είναι από τη μία ο χαρακτηρισμός της ως μήτρας του έθνους, δηλαδή ως αυτής που είναι υπεύθυνη για την διαιώνιση του έθνους (της γέννησης δηλαδή εθνικιστών και, γιατί όχι, πρόθυμων στρατιωτών) και από την άλλη ως αυτής που πρέπει να παραμείνει αγνή, τίμια και προσηλωμένη στην οικογένεια, τον πυρήνα δηλαδή του έθνους. Όλα αυτά θεωρούνται απαραβίαστα και αυτονόητα από κάθε εθνικισμό (και εθνικιστή). Οπότε οι στρατιώτες για να «προστατέψουν» τις δικές τους γυναίκες και οικογένειες βιάζουν τις γυναίκες και διαλύουν τις οικογένειες των άλλων. Η γυναίκα παίζει έτσι έναν ρόλο σημαντικό ως μεταφορά: για παράδειγμα ως «μητέρα πατρίδα» ή «πατρίδα - μήτρα του έθνους» όπως προείπαμε. Η γυναίκες αποτελούν, λοιπόν, κάτι για το οποίο ο φαντάρος μαθαίνει να πολεμά (π.χ. «πολεμάμε για τις γυναίκες και τα παιδιά μας»), ένα αντικείμενο που υπάρχει για να προστατεύεται (όπως και η υπόλοιπη ιδιοκτησία του άντρα). Από την άλλη, οι γυναίκες είναι αυτές που δέχονται τις πιο άγριες επιθέσεις από τα στρατεύματα, όντας, όμως, το μεγαλύτερο κομμάτι του άμαχου πληθυσμού και αμέτοχες στις πολεμικές αποφάσεις και σχεδιασμούς. Το παράδοξο αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η γυναίκα συμπεριλαμβάνεται στις κοινωνικές δραστηριότητες μέσω του αποκλεισμού της (δεν ρωτάμε τι θέλουν, δεν θα πάρουν όπλο, δεν θα πολεμήσουν, αλλά εμείς πολεμάμε για το δικό τους καλό και την προστασία τους). Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η επίθεση από τον αντίπαλο σε αυτές τις «ιερές» σημασίες που ενσαρκώνει η γυναίκα έχει ολέθρια αποτελέσματα για τις γυναίκες που πέφτουν θύματα βιασμού σε πολέμους. Αυτό συμβαίνει γιατί οι γυναίκες σε αυτές τις περιπτώσεις δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τα τεράστια προσωπικά (ψυχικά και σωματικά) τραύματα[9] αλλά και έναν κοινωνικό στιγματισμό που είναι σαφώς εθνικά και πατριαρχικά προσδιορισμένος. Έτσι, είτε μείνουν έγγυες είτε όχι, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, οι οικογένειές τους μπορεί να τις αποκληρώσουν, οι σύζυγοί τους να τις παρατήσουν, η κοινωνία να τις στιγματίσει, οι ίδιες να οδηγηθούν στο απόλυτο αδιέξοδο.
Ο βιασμός, λοιπόν, στον πόλεμο, δεν είναι ένας απλός βιασμός: είδαμε πως μπορεί να έχει σαν στόχο την καταστροφή της κοινωνίας που δέχεται την επίθεση μέσω της διάλυσης των κοινωνικών θεσμών. Δεν παύει, ωστόσο, να είναι ένας βιασμός. Ο πόλεμος αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο έκρηξης του εθνικισμού και, συνεπώς, της αρρενωπότητας. Ο βιασμός, ως ένα από τα κατεξοχήν συμπτώματα της πατριαρχικής κοινωνίας, πολλαπλασιάζεται σαν πρακτική εντός μιας πολεμικής σύρραξης, όπου όλες οι αξίες που σχετίζονται με το έθνος, αξίες αντρικές, ανάγονται σε μοναδικά και απόλυτα ιδανικά. Αυτή η διαστολή της (προϋπάρχουσας) αρρενωπότητας εν καιρώ πολέμου είναι που οδηγεί και στην έκρηξη του βιασμού, που δεν παύει να λειτουργεί σαν τέτοιος: οι ομαδικοί βιασμοί είναι για τους στρατιώτες-θύτες ένα γλέντι, ένας τρόπος εκτόνωσης, μια εκδήλωση των αντρικών ορμών τους, ενώ, από την άλλη, γνωρίζουν πολύ καλά τι πράττουν. Πρόκειται, δηλαδή, για την κατεξοχήν αντίληψη του βιαστή.
Το παρόν αποτελεί τμήμα του τρίτου τεύχους του Terminal 119 "Ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού" Ιούνης 2007- Ιούλης 2008 σελ. 101-108
Σημειώσεις
[1] Ο όρος απόλαυση εδώ χρησιμοποιείται με την λακανική της σημασία (jouissance.) Δεν πρόκειται για την απόλαυση με την έννοια της ευχαρίστησης, αλλά για μια παράδοξη απόλαυση, μια απόλαυση πέρα από την ηδονή, θα μπορούσαμε να πούμε (πέρα από αυτό που ο Freud αποκαλεί αρχή της ηδονής). Το παράδοξο στοιχείο όσον αφορά την jouissance είναι ότι έχει έναν χαρακτήρα επώδυνο για το υποκείμενο που την βιώνει. Αυτό έχει να κάνει στη ψυχανάλυση με τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το υποκείμενο βιώνει κάτι επώδυνο, αλλά, παρόλαυτα, επιμένει να συνεχίζει να το βιώνει ή να αντιστέκεται στην αλλαγή (βλέπε για παράδειγμα την εμμονή του μελαγχολικού με το τραύμα του). Η απόλαυση είναι μια προσπάθεια του Λακάν να ξεφύγει από την Φροϋδική λίμπτιντο (μια ουσία που εδράζει, τρόπον τινά, στο σώμα, ένα στοιχείο φυσικοποίησης του ασυνειδήτου) και να εξετάσει το ασυνείδητο σε σχέση με το νόημα/σημαίνον (σχέση ασυνειδήτου-γλώσσας). Όσον αφορά στη φαντασίωση, η απόλαυση έχει να κάνει με το πώς το υποκείμενο του ασυνειδήτου συνδέεται με ισχυρούς ψυχικούς-συναισθηματικούς δεσμούς με τις αφηγήσεις της κοινωνικής φαντασίωσης, δεσμούς που αντιστέκονται έντονα στις προσπάθειες υπέρβασής τους. Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε Evans, D. Εισαγωγικό λεξικό της Λακανικής Ψυχανάλυσης, 2005, Ελληνικά Γράμματα. Για τη χρήση των κατηγοριών της απόλαυσης και της φαντασίωσης για μια ανάλυση-κριτική του εθνικισμού , βλέπε Zizek, S. «Απόλαυσε το Έθνος σου όπως τον Εαυτό σου», στο Μίλησε Κανείς για Ολοκληρωτισμό, 2001, Scripta.
[2] Τα δύο αυτά αποσπάσματα είναι από τον ιό της ελευθεροτυπίας (Κορίτσια στον πόλεμο του 2000, 6/4/97).
[3] Mass rape in Bosnia: 20.000 women, mostly Muslims, have been abused by Serb soldiers, Stories by Kitty McKinsey Southam news: http://www.peacewomen.org/news/BosniaHerzegovina/newsarchive/massrape.html
[4] Βιασμοί έχουν διαπραχτεί και εντός των ομοεθνών στρατιωτικών μονάδων, πάνω σε γυναίκες που έχουν καταταχθεί ακριβώς γι' αυτό το λόγο: για να προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες στους στρατιώτες. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με αυτές τις περιπτώσεις.
[5] Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία βιασμοί για πολεμικούς σκοπούς έγιναν σε όλους τους γνωστούς πολέμους των τελευταίων ετών: στην πρώην Γιουγκοσλαβία, την Καμπότζη, τη Σρι Λάνκα, το Μπαγκλαντές, τη Λιβερία, το Περού, τη Σομαλία, τη Μοζαμβίκη, το Σουδάν και την Ουγκάντα. Τα παραδείγματα που αναφέρονται σε ένα σχέδιο έκθεσης της «Επιτροπής για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και τις Ίσες Ευκαιρίες» του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου , είναι αυτά του Βερολίνου το 1945, με την είσοδο των Συμμαχικών δυνάμεων όπου οι βιασμοί ανήλθαν σε 110-800.000, σε 20-50.000 στην πρώην Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου τη δεκαετία του 1990, και σε 250-500.000 στη Ρουάντα το 1994. Και όλα αυτά δεν είναι φυσικά παρά εκτιμήσεις και μάλιστα «επίσημες» που ως συνήθως, στην πραγματικότητα δεν καταφέρνουν να αξιολογήσουν το μέγεθος του «κακού». Φυσικά οι βιασμοί υπήρξαν και ένα από τα ποιο ισχυρά και διαχρονικά όπλα του ελληνικού κράτους και εθνικισμού, αλλά με αυτό ασχολούμαστε σε παρακάτω κεφάλαιο.
[6] Salecl, R. The Spoils of Freedom: Feminism and Psychoanalysis After the Fall of Socialism, 1994, Routledge, σ.17
[7] Rape as a Weapon of War, Claudia Card, Hypatia Vol. 11, No. 4 (Fall 1996)
[8] Vesna Kesic, Μουσουλμάνες, Κροάτισσες, Σέρβες, Αλβανές. Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική, εκδ. Νήσος.
[9] Για τα ψυχοσωματικά τραύματα των βιασμένων γυναικών στον πόλεμο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μπορείτε να δείτε και την πρόσφατη ταινία – θεατρικό: «Αιδοίων μονόλογοι»...
Πηγή: http://www.anarxeio.gr/
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης