City Travellers's argument
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Λεκτικές πράξεις του J. L. Austin / συνοµιλιακή ανάλυση του H. P. Grice

Πήγαινε κάτω

Λεκτικές πράξεις του   J. L. Austin  /  συνοµιλιακή ανάλυση του H. P. Grice Empty Λεκτικές πράξεις του J. L. Austin / συνοµιλιακή ανάλυση του H. P. Grice

Δημοσίευση από City Travellers Πεμ Δεκ 17, 2015 1:27 am

Συγκριτική µελέτη
της θεωρίας των λεκτικών πράξεων του J. L. Austin
και της συνοµιλιακής ανάλυσης του H. P. Grice

Γρηγόρογλου Μυρτώ 220028

Τµήµα Επικοινωνίας και ΜΜΕ
Πανεπιστήµιο Αθηνών
Ζητήµατα Φιλοσοφίας της Γλώσσας
Εαρινό εξάµηνο 2005

1. Εισαγωγή
Στη µελέτη αυτή θα ασχοληθώ µε τη θεωρία των λεκτικών πράξεων και την ανάλυση
της συνοµιλίας. Η θεωρία των λεκτικών πράξεων προτάθηκε αρχικά από το φιλόσοφο
της Οξφόρδης John Langshaw Austin σε άρθρα του, αλλά κυρίως στη σειρά
διαλέξεων William James, που έδωσε στο Χάρβαρντ το 1955 και εκδόθηκαν µε τίτλο
How to Do Things with Words. Η ανάλυση της συνοµιλίας παρουσιάστηκε από το
φιλόσοφο Herbert Paul Grice στις διαλέξεις που έδωσε και αυτός στο Χάρβαρντ το
1967 µε τίτλο Logic and Conversation.
Στόχος της ανάλυσης είναι να εντοπίσουµε σηµεία επαφής ανάµεσα στις δύο
αυτές θεωρίες. Αρχικά θα εξετάσουµε το φαινόµενο του υπαινιγµού, όπως το
αντιλαµβάνεται ο Austin, εντάσσοντάς το σε µια συγκεκριµένη γενικότερη χρήση της
γλώσσας που ονοµάζει «παρασιτική».
Η ανάλυση των υπαινιγµών θα διευκολύνει τη σύγκριση µε τη θεωρία του
Grice για τη συνοµιλιακή υπονόηση, µε την οποία ασχολούµαστε στη συνέχεια.
Τέλος, θα αναφερθούµε στις έµµεσες λεκτικές πράξεις για να αποδείξουµε ότι
οι θεωρίες του Austin και του Grice µπορούν να συνδυαστούν, προσφέροντας µια
ολοκληρωµένη µεθοδολογία για την ανάλυση της ανθρώπινης επικοινωνίας.
2
2. Η ανάλυση των υπαινιγµών στο έργο του Austin
Ο Austin στην πρώτη διάλεξή του στο How to Do Things With Words ασκεί κριτική
σε αυτό που ονοµάζει «περιγραφική πλάνη», στην άποψη δηλαδή ότι η µόνη
φιλοσοφικά ενδιαφέρουσα λειτουργία της γλώσσας είναι να «περιγράφει» κάποια
κατάσταση πραγµάτων ή να «δηλώνει κάποιο γεγονός» (Austin, 2003: 20).
∆ιαπιστώνει ότι «αρκετές παραδοσιακές φιλοσοφικές [αµηχανίες]
1 έχουν προκύψει
από ένα λάθος –το λάθος του να εκλαµβάνουµε ως ευθείες δηλώσεις γεγονότος
(statements of fact) εκφορές που είτε είναι ανόητες (µε ενδιαφέροντες µη
γραµµατικούς τρόπους) είτε αποσκοπούν σε κάτι τελείως διαφορετικό» (Austin, 2003:
22). Σε αυτό το «διαφορετικό» συµπεριλαµβάνονται οι επιτελεστικές εκφορές αλλά
και οι λεγόµενες «παρασιτικές χρήσεις» της γλώσσας, τις οποίες και θα εξετάσουµε
στη συνέχεια.
Στο σηµείο αυτό θα ήταν χρήσιµο να επισηµάνουµε την εξής διάκριση. Τόσο
οι «διαπιστωτικές», όσο και οι «επιτελεστικές» εκφορές εµπίπτουν στη διάσταση της
κυριολεκτικής χρήσης της γλώσσας. Οι λέξεις χρησιµοποιούνται κυριολεκτικά, τα
νοήµατα που µεταφέρονται είναι ξεκάθαρα, οι προθέσεις των οµιλητών εύκολα
αναγνωρίσιµες. Εποµένως η επικοινωνία που διεξάγεται µέσω τέτοιων εκφορών είναι
φανερή.
Αντίθετα, οι «παρασιτικές χρήσεις τις γλώσσας» είναι περισσότερο σύνθετες.
Περιλαµβάνουν από µια µεριά µη κυριολεκτικές χρήσεις, όπως υπονοούµενα,
υπαινιγµούς, µεταφορές, αστεϊσµούς κ.λπ., ενώ από την άλλη, χρήσεις της γλώσσας
σε ειδικές περιστάσεις, όπως είναι οι θεατρικές παραστάσεις.
Στην πρώτη περίπτωση οι εκφορές µεταφέρουν κρυφά νοήµατα και προωθούν
συγκαλυµµένους στόχους. Οι προθέσεις των οµιλητών δεν είναι εύκολα
αναγνωρίσιµες από τα ακροατήρια, τα οποία πρέπει να γνωρίζουν ουσιώδη στοιχεία
του γενικότερου πλαισίου της εκφοράς για να καταφέρουν να συνάγουν το ακριβές
νόηµα. Με άλλα λόγια η επικοινωνία είναι µη φανερή.

1 Σε όσα σηµεία κρίνεται απαραίτητο (και είναι δυνατό) θα διορθώνεται η ελληνική µετάφραση του
How to Do Things With Words (Austin J.L. (2003). Πώς να κάνουµε πράγµατα µε τις λέξεις, µτφρ. Αλ.
Μπίστης, επιµ. Χ. Χρόνης. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας). Οι αλλαγές θα επισηµαίνονται µε
αγκύλες.
3
Στην ηθοποιία όµως δεν τίθεται ζήτηµα κρυφών νοηµάτων. Αυτό που
συµβαίνει είναι ότι υπάρχει προσποίηση. Για το αυτό λόγο ο Austin θεωρεί ότι οι
εκφορές που εµφανίζονται σε τέτοιες περιστάσεις δε χρησιµοποιούνται «σοβαρά»,
αλλά ότι είναι «άκυρες» (Austin, 2003: 42).
Στη συνέχεια θα εξετάσουµε λεπτοµερέστερα τι εννοεί ο Austin µε τον όρο
«παρασιτικές χρήσεις της γλώσσας».
2.1. Οι «παρασιτικές χρήσεις» της γλώσσας
Ο Austin αναφέρεται συχνά στις «ειδικές περιστάσεις» της εκφοράς,
περιστάσεις κατά τις οποίες «η γλώσσα χρησιµοποιείται µε ειδικούς τρόπους – όχι
σοβαρά, αλλά µε τρόπους παρασιτικούς σε σχέση µε την κανονική χρήση της –
τρόπους που εµπίπτουν στη θεωρία των παραφθορών (etiolations) της γλώσσας»
(Austin, 2003: 42). Τέτοιες περιστάσεις παρουσιάζονται στην ηθοποιία, τη
λογοτεχνία, την ποίηση, τους µονολόγους, τις απαγγελίες, τα παραθέµατα (Austin,
2003: 42, 113). Οι περιστάσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως «µη κανονικές» και για το
λόγο αυτό ο Austin επιλέγει συνειδητά να τις αποκλείσει από τη µελέτη του, ώστε να
ασχοληθεί αρχικά µε τις επιτελεστικές εκφορές, όπως αυτές εκφέρονται σε
«συνηθισµένες περιστάσεις» (Austin, 2003: 42, 43).
Ο αρχικός αυτός αποκλεισµός των «µη κανονικών» χρήσεων έχει σκοπό να
περιορίσει τις περιπτώσεις των εκφορών που µελετώνται, ούτως ώστε να
διευκολυνθεί η έρευνα. Πράγµατι σε ολόκληρη την έκταση του έργου εκφράζεται η
απαίτηση οι λέξεις να λέγονται «σοβαρά» και να «εκλαµβάνονται σοβαρά». Η
κυριολεξία και η σοβαρότητα εµφανίζονται ως σηµαντικές προϋποθέσεις για την
ανάλυση των εκφορών.
Επιπλέον ο Austin κάνει κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Επισηµαίνει,
κατ’ αρχήν, ότι η «περιγραφική πλάνη» δε λαµβάνει υπόψη το ρόλο που παίζουν οι
περιστάσεις της εκφοράς, καθώς και την εξάρτηση που έχουν οι λέξεις από το
γενικότερο πλαίσιο της εκφοράς (Austin, 2003: 122). Μία δεύτερη σηµαντική
παρατήρηση είναι ότι όλα τα είδη των εκφορών (όχι µόνο οι επιτελεστικές), σε «µη
κανονικές» περιστάσεις, όπως αυτές που ήδη αναφέραµε, υπόκεινται σε έναν ειδικό
τύπο ασθένειας, που τις καθιστά κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο «άκυρες» ή «κούφιες»
(Austin, 2003: 42). Η παρατήρηση αυτή έχει σηµαντικές συνέπειες καθώς εξυπηρετεί
βασικούς στόχους του Austin. Οδηγεί στην κατάρρευση της διάκρισης διαπιστωτικού
4
–επιτελεστικού, καθώς αποδεικνύει ότι όλα τα είδη των εκφορών προσβάλλονται από
την ίδια ασθένεια. Εισάγει µια «νέα διάσταση κριτικής» για τις εκφορές, το ότι
δηλαδή καθίστανται «άκυρες», λόγω των περιστάσεων εκφοράς τους. Παράλληλα,
αποτελεί µία παράµετρο που λαµβάνει υπόψη ολόκληρη την οµιλιακή κατάσταση,
καθώς αποδεικνύει την πολύ µεγάλη επίδραση που µπορεί να έχουν οι περιστάσεις.
Σε άλλο σηµείο, ο Austin επισηµαίνει ότι το «πώς χρησιµοποιούµε τη
γλώσσα» δεν αναφέρεται µόνο στις ελλεκτικές και απολεκτικές πράξεις (Austin,
2003: 126), αλλά αφορά επίσης τις «παρασιτικές χρήσεις» της γλώσσας, όπως
«υπονοούµενα (και άλλες µη κυριολεκτικές χρήσεις της γλώσσας), αστεϊσµούς (και
άλλες µη σοβαρές χρήσεις της γλώσσας) και βλασφηµίες ή κοµπασµούς (που είναι
εκφραστικές χρήσεις της γλώσσας)» (Austin, 2003: 145).
Παρατηρούµε ότι ο Austin, παρά το γεγονός ότι δηλώνει ρητά ότι αποκλείει
τις µη κυριολεκτικές χρήσεις της γλώσσας από την ανάλυσή του, επανέρχεται µε
κάθε ευκαιρία σε αυτό το ζήτηµα. Μοιάζει σαν να θέλει να υπενθυµίσει στο
ακροατήριό του ότι η ιδέα ότι ο λόγος είναι σαφώς διαχωρισµένος σε κυριολεκτικές
και µη κυριολεκτικές χρήσεις, σε αµιγώς διαπιστωτικές και αµιγώς επιτελεστικές
εκφορές είναι µια υπεραπλούστευση, που θα πρέπει µε κάθε κόστος να αποφεύγουµε.
Γενικότερα κάθε διαχωρισµός του λόγου, που προκύπτει από ανάλυση
ακραίων περιπτώσεων οδηγεί σε απλουστεύσεις. Ο Austin (2003: 73, 172)
υποστηρίζει ότι θα πρέπει να εξετάζουµε τη γλώσσα όπως αυτή παρουσιάζεται σε
πραγµατικές συνθήκες εκφοράς, εντάσσοντας τις εκφορές στην ολική οµιλιακή
κατάσταση, στο γενικότερο πλαίσιο από το οποίο αυτές εξαρτώνται και καθορίζονται.
Στη συνέχεια της µελέτης µου θα εξετάσω µία ειδική περίπτωση
«παρασιτικής» χρήσης της γλώσσας, τους υπαινιγµούς, όπως παρουσιάζονται στο
έργο του Austin. Η ανάλυση των υπαινιγµών θα διευκολύνει τη σύγκριση µε τη
συνοµιλιακή υπονόηση του Grice.
2.2. Υπαινιγµοί και υπονοούµενα
Ο Austin χρησιµοποιεί την έννοια του υπαινιγµού µε δύο τρόπους. Από τη µία µεριά
αποδίδοντάς του µια σηµασία ανάµεσα στις «τυπικές λογικές έννοιες της επαγωγής
και της συνεπαγωγής που χρησιµοποιεί η τυπική σηµασιολογία και στο ευρύτερο,
κοινό νόηµα της επαγωγής» (Lyons, 1999: 300), ενώ από την άλλη τον χρησιµοποιεί
µε την καθηµερινή έννοια που είναι πολύ κοντά στην έννοια του υπονοούµενου.
5
Η πιο «λογική» έννοια του υπαινιγµού εφαρµόζεται τόσο σε διαπιστωτικές,
όσο και σε επιτελεστικές εκφορές, µε σκοπό να υπονοµεύσει τη διάκριση αυτή,
αποδεικνύοντας ότι και τα δύο είδη εκφορών υπόκεινται στο είδος δυσλειτουργίας
που ονοµάζει ανειλικρίνεια.
Συγκεκριµένα, στην περίπτωση των επιτελεστικών εκφορών παρατηρεί ότι
λέγοντας «υπόσχοµαι» υπαινίσσοµαι ότι πράγµατι έχω την πρόθεση να τηρήσω το
λόγο µου και πιστεύω ότι µπορώ να το κάνω, ενώ σε περίπτωση που δεν έχω τέτοια
πρόθεση η εκφορά είναι ανειλικρινής. Με άλλα λόγια η ευστοχία µιας δεδοµένης
επιτελεστικής εκφοράς υπαινίσσεται την αλήθεια συγκεκριµένων δηλώσεων (Austin,
2003: 66).
Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, εκφέροντας τη διαπιστωτική εκφορά «η γάτα είναι
πάνω στο χαλάκι», υπαινίσσοµαι ότι πιστεύω πως είναι εκεί. Αν δεν το πιστεύω
υπάρχει ένα είδος ανειλικρίνειας στη δήλωσή µου (Austin, 2003: 69, 160). Πράγµατι,
τα παραδείγµατα αυτά όχι µόνο υπονοµεύουν τη διάκριση διαπιστωτικού –
επιτελεστικού, αλλά εισάγουν και µια νέα διάσταση κριτικής για τις διαπιστωτικές
εκφορές, διαφορετική από την απλή αντιστοιχία της εκφοράς µε τα γεγονότα.
Όσον αφορά την πιο «καθηµερινή» έννοια του υπαινιγµού και του
υπονοούµενου, ο Austin θεωρεί ότι δεν αποτελούν ελλεκτικές πράξεις.
Επιπλέον, υπάρχουν ίσως κάποια πράγµατα που «κάνουµε», και που µε
κάποιον τρόπο σχετίζονται µε το να λέµε κάτι, τα οποία, τουλάχιστον
διαισθητικά, δε φαίνεται να εµπίπτουν ακριβώς σε κάποια από αυτές τις
πρόχειρα προσδιορισµένες κατηγορίες, ή αλλιώς µοιάζουν να εµπίπτουν
ασαφώς σε περισσότερες από µία. […] Για παράδειγµα, το να υπονοούµε,
όπως όταν υπονοούµε κάτι διατυπώνοντας ή µε το να διατυπώσουµε µια
εκφορά, φαίνεται να [εµπλέκει] κάποια σύµβαση, όπως και η [ελλεκτική]
πράξη. Όµως, δεν µπορούµε να πούµε «Υπονοώ…», και µοιάζει αυτό να
υπαινίσσεται ένα έξυπνο αποτέλεσµα µάλλον παρά µια απλή πράξη
(Austin 2003:126-127).
Ο υπαινιγµός δεν αποτελεί ελλεκτική πράξη, διότι η ελλεκτική πράξη είναι
συµβατική, µε την έννοια ότι µπορεί να γίνει ρητή µέσω της επιτελεστικής
διατύπωσης (Austin, 2003: 125), ενώ δεν µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε τα
«υπονοώ ότι» ή «υπαινίσσοµαι ότι» ως ρητά επιτελεστικά (Austin, 2003: 109).
6
Αν όµως οι υπαινιγµοί δεν ανταποκρίνονται στο κριτήριο της συµβατικότητας
του Austin, είναι δύσκολο να καταλάβουµε, µε ποια έννοια είναι συµβατικοί. Σίγουρα
δεν είναι όλοι οι υπαινιγµοί συµβατικοί, αλλά σαφέστατα υπάρχουν
συµβατικοποιηµένα υπονοούµενα2
.
Ο Austin αναφέρεται και σε άλλα σηµεία στο ζήτηµα της συµβατικότητας των
υπαινιγµών. Παρατηρεί ότι φαινόµενα όπως η εκδήλωση, η φανέρωση, ο υπαινιγµός
ή το υπονοούµενο φαίνεται να εµπλέκουν συµβατικά µέσα, καθώς παρά το γεγονός
ότι είναι θεµελιωδώς διαφορετικά, χρησιµοποιούν παρόµοιες λεκτικές κατασκευές ή
περιφράσεις (Austin, 2003: 96). Αναφέρεται επίσης σε συνοδευτικά της εκφοράς
όπως το κλείσιµο του µατιού (µη λεκτικό υπονοούµενο) ή άλλες µη λεκτικές
τελετουργικές (άρα και συµβατικές) πράξεις, που παρά το γεγονός ότι εκφράζονται µε
µη λεκτικούς τρόπους, η σηµασία τους είναι προφανής (Austin, 2003: 97).
Όσο πιο συµβατικά µέσα µετέρχεται ένας υπαινιγµός, τόσο πιο σαφές είναι το
νόηµά του (Bell, 1997: 39). Αντίστροφα όσο πιο σκοτεινή είναι η πρόθεση του
οµιλητή, τόσο περισσότερο έχουµε ανάγκη από στοιχεία του περικειµένου για να
καθορίσουµε το νόηµα της εκφοράς. Τα στοιχεία αυτά µπορούν να θεωρηθούν ως ένα
πλαίσιο συµβάσεων, στο οποίο έχουν πρόσβαση τόσο ο οµιλητής, όσο και το
ακροατήριο (Bell, 1997: 40).
Γενικότερα πάντως οι υπαινιγµοί έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους ότι τα
ακροατήρια δεν µπορούν να αναγνωρίσουν µε σαφήνεια την πρόθεση του οµιλητή,
παρά µόνο στην ιδανική περίπτωση να την υποψιαστούν. Από αυτό το στοιχείο
ακριβώς εξαρτάται και η ευστοχία του υπαινιγµού (Bell, 1997: 45).
Ο Austin παρατηρεί επίσης ότι οι υπαινιγµοί, εξαιτίας της ασάφειας του
νοήµατός τους και της αβεβαιότητας της ορθής τους πρόσληψης, επιτρέπουν την
αµφισηµία και τις ανεπαρκείς διακρίσεις· παρουσιάζουν µια θετική ανεπάρκεια που
τους επιτρέπει να ανταποκρίνονται στην περιπλοκότητα της επικοινωνίας (Austin,
2003: 97). Ένα σηµαντικό πλεονέκτηµα της ασάφειας των υπαινιγµών είναι ότι οι
οµιλητές µπορούν να αρνηθούν το υπονοούµενο, εµµένοντας στο προφανές νόηµα,
ενώ οι ακροατές µπορούν και να παραβλέψουν τα µη φανερά νοήµατα (Bell, 1997:
39).

2 Ο Grice διαχωρίζει την υπονόηση σε συµβατική και µη συµβατική ή συνοµιλιακή. Η συµβατική
υπονόηση είναι ανεξάρτητη από τις περιστάσεις της εκφοράς και διακρίνεται από τη συνοµιλιακή
υπονόηση, καθώς η τελευταία διαθέτει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (Grice, 1975: 158, 166, 167).
7
Οι υπαινιγµοί δεν είναι, όπως είδαµε ελλεκτικές πράξεις, φαίνεται όµως ότι
είναι πολύ κοντά στις απολεκτικές πράξεις του Austin. «Συχνά, ίσως και συνήθως, το
να λέγεται κάτι προκαλεί συγκεκριµένες επακόλουθες επιδράσεις στα αισθήµατα, τις
σκέψεις ή τις πράξεις του ακροατηρίου, ή του οµιλητή ή άλλων προσώπων· και αυτό
µπορεί να γίνει µε σχέδιο, πρόθεση ή σκοπό να προκληθούν αυτά» (Austin, 2003:
133).
Οι υπαινιγµοί έχουν πράγµατι ως αποτέλεσµα τα επηρεάζουν τα αισθήµατα,
τις σκέψεις ή τις πράξεις του ακροατηρίου ή του στόχου του υπαινιγµού3 και
σαφέστατα καθοδηγούνται από την πρόθεση να ασκήσουν επίδραση. Αξίζει να
σηµειωθεί µάλιστα, ότι οι υπαινιγµοί παρουσιάζουν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον
αποτέλεσµα· προκαλούν ανέκκλητες αλλαγές στο σύστηµα πεποιθήσεων των
ακροατών, καθώς επιβάλλονται µε πλάγιο τρόπο στις συνειδήσεις (Bell, 1997: 36).
Γι’ αυτό και αποτελούν πειστική στρατηγική πειθούς τόσο στην πολιτική
επικοινωνία, όσο και στη διαφήµιση.
Όσον αφορά τις συνθήκες ευστοχίας ενός υπαινιγµού, ειδικά στην περίπτωση
υπαινιγµού µε αρνητική χροιά, δεν ενδιαφέρει τόσο αν ήταν δίκαιος ή άδικος, αν ήταν
αληθές ή ψευδές αυτό που κάποιος υπαινίχθηκε. Η ισχύς του υπαινιγµού εξαρτάται
από το αν ήταν καίριο ή σκόπιµο να διατυπωθεί στις συγκεκριµένες περιστάσεις, µε
το συγκεκριµένο ακροατήριο, για δεδοµένους σκοπούς και µε συγκεκριµένες
προθέσεις (βλ. Austin, 2003: 164-169). Το ενδιαφέρον αποτέλεσµα του υπαινιγµού
που αναφέραµε, επιτυγχάνεται ανεξάρτητα από την αλήθεια των υπονοούµενων
ισχυρισµών. Η ευστοχία του υπαινιγµού εξαρτάται θεµελιωδώς από το αν ειπώθηκε
την κατάλληλη στιγµή, µε τον κατάλληλο τρόπο. Παρατηρούµε λοιπόν, πόσο ευρεία
εφαρµογή µπορεί να έχει αυτή η νέα διάσταση κριτικής που πρότεινε ο Austin µε το
έργο του.

3 Οι υπαινιγµοί έχουν ως στόχο να «πλήξουν» κάποια άτοµα. Μπορεί όµως να µην απευθύνονται
πάντα στο στόχο, αλλά σε τρίτα άτοµα, τα ακροατήρια, που αποτελούν τους αποδέκτες των
υπαινιγµών. Πολύ συχνά, όπως στο πεδίο της πολιτικής, σκοπός των υπαινιγµών είναι να επηρεάσουν
αυτά τα ακροατήρια, εις βάρος των πολιτικών αντιπάλων (για περισσότερες λεπτοµέρειες σχετικά µε
την κατανοµή των ρόλων στους υπαινιγµούς βλ. Bell, 1997: 53).
8
3. Σύγκριση Austin και Grice
Αφού αναλύσαµε τους υπαινιγµούς βασιζόµενοι στο έργο του Austin, θα εξετάσουµε
τη συνοµιλιακή υπονόηση που πρότεινε ο Grice στο έργο του Logic and Conversation
και θα σχολιάσουµε τις αντιστοιχίες ανάµεσα στις δύο θεωρητικές προσεγγίσεις.
Ο Grice στα Προλεγόµενά του τονίζει την ανάγκη συγκρότησης µιας θεωρίας
που θα διακρίνει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες µια εκφορά είναι ακατάλληλη επειδή
είναι ψευδής από τις περιπτώσεις που είναι ακατάλληλη για άλλου είδους λόγους
(Grice, 1989: 4). Παρατηρούµε λοιπόν ότι απασχολεί ιδιαίτερα το Grice η
αναγκαιότητα µιας διαφορετικού τύπου κριτικής για τη γλώσσα, πέρα από τη
διάσταση αλήθειας –ψεύδους.
Ο Grice διαχωρίζει τη θέση του από τη µέχρι τότε παράδοση των αναλυτικών
φιλοσόφων, εντοπίζοντας αδυναµίες στις εισηγήσεις τους, επειδή δε λαµβάνουν
υπόψη ότι η καταλληλότητα µιας εκφοράς εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τις
περιστάσεις (Grice, 1989: 17).
Ανάµεσα και σε άλλους φιλοσόφους, ασκεί κριτική στον Austin και το Searle,
µε το σκεπτικό ότι οι λεκτικές πράξεις δεν εξηγούνται αποκλειστικά βάσει της
συµβατικότητάς τους ή των συνθηκών ευστοχίας τους. Η ανικανότητά τους να
εκπληρώσουν τις συνθήκες ευστοχίας µπορεί να εξαρτάται από άλλα χαρακτηριστικά
και από ορισµένες γενικές αρχές που διέπουν την επικοινωνία και την έλλογη
συµπεριφορά γενικότερα (Grice, 1989: 20).
Στη συνέχεια θα εξετάσουµε τις γενικές αυτές αρχές που διέπουν τις
συνοµιλιακές ανταλλαγές, όπως προτάθηκαν από το Grice, και θα επιχειρήσουµε να
τις συγκρίνω µε τη θεωρία των λεκτικών πράξεων του Austin.
3.1. Γενικές αρχές της συνοµιλίας και συνοµιλιακή υπονόηση
Ο Grice παρατηρεί ότι οι συνοµιλιακές ανταλλαγές είναι συνεργατικές προσπάθειες,
στις οποίες οι συµµετέχοντες αναγνωρίζουν κοινούς στόχους ή τουλάχιστον κάποια
αµοιβαία αποδεκτή κατεύθυνση (Grice, 1975: 158). Μέσα στο πλαίσιο αυτό εισάγει
την Αρχή της Συνεργασίας, µια γενική αρχή που οι συµµετέχοντες αναµένονται να
τηρούν: «Η συµβολή σου στη συνοµιλία να είναι η αναµενόµενη, όπως επιβάλλεται
στο εκάστοτε στάδιο της συνοµιλίας, σύµφωνα µε τον αποδεκτό σκοπό ή την
κατεύθυνση της συνοµιλιακής ανταλλαγής στην οποία συµµετέχεις» (Grice, 1975:
158).
9
Εκτός από τη γενική αυτή αρχή ο Grice εντοπίζει τέσσερις επιµέρους
κατηγορίες συνοµιλιακών αιτηµάτων, που αφορούν την Ποσότητα, την Ποιότητα, τη
Συνάφεια και τον Τρόπο. Κάθε συνοµιλιακή ανταλλαγή µπορεί να αναλυθεί σε σχέση
µε το κατά πόσο ικανοποιεί τα αιτήµατα αυτά. Οι δυνατότητες που έχουµε είναι
πέντε.
1. Η πιο απλή περίπτωση συναλλαγής, όπου τα συνοµιλιακά αιτήµατα
τηρούνται. Τα νοήµατα είναι ξεκάθαρα, οι προθέσεις των οµιλητών προφανείς, ενώ
δεν υπάρχει συνοµιλιακή υπονόηση. Με όρους Austin θα λέγαµε ότι οι εκφορές
χρησιµοποιούνται «σοβαρά», κυριολεκτικά, σε «κανονικές περιστάσεις» εκφοράς.
Παρατηρούµε δηλαδή ότι όταν ο Austin περιορίζεται (για τις ανάγκες της έρευνάς
του) στη «σοβαρή» χρήση της γλώσσας, φαίνεται να προϋποθέτει, χωρίς βέβαια να
δηλώνει ρητά, την τήρηση τέτοιων γενικών αρχών της συνοµιλίας, που οι φυσικοί
οµιλητές µιας γλώσσας αναµένουν (και ελπίζουν) να τηρούνται.
Ο Austin δίνει µεγαλύτερη σηµασία στη σαφήνεια και την ειλικρίνεια που
συνδέονται άµεσα µε την τήρηση των συνοµιλιακών αιτηµάτων του τρόπου (να είσαι
σαφής και να αποφεύγεις τις αµφισηµίες) και της ποιότητας (µη λες αυτό που θεωρείς
ψευδές ή αυτό για το οποίο δεν έχεις επαρκή τεκµηρίωση) αντίστοιχα.
Επισηµαίνει ότι τα ρητά επιτελεστικά «αποκλείουν την αµφισηµία και
κρατούν την εκτέλεση της πράξης σχετικά αµετάβλητη», σε αντιδιαστολή µε τις πιο
«πρωτογενείς εκφορές» που «επιτρέπουν την αµφισηµία και τις ανεπαρκείς
διακρίσεις», ενώ παράλληλα η ορθή τους πρόσληψη από το ακροατήριο είναι
αβέβαιη (Austin, 2003: 97). Επιπλέον ο Austin είχε αντιληφθεί πολύ καλά ότι η
ασάφεια αυτή συνδέεται στενά µε τη διατύπωση υπαινιγµών (Austin, 2003: 97),
πλησιάζοντας έτσι την ιδέα του Grice ότι η παραβίαση των αιτηµάτων οδηγεί σε
συνοµιλακή υπονόηση (Grice, 1975: 161).
Πολύ σηµαντικό στη θεωρία των λεκτικών πράξεων είναι το αίτηµα της
ποιότητας (µη λες αυτό που θεωρείς ψευδές ή αυτό για το οποίο δεν έχεις επαρκή
τεκµηρίωση), που σχετίζεται άµεσα µε την ανειλικρίνεια. Η ανειλικρίνεια, όπως
είδαµε, είναι ένα βασικό είδος δυσλειτουργίας που πλήττει όλα τα είδη των εκφορών
και σχετίζεται µε τις προθέσεις των οµιλητών, τις σκέψεις τους και τα συναισθήµατά
τους (Austin, 2003: 61, 62). Ο Grice παρατηρεί ότι το αίτηµα της ποιότητας είναι
βασικότερο, καθώς όλα τα άλλα µπαίνουν σε λειτουργία, µε την προϋπόθεση ότι το
αίτηµα της ποιότητας τηρείται (Grice, 1975: 159). Αυτό βέβαια δε σηµαίνει ότι όταν
µιλάει κανείς λέει πάντα την αλήθεια, αλλά ότι οι συµµετέχοντες σε µια οµιλιακή
10
ανταλλαγή θεωρούν ότι όταν κάποιος λέει κάτι, έχει τουλάχιστον την πρόθεση να
είναι ειλικρινής. Το ψέµα λειτουργεί ακριβώς στη βάση αυτής της αρχής.
2. Τα συνοµιλιακά αιτήµατα παραβιάζονται µε µη επιδεικτικό τρόπο, ώστε η
παραβίασή τους να γίνεται εν αγνοία του ακροατή (Grice, 1975: 161). Εδώ υπάγεται
η περίπτωση της παραπλάνησης, που σύµφωνα µε τον Austin (2003: 132) αποτελεί
απολεκτική πράξη. (Στην περίπτωση αυτή θα κάναµε λόγο για «αθέµιτη» χρήση της
γλώσσας).
3. Ο οµιλητής µπορεί να επιλέξει εσκεµµένα και επιδεικτικά να µην τηρήσει
την αρχή της συνεργασίας και τα αιτήµατα, κοινοποιώντας την πρόθεσή του να µη
συνεργαστεί λέγοντας για παράδειγµα «ουδέν σχόλιο» (Grice, 1975: 161).
4. Ο οµιλητής µπορεί να αναγκαστεί να παραβιάσει κάποιο από τα αιτήµατα,
για χάρη κάποιου άλλου, σε περίπτωση που έρχονται σε αντίθεση (Grice, 1975: 161).
5. Ο οµιλητής µπορεί να παραβιάσει ένα αίτηµα µε φανερό τρόπο, ώστε ο
ακροατής να είναι σε θέση να υποθέσει ότι το κάνει εσκεµµένα. Αυτή η περίπτωση
εκµετάλλευσης των αιτηµάτων ενδιαφέρει περισσότερο το Grice, καθώς µέσω αυτής
αναδύεται η συνοµιλιακή υπονόηση (Grice, 1975: 161).
Η συνοµιλιακή υπονόηση προκύπτει από το γεγονός ότι παρότι κάποιο αίτηµα
παραβιάζεται στο επίπεδο αυτού που λέγεται, ο ακροατής είναι σε θέση να υποθέσει
ότι το αίτηµα αυτό, ή τουλάχιστον η Αρχή της Συνεργασίας, τηρούνται στο επίπεδο
αυτού που υπονοείται (Grice, 1975: 162, 163).
Ένα γενικό µοτίβο συνοµιλιακής υπονόησης που επεξεργάζεται ο ακροατής
είναι το εξής4
: 4 Ένας ορισµός της έννοιας της υπονόησης που δίνει ο Grice είναι ο ακόλουθος. ∆εν τον
παραθέτουµε διότι είναι ιδιαίτερα περίπλοκος (και η µετάφραση τον καθίστα ακόµη περισσότερο
δυσνόητο)
Κάποιος λέγοντας (ή ο οποίος λειτουργεί σα να λέει) p υπαινίχθηκε ότι q, εφόσον (1)
προϋποτίθεται ότι τηρεί τα συνοµιλιακά αιτήµατα, ή τουλάχιστον την αρχή της
συνεργασίας· (2) η παραδοχή ότι γνωρίζει, ή νοµίζει, ότι το q απαιτείται ώστε να κάνει τη
ρήση του ότι p σύµφωνη µε αυτή την προϋπόθεση· και (3) ο οµιλητής πιστεύει (και
προσδοκά ο ακροατής να πιστεύει ότι ο οµιλητής πιστεύει) ότι ο ακροατής έχει την
ικανότητα να συµπεράνει µέσω συλλογισµού, ή να καταλάβει διαισθητικά ότι η
παραδοχή που διατυπώνεται στο (2) είναι απαραίτητη (Grice, 1975: 161).
11
Είπε ότι p. ∆εν υπάρχει λόγος να υποθέσω ότι δε συµµορφώνεται µε τα
συνοµιλιακά αιτήµατα ή τουλάχιστον µε την αρχή της συνεργασίας. ∆ε θα
έλεγε ότι p παρά µόνο αν σκεφτόταν ότι q. Γνωρίζει (και ξέρει ότι
γνωρίζω ότι ξέρει) ότι µπορώ να καταλάβω πως είναι απαραίτητη η
υπόθεση ότι πιστεύει ότι q. ∆εν έκανε τίποτα για να µε εµποδίσει να
σκεφτώ ότι q. Αποσκοπεί στο να µε κάνει να πιστέψω, ή τουλάχιστον
είναι πρόθυµος να µου επιτρέψει να πιστέψω, ότι q. Και έτσι υπαινίχθηκε
συνοµιλιακά ότι q. (Grice, 1975: 162).
Ο Grice επισηµαίνει ότι για να εντοπίσουµε τη συνοµιλιακή υπονόηση θα
πρέπει να µπορούµε να αντικαταστήσουµε τη διαίσθησή µας από µια σειρά
συλλογισµών, όπως αυτός που προαναφέραµε. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, τότε η
υπονόηση είναι συµβατική (Grice, 1975: 161).
Η συνοµιλιακή υπονόηση είναι διαφορετική από τον υπαινιγµό και το
υπονοούµενο, όπως τα συναντήσαµε στον Austin. Η υπονόηση είναι ένα γενικό
φαινόµενο που περιγράφει µε αφηρηµένο τρόπο το γλωσσολογικό µηχανισµό µέσω
του οποίου η λεκτική συµπεριφορά, όχι µόνο το υπονοούµενο, µπορεί έµµεσα να
επιτευχθεί. Το υπονοούµενο, αντίθετα, είναι η εκδήλωση της χρήσης της υπονόησης
σε µια συγκεκριµένη µορφή κοινωνικής συµπεριφοράς. Με βάση αυτό το πλαίσιο οι
κοινωνικές ιδιότητες του υπονοούµενου τείνουν να το διακρίνουν από την υπονόηση,
που έχει λογικές ιδιότητες (Bell, 1997: 46).
Επιπλέον υφίσταται και µία ακόµη διάκριση ανάµεσα στο υπονοούµενο και
την υπονόηση που αξίζει να αναφέρουµε. Ο Grice στην προσπάθειά του να
προσφέρει κάποια κριτήρια που σηµατοδοτούν την ύπαρξη συνοµιλιακής υπονόησης,
προτείνει κάποια χαρακτηριστικά.
Ένα από αυτά είναι η δυνατότητα ακύρωσης της συνοµιλιακής υπονόησης
είτε ρητά, µε την προσθήκη µιας φράσης που δηλώνει ή υποδηλώνει ότι ο οµιλητής
δεν συνεργάζεται, είτε µέσα στο περικείµενο (Grice, 1975: 166). Αντίθετα το
υπονοούµενο δεν µπορεί να ακυρωθεί. Η προσπάθεια ακύρωσης ή άρνησης του
υπονοούµενου το κάνει προφανέστερο5
(Bell, 1997: 46).

5 Παραθέτω ένα παράδειγµα από το άρθρο τουBell (1997: 46), σχετικά µε ένα πολιτικό υπονοούµενο
που διατυπώθηκε το 1992, κατά τη διάρκεια µιας οµιλίας σε εκδήλωση του αµερικανικού
Ρεπουµπλικανικού Κόµµατος:
12
Στη συνέχεια θα εξετάσουµε ορισµένα παραδείγµατα συνοµιλιακής
υπονόησης που παραθέτει ο Grice, από τη σκοπιά της θεωρίας του Austin.
3.2. Ανάλυση παραδειγµάτων
Η συστατική επιστολή αποτελεί παράδειγµα παραβίασης του αιτήµατος της
ποσότητας (βλ. Grice, 1975: 163). Στο παράδειγµα αυτό ο Α γράφει µια βεβαίωση για
ένα φοιτητή Χ, ο οποίος είναι υποψήφιος για µια θέση σε σχολή φιλοσοφίας. Η
επιστολή λέει τα εξής: «Αγαπητέ Κύριε, ο κ. Χ κατέχει άριστα την αγγλική γλώσσα
και η παρακολούθησή του στις διαλέξεις υπήρξε συστηµατική. Υµέτερος, κλπ.».
Σύµφωνα µε τη θεωρία του Austin η συστατική επιστολή έχει ελλεκτική ισχύ
της κατηγορίας των ετυµηγορικών, καθώς συνίσταται στην «αναγγελία ενός
πορίσµατος, επίσηµου [ή ανεπίσηµου], το οποίο βασίζεται σε τεκµήρια ή λόγους που
σχετίζονται µε αξίες ή γεγονότα». Ως τέτοια «έχει προφανή συγγένεια µε την αλήθεια
και το ψεύδος, το βάσιµο και το αβάσιµο, το δίκαιο και το άδικο» (Austin, 2003:
177). Επιπλέον, ο Austin προσθέτει ότι η ανακοίνωση µιας εκτίµησης «µας δεσµεύει
σε κάποια µελλοντική συµπεριφορά» (Austin, 2003: 178). Έτσι η βεβαίωση αυτή του
Α τον δεσµεύει σε µια συγκεκριµένη ερµηνεία των γεγονότων, σε µια συγκεκριµένη
αξιολόγηση. Ας δούµε όµως τι συµβαίνει στην περίπτωση της συνοµιλιακής
υπονόησης.
Ο Α δεν έχει αποφασίσει να µη συνεργαστεί, αλλιώς δε θα έγραφε καθόλου.
Μπορεί να γράψει περισσότερα σχετικά µε το Χ, αφού τον γνωρίζει. Επιπλέον ξέρει
ότι απαιτούνται περισσότερες πληροφορίες. Θα πρέπει, συνεπώς, να επιθυµεί να
συµπεριλάβει περισσότερες πληροφορίες, τις οποίες όµως διστάζει να γράψει. Η
υπόθεση αυτή είναι βάσιµη µόνο µε την προϋπόθεση ότι πιστεύει ότι ο Χ δεν είναι
καλός στη φιλοσοφία (Grice, 1975: 163).
Ο Grice διαχωρίζει το συνολικό νόηµα µιας εκφοράς σε δύο επίπεδα. α)στο
επίπεδο αυτού που λέγεται και β)στο επίπεδο αυτού που υπονοείται (Grice, 1989: 41).


[τη δεκαετία του 1960] δε συµµετείχαν όλοι σε διαδηλώσεις, εγκατέλειπαν τις σπουδές
τους, έπαιρναν ναρκωτικά, συµµετείχαν στη σεξουαλική επανάσταση ή έφευγαν στον
Καναδά.
Τώρα αν προσθέσουµε δίπλα στο υπονοούµενο την ακύρωσή του «∆εν εννοώ βέβαια ότι κάποιος από
το ∆ηµοκρατικό Κόµµα έκανε τέτοια πράγµατα», είναι σα να κάνουµε το υπονοούµενο ακόµη πιο
σαφές.
13
Έτσι το δεύτερο αυτό επίπεδο ερµηνείας που προκύπτει στο συγκεκριµένο
παράδειγµα φαίνεται να δίνει στον οµιλητή ένα είδος ελευθερίας. Μοιάζει να τον
αποδεσµεύει από τα αποτελέσµατα της εκτίµησής του, καθώς το υπονοούµενο δε
συνάγεται από το συµβατικό νόηµα των λέξεων που χρησιµοποίησε. Ο Α µπορεί να
αρνηθεί το υπονοούµενο, εµµένοντας στο προφανές νόηµα, ακριβώς επειδή το
προφανές αυτό νόηµα έχει µεγάλο βαθµό αληθοφάνειας.
Ο Α επιλέγει να εκµεταλλευτεί τη συνοµιλιακή υπονόηση επειδή υπολογίζει,
πρώτον, τους κινδύνους που µπορεί να επιφέρει η αµεσότητα µιας φανερής έκθεσης
των προθέσεών του και, δεύτερον, τα οφέλη από ένα επιτυχηµένο υπονοούµενο. Στην
προκειµένη περίπτωση το όφελος έγκειται στο ότι η αξιολογική κρίση που συνάγεται
µέσω της υπονόησης έχει ένα µόνιµο σπιλωτικό αποτέλεσµα στο στόχο του
υπαινιγµού (Bell, 1997: 53).
Επιπλέον είναι πολύ ξεκάθαρο στην περίπτωσή µας ότι ο Α αποσκοπεί σε ένα
διαχωρισµό των ακροατηρίων. Στόχος του υπαινιγµού του είναι ο Χ. Αποδέκτες όµως
είναι οι (κατά πάσα πιθανότητα) συνάδελφοι του Α, που θα κρίνουν κατά πόσο ο Χ
αξίζει τη θέση. Σκοπός του Α είναι να επηρεάσει την τελική αξιολόγηση των
αποδεκτών.
Βεβαίως, όπως επισηµαίνει ο Austin, η αξιολόγηση αυτή του Α, ως
ετυµηγορικό, «έχει προφανή συγγένεια µε την αλήθεια και το ψεύδος, το βάσιµο και
το αβάσιµο, το δίκαιο και το άδικο» (Austin, 2003: 177). Το στοιχείο αυτό είναι πολύ
σηµαντικό. Οι αποδέκτες για να προσλάβουν ορθά τον υπαινιγµό, θα πρέπει να
θεωρήσουν ως προϋπόθεση ότι το συνοµιλιακό αίτηµα της ποιότητας τηρείται και ότι
ο Α, ως έγκριτο µέλος της φιλοσοφικής κοινότητας δεν έχει λόγους να ψεύδεται, διότι
τότε κανένα άλλο συνοµιλιακό αίτηµα δεν µπορεί να τεθεί σε εφαρµογή.
Παραδείγµατα παραβίασης του συνοµιλιακού αιτήµατος της ποιότητας είναι η
ειρωνεία και η µεταφορά (Grice, 1975: 163). Τέτοια σχήµατα λόγου εµπίπτουν στις
«παρασιτικές» χρήσεις της γλώσσας.
Η ειρωνεία σχετίζεται άµεσα µε την έκφραση ενός συναισθήµατος, µιας
στάσης ή µιας αξιολόγησης και προκύπτει α) από την πρακτική να χρησιµοποιούµε
µια πρόταση, που κανονικά θα σήµαινε ότι p, µε σκοπό να εννοήσουµε ότι όχι-p (¬p)
και β) από τον ειρωνικό τόνο φωνής (Grice, 1989: 53). Ο ειρωνικός τόνος είναι είτε
περιφρονητικός είτε σκωπτικός (Grice, 1989: 53). Η ειρωνεία είναι «παρασιτική»
χρήση, παρότι δεν αναφέρεται ρητά από τον Austin, διότι σχετίζεται µε την
προσποίηση. Το να είναι κανείς ειρωνικός είναι, ανάµεσα σε άλλα πράγµατα, να
14
υποκρίνεται, γι αυτό και δεν µπορούµε να πούµε «µιλώντας ειρωνικά…», διότι τότε
καταστρέφουµε την επίδραση της ειρωνείας ως προσποίησης (Grice, 1989: 54).
Η µεταφορά είναι το αντίθετο της κυριολεκτικής χρήσης της γλώσσας και
περιλαµβάνει την αποδοχή κατηγοριακού ψεύδους (Grice, 1975: 163). Επίσης πολλά
άλλα σχήµατα λόγου (όπως η υπερβολή και η µείωση) µετέρχονται προσποιητικούς
µηχανισµούς.
4. Συγκερασµός της θεωρίας των λεκτικών πράξεων µε τη θεωρία του Grice
Όπως είδαµε, η απλούστερη περίπτωση νοήµατος είναι αυτή στην οποία τηρούνται
όλα τα συνοµιλιακά αιτήµατα, ενώ ο οµιλητής εκφέροντας µια πρόταση εννοεί
ακριβώς και κυριολεκτικά αυτό που λέει.
Ο Grice, για να περιγράψει πως παράγεται το νόηµα του οµιλητή σε κάποια
συγκεκριµένη περίσταση, προσφέρει το εξής σχήµα:
Η πρόταση: «Ο οµιλητής εννοούσε κάτι εκφέροντας το x» είναι αληθής,
για κάποιο ακροατήριο Α, όταν ο Οµιλητής µε την εκφώνηση του x είχε
την πρόθεση:
(1) το Α να παράγει µια συγκεκριµένη απόκριση r
(2) το Α να αναγνωρίσει ότι ο Οµιλητής έχει την πρόθεση (1)
(3) το Α να ικανοποιήσει το (1), στη βάση τις ικανοποίησης του (2)6
(Grice, 1989: 93).
Το ζήτηµα της κατανόησης του ακροατηρίου είναι πολύ βασικό και στη
θεωρία του Austin, όπως βλέπουµε στο ακόλουθο παράθεµα:
Η [ελλεκτική] πράξη δεν θα έχει εκτελεστεί εύστοχα, επιτυχώς, παρά µόνο
εάν κάποιο συγκεκριµένο αποτέλεσµα έχει επιτευχθεί.[…] ∆εν µπορεί να

6 Το σχήµα αυτό είναι η πιο απλή περίπτωση ορισµού του περιστασιακού νοήµατος του οµιλητή. Εδώ
το χρησιµοποιούµε για λόγους διευκόλυνσης. Για πιο ακριβείς ορισµούς βλ. Grice, 1989: 86-116. Ο
Grice επισηµαίνει ότι η επέκταση του ορισµού µπορεί να ποικίλει από περίπτωση σε περίπτωση και
εξαρτάται από τη φύση της προτιθέµενης απόκρισης, τις περιστάσεις, τη νοηµοσύνη των οµιλητών και
των ακροατηρίων κλπ (Grice, 1989: 99).
15
θεωρηθεί ότι έχω προειδοποιήσει ένα ακροατήριο, εκτός εάν αυτό ακούσει
τι λέω και εκλάβει αυτό που λέω µε µια συγκεκριµένη σηµασία. Για να
εκτελεστεί η [ελλεκτική] πράξη, πρέπει να επιτευχθεί κάποιο αποτέλεσµα
πάνω στο ακροατήριο. […] Γενικά, το αποτέλεσµα συνίσταται στο να
κατορθώσει κάποιος την κατανόηση του νοήµατος και της ισχύος του
λεκτού. Συνεπώς, η εκτέλεση µιας [ελλεκτικής] πράξης προϋποθέτει την
εξασφάλιση της πρόσληψης (security of uptake) (Austin 2003: 139-140).
Με άλλα λόγια, ο Austin υποστηρίζει ότι η ελλεκτική πράξη επιτυγχάνει όταν
το ακροατήριο αντιλαµβάνεται την πρόθεση του οµιλητή να αποδώσει στο λεκτό
(locution) µία συγκεκριµένη σηµασία (ελλεκτική ισχύ).
Και στις δύο περιπτώσεις το νόηµα µιας εκφοράς προκύπτει από την
αναγνώριση από µέρους του ακροατηρίου της πρόθεσης του οµιλητή να επιτύχει ένα
συγκεκριµένο αποτέλεσµα. Παρατηρούµε λοιπόν, ότι η ανακλαστικότητα των
προθέσεων εντοπίζεται τόσο στη θεωρία του Grice, όσο και στη θεωρία του Austin.
Ο Searle, από τη σκοπιά της θεωρίας των λεκτικών πράξεων, λαµβάνοντας
όµως υπόψη τη προσέγγιση του Grice, επιχειρεί ένα συγκερασµό των δύο θεωριών
και περιγράφει την παραγωγή νοήµατος ως εξής:
Ο οµιλητής έχει την πρόθεση:
(1) να παράγει ένα συγκεκριµένο ελλεκτικό αποτέλεσµα στον ακροατή,
(2) να παράγει αυτό το αποτέλεσµα κάνοντας τον ακροατή να
αναγνωρίσει την πρόθεση να το παράγει και
(3) να κάνει τον ακροατή να αναγνωρίσει αυτή την πρόθεση, χάρη στη
γνώση του ακροατή σχετικά µε τους κανόνες που καθορίζουν την εκφορά
της πρότασης (Searle, 1975: 168).
Όµως δεν είναι όλες οι περιπτώσεις νοήµατος τόσο απλές. Στις χρήσεις που
εξετάσαµε, όπως τα υπονοούµενα, τους υπαινιγµούς, την ειρωνεία και τη µεταφορά,
υπάρχουν δύο επίπεδα ερµηνείας (αυτό που λέγεται, το εννοούµενο, και αυτό που
υπονοείται, το υπονόηµα). Στις περιπτώσεις αυτές µια πρόταση, που περιλαµβάνει
µια ελλεκτική ισχύ ως δείκτη για ένα συγκεκριµένο είδος ελλεκτικής πράξης, µπορεί
να εκφερθεί για να επιτελέσει, επιπρόσθετα, έναν άλλο τύπο ελλεκτικής πράξης
(Searle, 1975: 168).
16
Επιπλέον, υπάρχει µία ακόµη κατηγορία εκφορών όπου η ελλεκτική ισχύς
επιτελείται έµµεσα, µέσω της επιτέλεσης µιας άλλης (Searle, 1975: 168). Στην
περίπτωση αυτή η µία ελλεκτική ισχύς ακυρώνεται, για χάρη της άλλης. Οι εκφορές
αυτές ονοµάζονται έµµεσες λεκτικές πράξεις και αποτελούν µια ειδική κατηγορία
λεκτικών πράξεων, τις οποίες εξέτασε ο φιλόσοφος J.R. Searle.
Η ανάλυση των έµµεσων λεκτικών πράξεων µας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, καθώς
περιλαµβάνει τόσο τη θεωρία των λεκτικών πράξεων, όσο και τις γενικές αρχές της
συνοµιλίας του Grice. Αποδεικνύεται µε αυτόν τον τρόπο ότι οι δύο προσεγγίσεις
µπορούν να εφαρµοστούν συµπληρωµατικά, προσφέροντας η µία στην άλλη
ενδιαφέρουσες νέες οπτικές και συµβάλλοντας στην ολοκληρωµένη θεώρηση του
φαινοµένου της ανθρώπινης επικοινωνίας.
4.1. Έµµεσες λεκτικές πράξεις
Ένα παράδειγµα έµµεσης λεκτικής πράξης είναι η εκφορά «Μπορείς να µου περάσεις
το αλάτι;», όταν διατυπώνεται από το Χ απευθυνόµενος στον Υ, κατά τη διάρκεια
ενός δείπνου.
Το ερώτηµα, εποµένως, που τίθεται είναι «πώς είναι δυνατό ο ακροατής να
καταλάβει την έµµεση λεκτική πράξη, όταν η πρόταση που ακούει και
αντιλαµβάνεται σηµαίνει κάτι άλλο» (Searle, 1975: 168). Στο συγκεκριµένο
παράδειγµα, πώς ξέρει ο Υ ότι ο Χ του ζητά να περάσει το αλάτι, διατυπώνοντας µια
παράκληση και όχι µια ερώτηση σχετικά µε την ικανότητά του να περάσει το αλάτι;
Στις έµµεσες λεκτικές πράξεις, ο οµιλητής δεν εννοεί µόνο αυτό που λέει,
αλλά κάτι περισσότερο επίσης. Αυτό που προστίθεται δεν είναι κάποιο επιπλέον ή
διαφορετικό προτασιακό νόηµα, αλλά κάποιο επιπρόσθετο νόηµα του οµιλητή7
(Searle, 1975: 174).
Ο Searle (1975: 169) υποστηρίζει ότι για την κατανόηση των έµµεσων
λεκτικών πράξεων απαιτούνται: η θεωρία των λεκτικών πράξεων, ορισµένες γενικές
αρχές της συνεργατικής συνοµιλίας, πληροφορίες του γενικότερου πλαισίου, που
είναι αµοιβαία διαθέσιµες σε οµιλητή και ακροατή, καθώς και η ικανότητα του
ακροατή να εξάγει συµπεράσµατα.

συνέχεια...

http://www2.media.uoa.gr/lectures/linguistic_archives/pol0405/papers/grigoroglou.pdf


Έχει επεξεργασθεί από τον/την City Travellers στις Κυρ Δεκ 20, 2015 4:46 am, 3 φορές συνολικά
City Travellers
City Travellers
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 328
Ημερομηνία εγγραφής : 05/11/2013
Τόπος : Athens, Greece

https://citytravellers.forumgreek.com

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Λεκτικές πράξεις του   J. L. Austin  /  συνοµιλιακή ανάλυση του H. P. Grice Empty Τα CIAM

Δημοσίευση από City Travellers Πεμ Δεκ 17, 2015 1:44 am

Τα CIAM

Στα πλαίσια του ευρωπαϊκού πλέον μοντέρνου κινήματος, αναπτύσσονται τα CIAM, και είδαμε την ιδρυσή τους στην βίλλα La Sarraz το 1928.

http://www.greekarchitects.gr/

το 4ο CIAM

Η προσφορά της «Χάρτας της Αθήνας» όπως διατυπώθηκε στο 4ο CIAM του 1933 στην Πολεοδομία, έχει αμφισβητηθεί από πολλούς και κυρίως στο ότι παρουσιάζει μια απλουστευτική θεώρηση για την συγκρότηση της πόλης από την μια, και από την άλλη διότι οδήγησε στην απομόνωση των λειτουργιών αυτών μέσω του σχεδιασμού των πόλεων με βάση το zonning.  Ηταν όμως αυτές οι προθέσεις του 4ου CIAM ή από την μια αμβλύνθηκαν οι θέσεις του κατά την διάρκεια του Συνεδρίου και από την άλλη στα επόμενα χρόνια παρερμηνεύθηκαν από βασικά στελέχη του όπως ο Le Corbusier και έδωσαν άλλη εικόνα του περιεχόμενου και των κατευθύνσεων της Χάρτας ;

Λεκτικές πράξεις του   J. L. Austin  /  συνοµιλιακή ανάλυση του H. P. Grice Sarigiannis.2010.12.53

Λεκτικές πράξεις του   J. L. Austin  /  συνοµιλιακή ανάλυση του H. P. Grice Sarigiannis.2010.12.54

Λεκτικές πράξεις του   J. L. Austin  /  συνοµιλιακή ανάλυση του H. P. Grice Sarigiannis.2010.12.55

(Αρ. εικ.)54. Κυκλοφοριακό σχέδιο της Αθήνας, στην Εκθεση του 4ου CIAM. Απλοϊκό σχέδιο που δείχνει μόνο τις γραμμές του τραμ και τις 5-6 μεγάλες οδικές αρτηρίες της τότε Αθήνας. Τεχνικά Χρονικά, οπ.παρ. (Δεξ. εικ.)55. Σχέδια του Βερολίνου στην Εκθεση στο 4ο CIAM στην Αθήνα το 1933. Τεχνικά Χρονικά τ.44-46, 1933

Αναφέρθηκε ήδη ότι, ιδίως μετά τον «Μάη του '68», έχει αναλυθεί από πολλούς ερευνητές η αρνητική προσφορά του Le Corbusier τόσο στο Μοντέρνο Κίνημα όσο και στην διατύπωση και επεξεργασία της «Χάρτας της Αθήνας» που προέκυψε από το 4ο Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής [60] (Congress International de l' Architecture Moderne, CIAM) στην Αθήνα το 1933.

Ένα πρωταρχικό ερώτημα είναι αν η Χάρτα «θέσπισε» τις τέσσερεις λειτουργίες (Εργασία, Κατοικία, Αναψυχή και Κυκλοφορία) ή αυτός ο διαχωρισμός ήταν απλά «οδηγίες για ενιαία σχεδίαση» των πινάκων με σχέδια πόλεων που είχαν ετοιμαστεί για το Συνέδριο.(σχέδια 52-55)


Λεκτικές πράξεις του   J. L. Austin  /  συνοµιλιακή ανάλυση του H. P. Grice Sarigiannis.2010.12.59

Λεκτικές πράξεις του   J. L. Austin  /  συνοµιλιακή ανάλυση του H. P. Grice Sarigiannis.2010.12.60

http://www.greekarchitects.gr/images/news/sarigiannis.2010.12.61.jpg

Λεκτικές πράξεις του   J. L. Austin  /  συνοµιλιακή ανάλυση του H. P. Grice Sarigiannis.2010.12.68

City Travellers
City Travellers
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 328
Ημερομηνία εγγραφής : 05/11/2013
Τόπος : Athens, Greece

https://citytravellers.forumgreek.com

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Λεκτικές πράξεις του   J. L. Austin  /  συνοµιλιακή ανάλυση του H. P. Grice Empty Απ: Λεκτικές πράξεις του J. L. Austin / συνοµιλιακή ανάλυση του H. P. Grice

Δημοσίευση από City Travellers Κυρ Δεκ 20, 2015 4:45 am

συνέχεια...
7 Για το λόγο αυτό είναι χρήσιµη η ανάλυση του Grice σχετικά µε το νόηµα του οµιλητή σε
συγκεκριµένες περιστάσεις (βλ. Grice, 1989: 86-116).
17
Στο παράδειγµά µας, ο Υ ακολουθεί τον παρακάτω συλλογισµό, ώστε να
εκλάβει το νόηµα της εκφοράς:
Βήµα 1. ο Χ µου έκανε µια ερώτηση σχετικά µε τη ικανότητά µου να
του περάσω το αλάτι (γεγονότα σχετικά µε τη συνοµιλία).
Βήµα 2. Υποθέτω ότι ο Χ συνεργάζεται στη συνοµιλία και ότι συνεπώς
η εκφορά του έχει κάποιο στόχο ή σηµασία (αρχές της συνοµιλιακής
συνεργασίας).
Βήµα 3. το συνοµιλιακό πλαίσιο δεν είναι τέτοιο ώστε να δικαιολογεί
θεωρητικό ενδιαφέρον σχετικά µε ικανότητά µου να περάσω το αλάτι
(γεγονότα σχετικά µε τη συνοµιλία).
Βήµα 4. Επιπλέον, πιθανότατα ήδη γνωρίζει ότι η απάντηση στην
ερώτηση είναι ναι (γεγονότα σχετικά µε τη συνοµιλία).(Αυτό το βήµα
διευκολύνει τη µετάβαση στο βήµα 5, αλλά δεν είναι σηµαντικό).
Βήµα 5. Συνεπώς, η εκφορά του δεν πρέπει είναι µια απλή ερώτηση.
Πιθανότατα έχει κάποιο απώτερο ελλεκτικό στόχο (εξαγωγή
συµπεράσµατος από 1, 2, 3 και 4). Ποιος µπορεί να είναι αυτός ο στόχος;
Βήµα 6. Μια προπαρασκευαστική συνθήκη για οποιαδήποτε ελλεκτική
πράξη που αφορά εντολή, είναι η ικανότητα του ακροατή να επιτελεί την
αναγκαία για τη συνθήκη του προτασιακού περιεχοµένου πράξη (θεωρία
των λεκτικών πράξεων).
Βήµα 7. Συνεπώς, ο Χ µου έκανε µια ερώτηση, η καταφατική απάντηση
της οποίας συνεπάγεται ότι ικανοποιείται η προπαρασκευαστική συνθήκη
της παράκλησης να περάσω το αλάτι (εξαγωγή συµπεράσµατος από 1 και
6).
Βήµα 8. Βρισκόµαστε σε δείπνο και οι άνθρωποι συνηθίζουν να
χρησιµοποιούν αλάτι στο δείπνο. Το περνούν ο ένας στον άλλο και
προσπαθούν να κάνουν άλλους να τους το περάσουν κ.ο.κ. (γεγονότα
σχετικά µε το γενικότερο πλαίσιο).
Βήµα 9. Ο Χ έχει συνεπώς υπαινιχθεί την ικανοποίηση της
προπαρασκευαστικής συνθήκης για µια παράκληση, στην οποία είναι
πολύ πιθανό να θέλει να υπακούσω (εξαγωγή συµπεράσµατος από 1, 7 και
Cool.
18
Βήµα 10. Συνεπώς, αφού δεν υπάρχει κάποιος άλλος αληθοφανής
ελλεκτικός στόχος, πιθανότατα διατυπώνει την παράκληση να του περάσω
το αλάτι (εξαγωγή συµπεράσµατος από 7 και Cool.
Οι έµµεσες λεκτικές πράξεις, όπως αντιλαµβανόµαστε, χρησιµοποιούνται
κυρίως για λόγους ευγένειας, καθώς η χρήση της προστακτικής και των ρητών
επιτελεστικών δεν είναι κατάλληλη για τις συνηθισµένες απαιτήσεις της
συνοµιλιακής ευγένειας8
(Searle, 1975: 171).
Επιπλέον, σηµαντικό στοιχείο στις έµµεσες λεκτικές πράξεις είναι η
συµβατικότητα. Θα µπορούσε να υποστηριχθεί, στα πλαίσια του προηγούµενου
παραδείγµατος, ότι ο ακροατής αντιλαµβάνεται την εκφορά ως παράκληση εξαιτίας
της σύµβασης που υπάρχει. Η άποψη αυτή έρχεται σε συµφωνία µε τον Austin, που
θεωρεί ότι οι ελλεκτικές πράξεις είναι συµβατικές. Αναφέρει επίσης ότι οι ελλεκτικές
πράξεις είναι κατά σύµβαση επιδεκτικές σε κάποια απόκριση ή επακολουθία (Austin
2003: 140). Στο παράδειγµά µας, η παράκληση έχει ως συµβατική απόκριση το ναι ή
το όχι.
Όµως η σύµβαση δεν αρκεί για να εξηγήσει όλες τις περιπτώσεις εκφορών.
Συχνά το νόηµα προκύπτει µέσω της συνοµιλιακής υπονόησης. Η θεωρία των
λεκτικών πράξεων και οι αρχές της συνοµιλίας παρέχουν, πράγµατι, ένα πλαίσιο µέσα
στο οποίο οι έµµεσες λεκτικές πράξεις µπορούν να γίνουν κατανοητές. Όµως µέσα σε
αυτό το πλαίσιο συγκεκριµένες εκφορές τείνουν να καθιερωθούν ως συµβατικές
µορφές έµµεσων λεκτικών πράξεων. Παρότι διατηρούν τα κυριολεκτικά τους
νοήµατα, αποκτούν συµβατικές χρήσεις, όπως π.χ. είναι οι ευγενικές µορφές
παράκλησης. Εποµένως πρέπει να επισηµάνουµε ότι η συµβατικότητα της χρήσης δε
συνεπάγεται συµβατικότητα νοήµατος (Searle, 1975: 177).
Στη µελέτη αυτή επιχειρήσαµε να καταδείξουµε κάποιους συσχετισµούς
ανάµεσα στη θεωρία των λεκτικών πράξεων του Austin και την ανάλυση της
συνοµιλίας που προτείνει ο Grice.

8 Αντίθετα, τα υπονοούµενα χρησιµοποιούνται επειδή ο οµιλητής θέλει να αποφύγει τους κινδύνους
που εµπεριέχει η φανερή έκθεση των προθέσεών του. Επιπλέον τα υπονοούµενα µε αρνητική χροιά δε
χρησιµοποιούνται για λόγους ευγενείας, αλλά µε σκοπό την προσβολή (Bell, 1997: 43).
19
Εξετάσαµε το φαινόµενο του υπαινιγµού, σε σχέση µε την έννοια της
υπονόησης, ενώ παράλληλα αναφερθήκαµε στους τρόπους παραγωγής νοήµατος, που
προτείνει η κάθε προσέγγιση.
Τέλος, στην ανάλυση των έµµεσων λεκτικών πράξεων είδαµε ότι, οι δύο
θεωρίες µπορούν να συνδυαστούν προσφέροντας µια περισσότερο πλήρη θεώρηση
του περίπλοκου φαινοµένου της ανθρώπινης επικοινωνίας.
20
Βιβλιογραφία
Austin J.L. (1995). «Επιτελεστικές Εκφορές», µτφρ. Σ. Πετρουνάκος. ∆ευκαλίων 13/2-3: 215-230
[“Performative Utterances”. Στο .J. O. Urmson και J. Warnok (εκδ.), J.L. Austin:
Philosophical Papers. Oxford: Oxford University Press, 1970, 233-252].
Austin J.L. (2003). Πώς να κάνουµε πράγµατα µε τις λέξεις, µτφρ. Αλ. Μπίστης, επιµ. Χ. Χρόνης.
Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας [How to do Things With Words. Oxford: Oxford
University Press, 1962, 1975].
Bell D.M. (1997). “Innuendo”. Journal of Pragmatics. 27: 35-59.
Dascal M. (1994). “Speech act theory and Gricean pragmatics: Some differences of detail that make a
difference”. Στο S. L. Tsohatzidis (επιµ.), Fondation of Speech Act Theory. London & New
York: Routledge, 323-334.
Grice P. (1975). “Logic and Conversation”. Στο A. P. Martinich (επιµ.). The philosophy of language.
Oxford: Oxford University Press, 156-167.
Grice P. (1989). Studies in the Way of Words, Cambridge, Massachusetts, London, England: Harvard
University Press.
Lyons J. (1999). Γλωσσολογική σηµασιολογία, µετφ.Γ. Ανδρουλάκης, επιµ. Γ. Καρανάσιος [1η έκδ.:
1996]. Αθήνα: Πατάκης. [Linguistic Semantics. Cambridge University Press, 1995]
Searle J.R. (1975). “Indirect Speech Acts”. Στο A. P. Martinich (επιµ.). The philosophy of language.
Oxford: Oxford University Press, 168-182.
Searle J.R. (1977). «Τι είναι ένα οµιλιακό ενέργηµα;», µετφρ. Π. Χριστοδουλίδης. ∆ευκαλίων 17: 73-
91 [“What is a Speech Act”. Στο The philosophy of Language. Oxford: Oxford University
Press, 1971. 39-53].
Warnok G.J.(1989). J. L. Austin, London & New York: Routledge.
Ηλεκτρονική Βιβλιογραφία
Steedman M. (2001). Speech Acts and Goal Directed Dialogue. Προσβάσιµο:
http://www.ling.upenn.edu/courses/Fall_2001/ling001/dialogue.html (ηµεροµηνία επίσκεψης:
3/5/2005).
Giardiva S. (2004). Speech Act Theory. Προσβάσιµο: http://www.objectivismonline.net (ηµεροµηνία
επίσκεψης: 3/5/2005).
Robinson D. (1997). Speech Acts. Προσβάσιµο:
http://www.press.jhu.edu/books/hopkins_guide_to_literary_theory/speech_acts.html
(ηµεροµηνία επίσκεψης: 3/5/2005).
City Travellers
City Travellers
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 328
Ημερομηνία εγγραφής : 05/11/2013
Τόπος : Athens, Greece

https://citytravellers.forumgreek.com

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης