Lautréamont (Λωτρεαμόν)
Σελίδα 1 από 1
Lautréamont (Λωτρεαμόν)
http://www.nnet.gr/downloads/dt-maldoror.pdf
Lautréamont (Λωτρεαμόν)
Λογοκλοπή
δανειζόμαστε μια λέξη και βάζουμε στην θέση της δάνειο και λογοκλοπή
λωτραμόν
πασκάλ
Βοβενάργκ
σε μια γρήγορη συζήτηση με Ιωαννίδη:
Ολόκληρες φράσεις τους
Lotreamon τα ποιήματα ύψιλον
στο βιβλιοπωλείο του Κώστα
Καταστασιακών μεταστροφή
Πολιτικοποιημένο
Ντε τουρμεναν
Lautréamont (Λωτρεαμόν)
Λογοκλοπή
δανειζόμαστε μια λέξη και βάζουμε στην θέση της δάνειο και λογοκλοπή
λωτραμόν
πασκάλ
Βοβενάργκ
σε μια γρήγορη συζήτηση με Ιωαννίδη:
Ολόκληρες φράσεις τους
Lotreamon τα ποιήματα ύψιλον
στο βιβλιοπωλείο του Κώστα
Καταστασιακών μεταστροφή
Πολιτικοποιημένο
Ντε τουρμεναν
ΜΑΛΝΤΟΡΟΡ
ΜΑΛΝΤΟΡΟΡ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Μετάφραση-Επίμετρο: Στρατής Πασχάλης
Σύμβουλος έκδοσης: Αλέξης Πφάου
Σειρά: Παγκόσμα λογοτεχνία
ISBN: 978-960-504-000-0
Σελ. 360,
Κυκλοφορία: 6 Δεκεμβρίου
Ένα από τα πιο συνταρακτικά κείμενα της σύγχρο-
νης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, που πυροδότησε ανα-
τρεπτικά ρεύματα όπως ο Υπερρεαλισμός αλλά και
συνεχίζει να εμπνέει σημερινούς δημιουργούς, όπως, λόγου χάρη, τον αμερικανό Τζων
Άσμπερρυ. Ιδιότυπο ποιητικό μυθιστόρημα, γεμάτο με εικόνες που τροφοδότησαν τη ζω-
γραφική του Μαξ Ερνστ και του Νταλί, με κεντρικό ήρωα τον απάνθρωπο Μαλντορόρ
που παρόλη τη στυγνότητά του κατά βάθος αναζητά μάταια την αληθινή αγάπη και τρυφε-
ρότητα. Ο συγγραφέας του, Κόμης ντε Λωτρεαμόν, ψευδώνυμο του Ιζιντόρ Ντυκάς, ένας
νέος που χάθηκε νωρίς, με υποτυπώδη βιογραφία, κατόρθωσε στο δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα να συλλάβει τον σύγχρονο κόσμο και ψυχισμό και να μας κληροδοτήσει ένα έργο
αποτρόπαιο αλλά ιδιοφυές. Μεταφρασμένο ελληνικά και στο παρελθόν (1980), παρουσιάζε-
ται στη «Νεφέλη» από τον Στρατή Πασχάλη, σε μια νέα μετάφραση που βασίζεται
στην ακρίβεια και την απόδοση της ρητορικής ψυχρότητας του κειμένου.
Ο Λωτρεαμόν είναι ένα ρίσκο.
«Κάποια κακοτυχία επίκειται». Οπότε, σ’ αυτό το μέρος που η πένα μου (αυτός ο αληθινός
φίλος που μου χρησιμεύει και ως συνεργός) το έκανε πριν λίγο μυστηριώδες, εάν κοιτάξε-
τε από την πλευρά όπου η οδός Κολμπέρ εμπλέκεται με την οδό Βιβιέν, θα δείτε, στη γωνία
που σχηματίζεται από τη διασταύρωση των δύο δρόμων, ένα πρόσωπο να εμφανίζει τη σι-
λουέτα του και να κατευθύνει το ελαφρό του βήμα προς τα βουλεβάρτα. Αν, όμως, τον πλη-
σιάσει κανείς περισσότερο, χωρίς ωστόσο να τραβήξει πάνω του την προσοχή του διαβά-
τη, ανακαλύπτει, μ’ ευχάριστη έκπληξη, πως είναι νεαρός! Από μακριά θα τον έπαιρνε κα-
νείς πραγματικά για έναν ώριμο άντρα. Το άθροισμα των ημερών δεν μετράει, αν πρόκει-
ται να εκτιμήσεις τη νοητική ικανότητα ενός σοβαρού προσώπου. Εγώ γνωρίζω να διαβάζω
την ηλικία στις φυσιογνωμικές γραμμές του μετώπου: είναι δεκάξι ετών και τεσσάρων μη-
νών! Είναι ωραίος σαν τη συστολή των νυχιών στ’ αρπακτικά όρνεα – ή ακόμη, σαν τις αβέ-
βαιες μυϊκές κινήσεις των τραυμάτων στα χαλαρά σημεία της οπισθίας τραχηλικής χώρας
– ή, μάλλον, σαν εκείνη την αιώνια ποντικοπαγίδα, την πάντοτε ξαναστημένη απ’ το πιασμέ-
νο ζώο, που μπορεί να πιάνει από μόνη της τρωκτικά χωρίς τέλος, και να λειτουργεί ακόμα
και κρυμμένη κάτω απ’ το άχυρο – και κυρίως σαν την απρόοπτη συνάντηση πάνω σ’ ένα
τραπέζι ανατομίας μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας!
Θαλάσσια κήτη, μικροσκοπικά ζωύφια, θηρία της άγριας φύσης, κακόβουλα φυτά, κι ο
άνθρωπος μαζί με το Θεό του σ’ έναν αδυσώπητο εμφύλιο πόλεμο, που το μένος και
η ορμή του μεταφέρονται σαν απωθημένα ένστικτα που ξεσπούν στον τρόπο γραφής.
Περίεργο αφήγημα γραμμένο από έναν εξίσου περίεργο έφηβο, ο Μαλντορόρ προκαλεί
ακόμη ρίγη και δέος, όχι μόνο για τις σκληρές ιστορίες που περιέχει, αλλά κυρίως για
τον ανατρεπτικό τρόπο με τον οποίο τις αφηγείται. Μια περιπλάνηση σε χώρους όπου
ο εφιάλτης γίνεται πραγματικότητα, σ’ ένα κείμενο χειμαρρώδες και ψυχρό ταυτόχρονα,
όπως οι αστραπές και οι σπίθες σ’ έναν ηλεκτρικό στύλο που βραχυκυκλώθηκε, όπως
μια βροχή από διάττοντες γύρω από ένα διαστημόπλοιο.
Ο Λωτρεαμόν, πιο μεγαλοφυής από τον Ρεμπώ, προέβλεψε όλη τη μοντέρνα τε-
χνολογική σκέψη αλλά και τη λυτρωτική της υπέρβαση που είναι το αίτημα των καιρών
μας. Εγκλωβισμένος στη μικροαστική Γαλλία της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, «αυτοεξό-
ριστος» από τη μακρινή Ουρουγουάη, οραματίστηκε, κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο ξενο-
δοχείου, τις περιπέτειες του μοχθηρού ήρωά του, σ’ ένα πεζό όπου πρωτοεμφανίστηκαν
η αυτόματη γραφή, η αποστασιοποίηση, το παράλογο, οι συνειρμοί του εσωτερικού μο-
νολόγου, η ψυχανάλυση, η αντι-τέχνη. Κυνικός και τρυφερός μαζί, μισάνθρωπος και γε-
μάτος ερωτισμό, εξέφρασε το αίτημα για μια ουσιαστική ενεργοποίηση της φαντασίας
και του ονείρου στην ύλη και την ψυχή, μέσα από μια αντιδραστική εναντίωση σε καθετί
που μας κρατά εγκλωβισμένους στη συμβατική συνθήκη του ζώου. Μιλώντας αποτρό-
παια συγκάλυψε τη βαθιά ανθρωπιά μιας ύπαρξης που διψά για ουσιαστική αγάπη, πέρα
από το συμφέρον και την ιδιοτέλεια. Μιλώντας εγκεφαλικά και παράφορα, άνοιξε δρό-
μους στη λογοτεχνία που ακόμα και τα πιο πρωτοπόρα κινήματα δεν τους έχουν εξα-
ντλήσει. Η τέχνη, μετά απ’ αυτόν, δεν μπορεί πια ποτέ να εφησυχάζει.
Διαβάστε online το άρθρο της Μ. Χαρτουλάρη (Σάββατο, 3 Δεκ. 2011):
http://www.tanea.gr/vivliodromio/?aid=4677291
http://www.tanea.gr/vivliodromio/?aid=4677290
http://www.tanea.gr/vivliodromio/?aid=4677292
www.nnet.gr
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Μετάφραση-Επίμετρο: Στρατής Πασχάλης
Σύμβουλος έκδοσης: Αλέξης Πφάου
Σειρά: Παγκόσμα λογοτεχνία
ISBN: 978-960-504-000-0
Σελ. 360,
Κυκλοφορία: 6 Δεκεμβρίου
Ένα από τα πιο συνταρακτικά κείμενα της σύγχρο-
νης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, που πυροδότησε ανα-
τρεπτικά ρεύματα όπως ο Υπερρεαλισμός αλλά και
συνεχίζει να εμπνέει σημερινούς δημιουργούς, όπως, λόγου χάρη, τον αμερικανό Τζων
Άσμπερρυ. Ιδιότυπο ποιητικό μυθιστόρημα, γεμάτο με εικόνες που τροφοδότησαν τη ζω-
γραφική του Μαξ Ερνστ και του Νταλί, με κεντρικό ήρωα τον απάνθρωπο Μαλντορόρ
που παρόλη τη στυγνότητά του κατά βάθος αναζητά μάταια την αληθινή αγάπη και τρυφε-
ρότητα. Ο συγγραφέας του, Κόμης ντε Λωτρεαμόν, ψευδώνυμο του Ιζιντόρ Ντυκάς, ένας
νέος που χάθηκε νωρίς, με υποτυπώδη βιογραφία, κατόρθωσε στο δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα να συλλάβει τον σύγχρονο κόσμο και ψυχισμό και να μας κληροδοτήσει ένα έργο
αποτρόπαιο αλλά ιδιοφυές. Μεταφρασμένο ελληνικά και στο παρελθόν (1980), παρουσιάζε-
ται στη «Νεφέλη» από τον Στρατή Πασχάλη, σε μια νέα μετάφραση που βασίζεται
στην ακρίβεια και την απόδοση της ρητορικής ψυχρότητας του κειμένου.
Ο Λωτρεαμόν είναι ένα ρίσκο.
«Κάποια κακοτυχία επίκειται». Οπότε, σ’ αυτό το μέρος που η πένα μου (αυτός ο αληθινός
φίλος που μου χρησιμεύει και ως συνεργός) το έκανε πριν λίγο μυστηριώδες, εάν κοιτάξε-
τε από την πλευρά όπου η οδός Κολμπέρ εμπλέκεται με την οδό Βιβιέν, θα δείτε, στη γωνία
που σχηματίζεται από τη διασταύρωση των δύο δρόμων, ένα πρόσωπο να εμφανίζει τη σι-
λουέτα του και να κατευθύνει το ελαφρό του βήμα προς τα βουλεβάρτα. Αν, όμως, τον πλη-
σιάσει κανείς περισσότερο, χωρίς ωστόσο να τραβήξει πάνω του την προσοχή του διαβά-
τη, ανακαλύπτει, μ’ ευχάριστη έκπληξη, πως είναι νεαρός! Από μακριά θα τον έπαιρνε κα-
νείς πραγματικά για έναν ώριμο άντρα. Το άθροισμα των ημερών δεν μετράει, αν πρόκει-
ται να εκτιμήσεις τη νοητική ικανότητα ενός σοβαρού προσώπου. Εγώ γνωρίζω να διαβάζω
την ηλικία στις φυσιογνωμικές γραμμές του μετώπου: είναι δεκάξι ετών και τεσσάρων μη-
νών! Είναι ωραίος σαν τη συστολή των νυχιών στ’ αρπακτικά όρνεα – ή ακόμη, σαν τις αβέ-
βαιες μυϊκές κινήσεις των τραυμάτων στα χαλαρά σημεία της οπισθίας τραχηλικής χώρας
– ή, μάλλον, σαν εκείνη την αιώνια ποντικοπαγίδα, την πάντοτε ξαναστημένη απ’ το πιασμέ-
νο ζώο, που μπορεί να πιάνει από μόνη της τρωκτικά χωρίς τέλος, και να λειτουργεί ακόμα
και κρυμμένη κάτω απ’ το άχυρο – και κυρίως σαν την απρόοπτη συνάντηση πάνω σ’ ένα
τραπέζι ανατομίας μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας!
Θαλάσσια κήτη, μικροσκοπικά ζωύφια, θηρία της άγριας φύσης, κακόβουλα φυτά, κι ο
άνθρωπος μαζί με το Θεό του σ’ έναν αδυσώπητο εμφύλιο πόλεμο, που το μένος και
η ορμή του μεταφέρονται σαν απωθημένα ένστικτα που ξεσπούν στον τρόπο γραφής.
Περίεργο αφήγημα γραμμένο από έναν εξίσου περίεργο έφηβο, ο Μαλντορόρ προκαλεί
ακόμη ρίγη και δέος, όχι μόνο για τις σκληρές ιστορίες που περιέχει, αλλά κυρίως για
τον ανατρεπτικό τρόπο με τον οποίο τις αφηγείται. Μια περιπλάνηση σε χώρους όπου
ο εφιάλτης γίνεται πραγματικότητα, σ’ ένα κείμενο χειμαρρώδες και ψυχρό ταυτόχρονα,
όπως οι αστραπές και οι σπίθες σ’ έναν ηλεκτρικό στύλο που βραχυκυκλώθηκε, όπως
μια βροχή από διάττοντες γύρω από ένα διαστημόπλοιο.
Ο Λωτρεαμόν, πιο μεγαλοφυής από τον Ρεμπώ, προέβλεψε όλη τη μοντέρνα τε-
χνολογική σκέψη αλλά και τη λυτρωτική της υπέρβαση που είναι το αίτημα των καιρών
μας. Εγκλωβισμένος στη μικροαστική Γαλλία της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, «αυτοεξό-
ριστος» από τη μακρινή Ουρουγουάη, οραματίστηκε, κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο ξενο-
δοχείου, τις περιπέτειες του μοχθηρού ήρωά του, σ’ ένα πεζό όπου πρωτοεμφανίστηκαν
η αυτόματη γραφή, η αποστασιοποίηση, το παράλογο, οι συνειρμοί του εσωτερικού μο-
νολόγου, η ψυχανάλυση, η αντι-τέχνη. Κυνικός και τρυφερός μαζί, μισάνθρωπος και γε-
μάτος ερωτισμό, εξέφρασε το αίτημα για μια ουσιαστική ενεργοποίηση της φαντασίας
και του ονείρου στην ύλη και την ψυχή, μέσα από μια αντιδραστική εναντίωση σε καθετί
που μας κρατά εγκλωβισμένους στη συμβατική συνθήκη του ζώου. Μιλώντας αποτρό-
παια συγκάλυψε τη βαθιά ανθρωπιά μιας ύπαρξης που διψά για ουσιαστική αγάπη, πέρα
από το συμφέρον και την ιδιοτέλεια. Μιλώντας εγκεφαλικά και παράφορα, άνοιξε δρό-
μους στη λογοτεχνία που ακόμα και τα πιο πρωτοπόρα κινήματα δεν τους έχουν εξα-
ντλήσει. Η τέχνη, μετά απ’ αυτόν, δεν μπορεί πια ποτέ να εφησυχάζει.
Διαβάστε online το άρθρο της Μ. Χαρτουλάρη (Σάββατο, 3 Δεκ. 2011):
http://www.tanea.gr/vivliodromio/?aid=4677291
http://www.tanea.gr/vivliodromio/?aid=4677290
http://www.tanea.gr/vivliodromio/?aid=4677292
www.nnet.gr
Isidore du Casse, Comte de Lautréamont : 1846 – 1870 / Iσίδωρος Nτυκάς Κόμης τού Λωτρεαμόν/
https://simiomatariokipon.wordpress.com/2010/05/06/lautreamont/
από τό Τραγούδι ΙΙ :
Αριθμητική! Άλγεβρα! Γεωμετρία! μεγαλειώδης τριάδα, τρίγωνο φωτός!
Μού φανερωθήκατε στα παιδικά μου χρόνια μια νύχτα τού μαΐου κάτω από τό φως τής σελήνης σ’ έναν λειμώνα καταπράσινο // κάνατε λίγα βήματα προς τό μέρος μου τυλιγμένες στο μακρύ φόρεμά σας που κυμάτιζε στην αχλύ και μέ τραβήξατε πάνω στ’ αγέρωχα βυζιά σας σαν παιδί δικό σας, ευλογημένο // Από τότε, ποτέ θεές μου που αντιμάχεστε, εγώ δεν θα σάς εγκατέλειπα. Από τήν εποχή αυτή, τί σχέδια ενεργητικά, πόση συμπάθεια που νόμιζα ότι τήν είχα πια χαράξει ανεξίτηλα επάνω στις σελίδες τής καρδιάς μου σαν να ‘τανε γραμμένη σε επιτύμβιο από μάρμαρο, δεν έσβησαν σιγά, και πόσο σιγανά δεν τίς κατάργησε η απογοητευμένη λογική μου. Οι διαμορφωμένες σας γραμμές σβήνουν σαν τήν καινούργια αυγή που ανατέλλει όλες εκείνες τίς σκιές τής νύχτας. Από αυτήν τήν εποχή αντίκρυσα τόν θάνατο που πρόθεσή του διά γυμνού οφθαλμού ορώμενη είναι να επανδρώνει τάφους, να αλώνει τά πεδία τών μαχών, να τρέφεται με αίμα ανθρώπινο και να βοηθάει τ’ άνθη τού πρωινού να ξεφυτρώσουν πάνω σε κόκκαλα μακάβρια // Από αυτήν τήν εποχή ήμουν παρών σε κάθε επανάσταση τής υδρογείου μας· οι σεισμοί και η καυτή λάβα τών ηφαιστείων, τής ερήμου οι ανεμοθύελλες και τά ναυάγια στην καταιγίδα είχανε θεατή τήν παρουσία μου, απαθή // Από αυτήν τήν εποχή είδα ανθρώπινες γενιές ατέλειωτες κάθε πρωί να υψώνουνε φτερά και μάτια προς τό διάστημα μ’ όλη τήν απειρία τού εντόμου που χαιρετάει τήν τελευταία του μεταμόρφωση ώς να πεθάνει πριν τή δύση //
Μα εσείς, εσείς μένετε πάντα οι ίδιες.
Καμιά αλλαγή ούτε αέρας δεν αγγίζει τά βράχια τά απότομα και τίς απέραντες κοιλάδες τής ταυτότητάς σας // Τό πέρας τών αιώνων θ’ αντικρύσει όρθιους ακόμη επάνω στα ερείπια τού χρόνου τούς καβαλιστικούς σας αριθμούς, τίς εξισώσεις τίς λακωνικές, και τίς ολόγλυφες γραμμές σας αραγμένες στη εκδικητική δεξιά τού Παντοδύναμου τήν ώρα που τ’ αστέρια θα βυθίζονται απελπισμένα και σαν σίφουνες, προς τήν αιωνιότητα μιας νύχτας τρομερής και παγκόσμιας· όταν τό γένος τών ανθρώπων θα λογαριάζει μ’ έναν μορφασμό ποιοί οι λογαριασμοί του για τήν Παρουσία τήν δεύτερη και τελευταία.
Ευχαριστώ για τίς άπειρες υπηρεσίες που μού προσφέρατε // Δίχως εσάς στην πάλη μου ενάντια στον άνθρωπο θα είχα ίσως νικηθεί // Μού χαρίσατε εκείνην τήν ψυχρότητα τών θείων συλλήψεων που είναι απαλλαγμένη από τά πάθη… // Τίς χρησιμοποίησα για να εξοντώσω τίς ολέθριες πανουργίες τού θανάσιμου εχθρού μου, για να τού αντεπιτεθώ επιδέξια και να καρφώσω στα σπλάχνα τού ανθρώπου τό κοφτερό μαχαίρι που θα μείνει για πάντα βυθισμένο στο σώμα του· γιατί απ’ αυτήν τήν πληγή δεν θα συνέλθη.
Μού δώσατε τή λογική, τήν πεμπτουσία τών σοφών σας διδαγμάτων· και με εκείνους τούς συλλογισμούς ο πολύπλοκος λαβύρινθος κατανοήθηκε κι ένιωσε η σκέψη μου να διπλασιάζονται οι τολμηρές της δυνάμεις.
Μ’ αυτές τίς τρομερές βοήθειες ανακάλυψα στην ανθρωπότητα, καθώς βυθίστηκα στα βάθη κι έφτασα ώς τούς ύφαλους τού μίσους, τήν κακία μαύρη κι απαίσια να σαπίζει και να ομφαλοσκοπεί περιβλημένη τά φθοροποιά της μιάσματα // δανείστηκα τό όπλο σας τό βουτηγμένο στο δηλητήριο κι αποκαθήλωσα από τό βάθρο που τού έχτισε η ανθρώπινη ανανδρία τόν ίδιο τόν δημιουργό. Έτριξε τά δόντια…
Ω άγια μαθηματικά, ας ήτανε με τήν αιώνια συναναστροφή σας να γινόταν να παρηγορήσετε τίς μέρες που μού απομένουν από τήν κακία τού ανθρώπου και από τήν αδικία τού Μεγάλου Παντός…
από τό Τραγούδι VI :
Τό ρολόι τού χρηματιστηρίου χτύπησε οχτώ η ώρα : δεν είναι αργά // Οι περιπατηταί βιάζουνε τό βήμα και αποσύρονται σκεφτικοί στα σπίτια τους. Μια γυναίκα λιποθυμάει και πέφτει στην άσφαλτο. Κανείς δεν τήν σηκώνει // η οδός Βιβιέν βρίσκεται ξαφνικά παγωμένη από ένα είδος απολίθωσης // πού πήγανε τά ράμφη τού αεριόφωτος ; // Μια κουκουβάγια πετώντας σε ευθεία γραμμή και με τό ένα πόδι της σπασμένο περνάει // φωνάζοντας : «Ένα δυστύχημα ετοιμάζεται». Τό λοιπόν είναι σ’ αυτό τό μέρος που η πένα μου (η αληθινή μου φίλη που μού χρησιμεύει για εκφωνητής) έκανε πράγματα μυστήρια… Αν παρατηρήσετε από τό μέρος που η οδός Κολμπέρ εισέρχεται στην οδό Βιβιέν, θα δείτε στη γωνία που σχηματίζουνε οι δύο αυτοί δρόμοι ένα άτομο να επιδεικνύει τή σιλουέτα του και να στρέφεται ανάλαφρα προς τή λεωφόρο. Όμως αν πλησιάσει κανείς περισσότερο, κι ώς τό σημείο που δεν θα επισύρει τήν προσοχή τού διαβάτη αυτού, θα διαπιστώσει με έκπληξη ευχάριστη πως είναι νέος! Από μακριά στην πραγματικότητα θα τόν έπαιρναν για άνθρωπο μεγάλο. Τό ποσό τών ημερών δεν λογαριάζεται πια όταν πρόκειται να εκτιμήσουμε τή λογοτεχνική αξία μιας σοβαρής μορφής. Ξέρω να διαβάζω τήν ηλικία στις φυσιογνωμικές γραμμές τού μετώπου : Είναι δεκάξι χρόνων και τεσσάρων μηνών. Είναι ωραίος όπως η συστολή τού αρπαχτικού όρνεου ή ακόμα σαν τήν αβεβαιότητα εκείνων τών κινήσεων στα μαλακά μέρη τής πίσω εγκεφαλικής περιφέρειας, ή μάλλον σαν παγίδα αιώνια για ποντίκια // και προπαντός σαν τήν τυχαία συνάντηση επάνω σ’ ανατομικό τραπέζι μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας.
μετάφραση : σταύρου καρακάση / ανθολογία γαλλικής ποιητικής πρόζας 1753 – 1929 / επιμέλεια : ιάσων δεπούντης (δίφρος 1967) /
από τό Τραγούδι ΙΙ :
Αριθμητική! Άλγεβρα! Γεωμετρία! μεγαλειώδης τριάδα, τρίγωνο φωτός!
Μού φανερωθήκατε στα παιδικά μου χρόνια μια νύχτα τού μαΐου κάτω από τό φως τής σελήνης σ’ έναν λειμώνα καταπράσινο // κάνατε λίγα βήματα προς τό μέρος μου τυλιγμένες στο μακρύ φόρεμά σας που κυμάτιζε στην αχλύ και μέ τραβήξατε πάνω στ’ αγέρωχα βυζιά σας σαν παιδί δικό σας, ευλογημένο // Από τότε, ποτέ θεές μου που αντιμάχεστε, εγώ δεν θα σάς εγκατέλειπα. Από τήν εποχή αυτή, τί σχέδια ενεργητικά, πόση συμπάθεια που νόμιζα ότι τήν είχα πια χαράξει ανεξίτηλα επάνω στις σελίδες τής καρδιάς μου σαν να ‘τανε γραμμένη σε επιτύμβιο από μάρμαρο, δεν έσβησαν σιγά, και πόσο σιγανά δεν τίς κατάργησε η απογοητευμένη λογική μου. Οι διαμορφωμένες σας γραμμές σβήνουν σαν τήν καινούργια αυγή που ανατέλλει όλες εκείνες τίς σκιές τής νύχτας. Από αυτήν τήν εποχή αντίκρυσα τόν θάνατο που πρόθεσή του διά γυμνού οφθαλμού ορώμενη είναι να επανδρώνει τάφους, να αλώνει τά πεδία τών μαχών, να τρέφεται με αίμα ανθρώπινο και να βοηθάει τ’ άνθη τού πρωινού να ξεφυτρώσουν πάνω σε κόκκαλα μακάβρια // Από αυτήν τήν εποχή ήμουν παρών σε κάθε επανάσταση τής υδρογείου μας· οι σεισμοί και η καυτή λάβα τών ηφαιστείων, τής ερήμου οι ανεμοθύελλες και τά ναυάγια στην καταιγίδα είχανε θεατή τήν παρουσία μου, απαθή // Από αυτήν τήν εποχή είδα ανθρώπινες γενιές ατέλειωτες κάθε πρωί να υψώνουνε φτερά και μάτια προς τό διάστημα μ’ όλη τήν απειρία τού εντόμου που χαιρετάει τήν τελευταία του μεταμόρφωση ώς να πεθάνει πριν τή δύση //
Μα εσείς, εσείς μένετε πάντα οι ίδιες.
Καμιά αλλαγή ούτε αέρας δεν αγγίζει τά βράχια τά απότομα και τίς απέραντες κοιλάδες τής ταυτότητάς σας // Τό πέρας τών αιώνων θ’ αντικρύσει όρθιους ακόμη επάνω στα ερείπια τού χρόνου τούς καβαλιστικούς σας αριθμούς, τίς εξισώσεις τίς λακωνικές, και τίς ολόγλυφες γραμμές σας αραγμένες στη εκδικητική δεξιά τού Παντοδύναμου τήν ώρα που τ’ αστέρια θα βυθίζονται απελπισμένα και σαν σίφουνες, προς τήν αιωνιότητα μιας νύχτας τρομερής και παγκόσμιας· όταν τό γένος τών ανθρώπων θα λογαριάζει μ’ έναν μορφασμό ποιοί οι λογαριασμοί του για τήν Παρουσία τήν δεύτερη και τελευταία.
Ευχαριστώ για τίς άπειρες υπηρεσίες που μού προσφέρατε // Δίχως εσάς στην πάλη μου ενάντια στον άνθρωπο θα είχα ίσως νικηθεί // Μού χαρίσατε εκείνην τήν ψυχρότητα τών θείων συλλήψεων που είναι απαλλαγμένη από τά πάθη… // Τίς χρησιμοποίησα για να εξοντώσω τίς ολέθριες πανουργίες τού θανάσιμου εχθρού μου, για να τού αντεπιτεθώ επιδέξια και να καρφώσω στα σπλάχνα τού ανθρώπου τό κοφτερό μαχαίρι που θα μείνει για πάντα βυθισμένο στο σώμα του· γιατί απ’ αυτήν τήν πληγή δεν θα συνέλθη.
Μού δώσατε τή λογική, τήν πεμπτουσία τών σοφών σας διδαγμάτων· και με εκείνους τούς συλλογισμούς ο πολύπλοκος λαβύρινθος κατανοήθηκε κι ένιωσε η σκέψη μου να διπλασιάζονται οι τολμηρές της δυνάμεις.
Μ’ αυτές τίς τρομερές βοήθειες ανακάλυψα στην ανθρωπότητα, καθώς βυθίστηκα στα βάθη κι έφτασα ώς τούς ύφαλους τού μίσους, τήν κακία μαύρη κι απαίσια να σαπίζει και να ομφαλοσκοπεί περιβλημένη τά φθοροποιά της μιάσματα // δανείστηκα τό όπλο σας τό βουτηγμένο στο δηλητήριο κι αποκαθήλωσα από τό βάθρο που τού έχτισε η ανθρώπινη ανανδρία τόν ίδιο τόν δημιουργό. Έτριξε τά δόντια…
Ω άγια μαθηματικά, ας ήτανε με τήν αιώνια συναναστροφή σας να γινόταν να παρηγορήσετε τίς μέρες που μού απομένουν από τήν κακία τού ανθρώπου και από τήν αδικία τού Μεγάλου Παντός…
από τό Τραγούδι VI :
Τό ρολόι τού χρηματιστηρίου χτύπησε οχτώ η ώρα : δεν είναι αργά // Οι περιπατηταί βιάζουνε τό βήμα και αποσύρονται σκεφτικοί στα σπίτια τους. Μια γυναίκα λιποθυμάει και πέφτει στην άσφαλτο. Κανείς δεν τήν σηκώνει // η οδός Βιβιέν βρίσκεται ξαφνικά παγωμένη από ένα είδος απολίθωσης // πού πήγανε τά ράμφη τού αεριόφωτος ; // Μια κουκουβάγια πετώντας σε ευθεία γραμμή και με τό ένα πόδι της σπασμένο περνάει // φωνάζοντας : «Ένα δυστύχημα ετοιμάζεται». Τό λοιπόν είναι σ’ αυτό τό μέρος που η πένα μου (η αληθινή μου φίλη που μού χρησιμεύει για εκφωνητής) έκανε πράγματα μυστήρια… Αν παρατηρήσετε από τό μέρος που η οδός Κολμπέρ εισέρχεται στην οδό Βιβιέν, θα δείτε στη γωνία που σχηματίζουνε οι δύο αυτοί δρόμοι ένα άτομο να επιδεικνύει τή σιλουέτα του και να στρέφεται ανάλαφρα προς τή λεωφόρο. Όμως αν πλησιάσει κανείς περισσότερο, κι ώς τό σημείο που δεν θα επισύρει τήν προσοχή τού διαβάτη αυτού, θα διαπιστώσει με έκπληξη ευχάριστη πως είναι νέος! Από μακριά στην πραγματικότητα θα τόν έπαιρναν για άνθρωπο μεγάλο. Τό ποσό τών ημερών δεν λογαριάζεται πια όταν πρόκειται να εκτιμήσουμε τή λογοτεχνική αξία μιας σοβαρής μορφής. Ξέρω να διαβάζω τήν ηλικία στις φυσιογνωμικές γραμμές τού μετώπου : Είναι δεκάξι χρόνων και τεσσάρων μηνών. Είναι ωραίος όπως η συστολή τού αρπαχτικού όρνεου ή ακόμα σαν τήν αβεβαιότητα εκείνων τών κινήσεων στα μαλακά μέρη τής πίσω εγκεφαλικής περιφέρειας, ή μάλλον σαν παγίδα αιώνια για ποντίκια // και προπαντός σαν τήν τυχαία συνάντηση επάνω σ’ ανατομικό τραπέζι μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας.
μετάφραση : σταύρου καρακάση / ανθολογία γαλλικής ποιητικής πρόζας 1753 – 1929 / επιμέλεια : ιάσων δεπούντης (δίφρος 1967) /
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης