There is nothing concealed that shall not be revealed
Σελίδα 1 από 1
There is nothing concealed that shall not be revealed
«ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον»
Luke 8:17 – For there is nothing hidden that will not be disclosed, and nothing concealed that will not be known or brought out into the open.
«ουδέν καινόν υπό τον ήλιον»
Ο Λουκάς π.χ. γράφει:
οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ. (8:17)
οὐδὲν δὲ συγκεκαλυμμένον ἐστὶν ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται (12:3)
Και ο Ματθαίος (10:26):
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται.
Αυτά εδώ είναι λόγια του Εκκλησιαστή, υιού του Δαυίδ,2 βασιλιά του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ:
ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ Ἐκκλησιαστής,
ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης.
τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ
ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον;
γενεὰ πορεύεται καὶ γενεὰ ἔρχεται,
καὶ ἡ γῆ εἰς τὸν αἰῶνα ἕστηκεν.
καὶ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ δύει ὁ ἥλιος
καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἕλκει·
ἀνατέλλων αὐτὸς ἐκεῖ πορεύεται πρὸς νότον
καὶ κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν·
κυκλοῖ κυκλῶν, πορεύεται τὸ πνεῦμα,
καὶ ἐπὶ κύκλους αὐτοῦ ἐπιστρέφει τὸ πνεῦμα.
πάντες οἱ χείμαρροι, πορεύονται εἰς τὴν θάλασσαν,
καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔσται ἐμπιμπλαμένη·
εἰς τόπον, οὗ οἱ χείμαρροι πορεύονται,
ἐκεῖ αὐτοὶ ἐπιστρέφουσιν τοῦ πορευθῆναι.
πάντες οἱ λόγοι ἔγκοποι·
οὐ δυνήσεται ἀνὴρ τοῦ λαλεῖν,
καὶ οὐκ ἐμπλησθήσεται ὀφθαλμὸς τοῦ ὁρᾶν,
καὶ οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπὸ ἀκροάσεως.
τί τὸ γεγονός, αὐτὸ τὸ γενησόμενον·
καὶ τί τὸ πεποιημένον, αὐτὸ τὸ ποιηθησόμενον·
καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον.
ὃς λαλήσει καὶ ἐρεῖ Ἰδὲ τοῦτο καινόν ἐστιν,
ἤδη γέγονεν ἐν τοῖς αἰῶσιν
τοῖς γενομένοις ἀπὸ ἔμπροσθεν ἡμῶν.
οὐκ ἔστιν μνήμη τοῖς πρώτοις,
καί γε τοῖς ἐσχάτοις γενομένοις
οὐκ ἔσται αὐτοῖς μνήμη
μετὰ τῶν γενησομένων εἰς τὴν ἐσχάτην.
ἐγὼ Ἐκκλησιαστὴς ἐγενόμην
βασιλεὺς ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Ἱερουσαλήμ·
καὶ ἔδωκα τὴν καρδίαν μου τοῦ ἐκζητῆσαι
καὶ τοῦ κατασκέψασθαι ἐν τῇ σοφίᾳ περὶ πάντων
τῶν γινομένων ὑπὸ τὸν οὐρανόν·
ὅτι περισπασμὸν πονηρὸν
ἔδωκεν ὁ θεὸς τοῖς υἱοῖς τοῦ ἀνθρώπου
τοῦ περισπᾶσθαι ἐν αὐτῷ.
εἶδον σὺν πάντα τὰ ποιήματα
τὰ πεποιημένα ὑπὸ τὸν ἥλιον,
καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος.
διεστραμμένον οὐ δυνήσεται τοῦ ἐπικοσμηθῆναι,
καὶ ὑστέρημα οὐ δυνήσεται τοῦ ἀριθμηθῆναι.
ἐλάλησα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου τῷ λέγειν
ἐγὼ ἰδοὺ ἐμεγαλύνθην
καὶ προσέθηκα σοφίαν ἐπὶ πᾶσιν,
οἳ ἐγένοντο ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ,
καὶ καρδία μου εἶδεν πολλά, σοφίαν καὶ γνῶσιν.
καὶ ἔδωκα καρδίαν μου τοῦ γνῶναι σοφίαν καὶ γνῶσιν,
παραβολὰς καὶ ἐπιστήμην ἔγνων,
ὅτι καί γε τοῦτ᾽ ἔστιν προαίρεσις πνεύματος·
ὅτι ἐν πλήθει σοφίας πλῆθος γνώσεως,
καὶ ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προσθήσει ἄλγημα.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=607
Luke 8:17 – For there is nothing hidden that will not be disclosed, and nothing concealed that will not be known or brought out into the open.
«ουδέν καινόν υπό τον ήλιον»
Ο Λουκάς π.χ. γράφει:
οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ. (8:17)
οὐδὲν δὲ συγκεκαλυμμένον ἐστὶν ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται (12:3)
Και ο Ματθαίος (10:26):
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται.
Αυτά εδώ είναι λόγια του Εκκλησιαστή, υιού του Δαυίδ,2 βασιλιά του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ:
ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ Ἐκκλησιαστής,
ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης.
τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ
ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον;
γενεὰ πορεύεται καὶ γενεὰ ἔρχεται,
καὶ ἡ γῆ εἰς τὸν αἰῶνα ἕστηκεν.
καὶ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ δύει ὁ ἥλιος
καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἕλκει·
ἀνατέλλων αὐτὸς ἐκεῖ πορεύεται πρὸς νότον
καὶ κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν·
κυκλοῖ κυκλῶν, πορεύεται τὸ πνεῦμα,
καὶ ἐπὶ κύκλους αὐτοῦ ἐπιστρέφει τὸ πνεῦμα.
πάντες οἱ χείμαρροι, πορεύονται εἰς τὴν θάλασσαν,
καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔσται ἐμπιμπλαμένη·
εἰς τόπον, οὗ οἱ χείμαρροι πορεύονται,
ἐκεῖ αὐτοὶ ἐπιστρέφουσιν τοῦ πορευθῆναι.
πάντες οἱ λόγοι ἔγκοποι·
οὐ δυνήσεται ἀνὴρ τοῦ λαλεῖν,
καὶ οὐκ ἐμπλησθήσεται ὀφθαλμὸς τοῦ ὁρᾶν,
καὶ οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπὸ ἀκροάσεως.
τί τὸ γεγονός, αὐτὸ τὸ γενησόμενον·
καὶ τί τὸ πεποιημένον, αὐτὸ τὸ ποιηθησόμενον·
καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον.
ὃς λαλήσει καὶ ἐρεῖ Ἰδὲ τοῦτο καινόν ἐστιν,
ἤδη γέγονεν ἐν τοῖς αἰῶσιν
τοῖς γενομένοις ἀπὸ ἔμπροσθεν ἡμῶν.
οὐκ ἔστιν μνήμη τοῖς πρώτοις,
καί γε τοῖς ἐσχάτοις γενομένοις
οὐκ ἔσται αὐτοῖς μνήμη
μετὰ τῶν γενησομένων εἰς τὴν ἐσχάτην.
ἐγὼ Ἐκκλησιαστὴς ἐγενόμην
βασιλεὺς ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Ἱερουσαλήμ·
καὶ ἔδωκα τὴν καρδίαν μου τοῦ ἐκζητῆσαι
καὶ τοῦ κατασκέψασθαι ἐν τῇ σοφίᾳ περὶ πάντων
τῶν γινομένων ὑπὸ τὸν οὐρανόν·
ὅτι περισπασμὸν πονηρὸν
ἔδωκεν ὁ θεὸς τοῖς υἱοῖς τοῦ ἀνθρώπου
τοῦ περισπᾶσθαι ἐν αὐτῷ.
εἶδον σὺν πάντα τὰ ποιήματα
τὰ πεποιημένα ὑπὸ τὸν ἥλιον,
καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος.
διεστραμμένον οὐ δυνήσεται τοῦ ἐπικοσμηθῆναι,
καὶ ὑστέρημα οὐ δυνήσεται τοῦ ἀριθμηθῆναι.
ἐλάλησα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου τῷ λέγειν
ἐγὼ ἰδοὺ ἐμεγαλύνθην
καὶ προσέθηκα σοφίαν ἐπὶ πᾶσιν,
οἳ ἐγένοντο ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ,
καὶ καρδία μου εἶδεν πολλά, σοφίαν καὶ γνῶσιν.
καὶ ἔδωκα καρδίαν μου τοῦ γνῶναι σοφίαν καὶ γνῶσιν,
παραβολὰς καὶ ἐπιστήμην ἔγνων,
ὅτι καί γε τοῦτ᾽ ἔστιν προαίρεσις πνεύματος·
ὅτι ἐν πλήθει σοφίας πλῆθος γνώσεως,
καὶ ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προσθήσει ἄλγημα.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=607
Έχει επεξεργασθεί από τον/την City Travellers στις Τετ Οκτ 28, 2015 11:49 pm, 1 φορά
Απ: There is nothing concealed that shall not be revealed
Ο παρατηρητικός θεατής
...στο παραπάνω κείμενο που επιλέχθηκε λόγω της ομορφιάς της γλώσσας του και ανεξάρτητα του περιεχομένου και του νοήματος που εισηγείται θα σημείωνε πως είναι ένα κείμενο που παρόλη την ωραιότητα της γλώσσας και του πως την συνθέτει - όχι σαν γράφημα αλλά ως εκφώνηση - αισθητικά λόγω του νοήματός του διαπραγματεύεται την αποδοχή μιας μοίρας ή μοιραίας εκδοχής της ύπαρξης. Μιας ύπαρξης που δεν κατασκευάζει, δεν νουθετεί δεν επιδιώκει μιας και ματαίω επί ματαίω...
http://www.documentacatholicaomnia.eu/02g/0900-1000,_Olympiodus_Alexandrinus_Diaconus,_Commentarii_in_Ecclesiasten,_MGR.pdf
http://www.ellopos.gr/mystics/gregory-of-nyssa/13.asp?pg=2
...στο παραπάνω κείμενο που επιλέχθηκε λόγω της ομορφιάς της γλώσσας του και ανεξάρτητα του περιεχομένου και του νοήματος που εισηγείται θα σημείωνε πως είναι ένα κείμενο που παρόλη την ωραιότητα της γλώσσας και του πως την συνθέτει - όχι σαν γράφημα αλλά ως εκφώνηση - αισθητικά λόγω του νοήματός του διαπραγματεύεται την αποδοχή μιας μοίρας ή μοιραίας εκδοχής της ύπαρξης. Μιας ύπαρξης που δεν κατασκευάζει, δεν νουθετεί δεν επιδιώκει μιας και ματαίω επί ματαίω...
http://www.documentacatholicaomnia.eu/02g/0900-1000,_Olympiodus_Alexandrinus_Diaconus,_Commentarii_in_Ecclesiasten,_MGR.pdf
http://www.ellopos.gr/mystics/gregory-of-nyssa/13.asp?pg=2
Έχει επεξεργασθεί από τον/την City Travellers στις Τετ Οκτ 28, 2015 11:56 pm, 3 φορές συνολικά
Απ: There is nothing concealed that shall not be revealed
η σκιώδη πλευρά της καθαρότητας
η σκιώδη πλευρά της καθημερινότητας
η σκιώδη πλευρά της καθημερινότητας
Έχει επεξεργασθεί από τον/την City Travellers στις Πεμ Οκτ 29, 2015 12:43 am, 1 φορά
Απ: There is nothing concealed that shall not be revealed
Emmy Andriesse (1914-1953) είναι από τις πιο σημαντικές γυναίκες φωτογράφους του 20ού αιώνα, περισσότερο γνωστή για τις απεικονίσεις της πείνας στο Άμστερνταμ τον Χειμώνας 1944-1945, εμβληματική του άμαχου πόνου κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Andriesse γεννήθηκε σε μια φιλελεύθερη ολλανδική εβραϊκή οικογένεια. Έχει εκπαιδευτεί στο Royal Academy of Art στη Χάγη, υπό την αιγίδα του Gerrit Kiljan και Paul Schuitema, ο οποίος πρωτοστάτησε στην "Νέα φωτογραφίας, με βάση τις αρχές του Bauhaus - καθώς και ενθαρρύνοντας τους μαθητές να πειραματιστούν με μέσο το ντοκιμαντέρ.
Απ: There is nothing concealed that shall not be revealed
Η Μέριλιν Μονρόε δίνει παράσταση μπροστά στα αμερικάνικα στρατεύματα στον πόλεμο της Κορέας, το 1954.
http://www.ana.it/dotAsset/b080d588-20b1-4e64-8653-ef586b49258b.pdf
http://www.ana.it/dotAsset/b080d588-20b1-4e64-8653-ef586b49258b.pdf
Απ: There is nothing concealed that shall not be revealed
Sergey Denisov
was born in the city of Perm in 1963. Since 1986, he lives in St. Petersburg. He graduated from the 2nd year LVHPU them. Mukhina, Department of monumental and decorative painting. Since 1988 participates in exhibitions since 1994 - 12 personal exhibitions in St. Petersburg.
Technique: painting, collage, objects, installation, photography.
Απ: There is nothing concealed that shall not be revealed
Κι εγώ κοιτάζοντάς τους είδα μια σημαία
που γυρίζοντας τόσο ορμητικά κινούσε
που ‘λεγα στάση πως δεν έστεργε καμία.
Κι οπίσω της ερχόνταν ένα τέτοιο πλήθος 55
σε μάκρος που ποτέ δεν ήθελε πιστέψω
πώς να ‘χε τόσον κόσμο θάνατος ξεκάμει.
Μόλις εκεί κάποιον εγνώρισα, τον ίσκιο
είδα και απείκασα εκείνου που για δειλία
από τ’ αξίωμα το μέγα επαραιτήθη. 60
Ένιωσα ευθύς κι εβεβαιώθηκα πως τούτο
το μέγα πλήθος ήταν των αχρείων, που ‘ναι
στο Θεό μισητοί και στους εχθρούς του ακόμη.
Οι άθλιοι τούτοι που ποτέ τους δεν εζήσαν,
ολόγυμνοι ήταν και πολύ βασανισμένοι 65
από χοντρές μύγες που εκεί ήταν κι από σφήκες.
Χαρακώναν αυτές το πρόσωπό τους μ’ αίμα
που μέσ’ στα πόδια τους με δάκρυα συσμιγμένο
από σιχαμερά σκουλήκια εσυναζόνταν.
Read more: http://latistor.blogspot.com/2012/11/blog-post.html#ixzz3pwgLAeH8
που γυρίζοντας τόσο ορμητικά κινούσε
που ‘λεγα στάση πως δεν έστεργε καμία.
Κι οπίσω της ερχόνταν ένα τέτοιο πλήθος 55
σε μάκρος που ποτέ δεν ήθελε πιστέψω
πώς να ‘χε τόσον κόσμο θάνατος ξεκάμει.
Μόλις εκεί κάποιον εγνώρισα, τον ίσκιο
είδα και απείκασα εκείνου που για δειλία
από τ’ αξίωμα το μέγα επαραιτήθη. 60
Ένιωσα ευθύς κι εβεβαιώθηκα πως τούτο
το μέγα πλήθος ήταν των αχρείων, που ‘ναι
στο Θεό μισητοί και στους εχθρούς του ακόμη.
Οι άθλιοι τούτοι που ποτέ τους δεν εζήσαν,
ολόγυμνοι ήταν και πολύ βασανισμένοι 65
από χοντρές μύγες που εκεί ήταν κι από σφήκες.
Χαρακώναν αυτές το πρόσωπό τους μ’ αίμα
που μέσ’ στα πόδια τους με δάκρυα συσμιγμένο
από σιχαμερά σκουλήκια εσυναζόνταν.
Read more: http://latistor.blogspot.com/2012/11/blog-post.html#ixzz3pwgLAeH8
Απ: There is nothing concealed that shall not be revealed
Αφού διασχίζουν τον ποταμό Αχέροντα με τον Χάροντα, ο Βιργίλιος οδηγεί τον Δάντη διαδοχικά μέσα από τους εννέα κύκλους αμαρτιών, οι οποίοι περιλαμβάνουν:
Κύκλος 1ος: τα αβάπτιστα μωρά και τους ενάρετους ειδωλολάτρες. Η τιμωρία τους είναι πως αδυνατούν να φθάσουν στον Παράδεισο. (Άσμα Δ΄)
Κύκλος 2ος: εδώ κολάζονται οι φιλήδονοι, οι οποίοι είναι καταδικασμένοι να στροβιλίζονται σε μία διαρκή ανεμοθύελλα, ανίκανοι παράλληλα να αγγίξουν άλλη ανθρώπινη παρουσία. (Άσμα Ε΄)
Κύκλος 3ος: οι λαίμαργοι, οι ψυχές των οποίων κατασπαράσσονται από τον Κέρβερο. (Άσμα Στ΄)
Κύκλος 4ος: οι άπληστοι, φιλάργυροι, καταδικασμένοι να κυλούν μεγάλα βάρη με το στήθος τους. (Άσμα Ζ΄)
Κύκλος 5ος: οι μνησίκακοι, που χτυπούν ο ένας τον άλλο μέσα σε λασπωμένους βάλτους. (Άσμα Η')
Σε αυτό το σημείο, ο Βιργίλιος και ο Δάντης περνούν με τη βάρκα του δαίμονα Φλεγύα μπροστά στις κλειδωμένες πόρτες του κάστρου της Κόλασης, τις οποίες ανοίγει ένας άγγελος.
Κύκλος 6ος: οι αιρετικοί, εγκλωβισμένοι μέσα σε πύρινους τάφους. (Άσματα Ι΄-ΙΑ΄)
Κύκλος 7ος: ο έβδομος κύκλος περιλαμβάνει τους βίαιους, οι οποίοι βρίσκονται διαχωρισμένοι σε τρεις ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει τους βίαιους απέναντι στους υπόλοιπους ανθρώπους, που τιμωρούνται ευρισκόμενοι εντός ενός βάλτου αίματος που βράζει. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τους βίαιους απέναντι στον εαυτό τους, μεταμορφωμένους σε δέντρα ή κυνηγημένους από άγρια σκυλιά. Τέλος, στην τρίτη ομάδα βρίσκονται οι βίαιοι απέναντι στον Θεό και τη φύση, απομονωμένοι σε μια έρημο φλεγόμενης άμμου όπου μαίνεται μια πύρινη βροχή. (Άσματα ΙΒ΄-ΙΗ΄)
Οι δύο τελευταίοι κύκλοι της Κόλασης αφορούν στις ενσυνείδητες αμαρτίες παραπλάνησης και είναι προσπελάσιμοι κατηφορίζοντας ένα βάραθρο.
Κύκλος 8ος: εδώ κολάζονται οι απατεώνες σε δέκα διαφορετικά βάραθρα. Συγκεκριμένα περιγράφονται οι αποπλανητές (τιμωρία τους είναι η μαστίγωση), οι κόλακες (βουτηγμένοι σε ακαθαρσίες), οι σιμωνιακοί (κρεμασμένοι ανάποδα μέσα σε λάκκους και φωτιές στα πόδια), οι μάγοι ή ψευδοπροφήτες (με τα κεφάλια τους τοποθετημένα ανάποδα ώστε να βλέπουν μόνο το πίσω μέρος τους), οι διεφθαρμένοι πολιτικοί (εγκλωβισμένοι σε κοχλάζουσα πίσσα), οι υποκριτές (κουκουλωμένοι με κάπες από μόλυβδο), οι κλέφτες (κυνηγημένοι από φίδια και κατόπιν μεταμορφωμένοι σε φίδια), οι εσκεμμένα κακοί σύμβουλοι (εγκλωβισμένοι σε φλόγες), οι αιρετικοί (που κατασπαράσσονται από δαιμόνια) και οι κιβδηλοποιοί (τιμωρημένοι με αρρώστιες) (Άσματα ΗΖ΄-Λ΄).
Στη συνέχεια, ο γίγαντας Ανταίος μεταφέρει τον Δάντη και τον Βιργίλιο στον 9ο κύκλο.
Κύκλος 9ος: εδώ τιμωρούνται οι προδότες, εγκλωβισμένοι –μέχρι το πρόσωπο– σε μία παγωμένη λίμνη. Ειδικότερα, τοποθετημένοι σε τέσσερις διαφορετικές περιοχές βρίσκονται οι προδότες συγγενών (Καΐνα), οι προδότες της πατρίδας (Αντηνόρα), οι προδότες φίλων (Πτολεμαία) και οι προδότες των ευεργετών τους (Ιουδαία). (Άσματα ΛΒ΄-ΛΔ΄)
Στο βαθύτερο σημείο του Άδη, στο κέντρο της Γης, οι δύο περιπλανώμενοι παρατηρούν τον γίγαντα Εωσφόρο ο οποίος τυραννά αιώνια τον Βρούτο και τον Κάσσιο (προδότες του Ιουλίου Καίσαρα) αλλά και τον Ιούδα (προδότη του Χριστού).
Απ: There is nothing concealed that shall not be revealed
Εφιάλτης ο Αθηναίος
Ο Εφιάλτης (- 461 π.Χ.), γιος του Σοφωνίδη, ήταν διαπρεπής πολιτικός στην αρχαία Αθήνα και μέντορας του Περικλή.
ήταν φτωχός, δίκαιος και αδιάφθορος. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο περιστατικό που αναφέρεται σε αυτόν. Κάποτε οι φίλοι του θέλησαν να του δώσουν δέκα τάλαντα, εκείνος όμως δεν τα δέχθηκε, με το εξής επιχείρημα: «αυτά θα με αναγκάσουν, επειδή θα σας ντρέπομαι, να αποκρύψω κάτι από τα δίκαια. Επειδή όμως ούτε θέλω να σας ντρέπομαι ούτε να σας χαρίζομαι, θα σας φανώ δυσάρεστος». Ακόμη, όταν κάποτε ένας στρατηγός τον κατηγόρησε ως φτωχό, αποκρίθηκε «γιατί όμως δεν ανέφερες και το άλλο, ότι δηλαδή είμαι δίκαιος;» [1] Ανήκε στην προοδευτική πολιτική παράταξη των δημοκρατικών, την αρχηγία της οποίας ανέλαβε μετά τον εξοστρακισμό του Θεμιστοκλή το 471 π.Χ., και αντιπολιτευόταν τον προβεβλημένο πολιτικό Κίμωνα, εκπρόσωπο της αριστοκρατικής παράταξης. Αγωνίστηκε για τον περιορισμό της εξουσίας του αριστοκρατικού σώματος του Αρείου Πάγου. Κυριότερη πηγή για τις μεταρρυθμίσεις του είναι η Αθηναίων πολιτεία του Αριστοτέλη.
Ο Εφιάλτης ξεκίνησε δικαστικές διώξεις εναντίον μελών του Αρείου Πάγου επικρίνοντας τη διαφθορά τους και πέτυχε έτσι τη μείωση του γοήτρου του στην αθηναϊκή κοινωνία. Το 462/61 π.Χ. εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Κίμωνα στη Μεσσηνία κατά το Γ΄ Μεσσηνιακό Πόλεμο και πέτυχε να περάσει νόμο στην εκκλησία του δήμου, που αφαιρούσε πολλές εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες από τον Άρειο Πάγο. Την επικράτηση της αντιλακωνικής δημοκρατικής παράταξης βοήθησε η αποτυχημένη, λόγω της Σπαρτιατικής καχυποψίας, εξέλιξη της αθηναϊκής βοήθειας προς τη Σπάρτη υπό την ηγεσία του Κίμωνα. Οι Σπαρτιάτες απέπεμψαν με προσβλητικό τρόπο από την Ιθώμη την αθηναϊκή δύναμη, που οι ίδιοι είχαν καλέσει για βοήθεια εναντίον των επαναστατημένων ειλώτων. Οι Αθηναίοι αντέδρασαν συμμαχώντας με το Άργος, τον προαιώνιο εχθρό της Σπάρτης, και στράφηκαν εναντίον του Κίμωνα, που είχε υποστηρίξει ένθερμα την αποστολή βοήθειας. Οι δημοκρατικοί, με τον Εφιάλτη και τον Περικλή, ανέκτησαν το κύρος τους στο δήμο και έστρεψαν την πόλη προς την πολιτική της σύγκρουσης με τη Σπάρτη και της ηγεμονίας επί των άλλων πόλεων στα πλαίσια της Αθηναϊκής Συμμαχίας.
Ο Εφιάλτης (- 461 π.Χ.), γιος του Σοφωνίδη, ήταν διαπρεπής πολιτικός στην αρχαία Αθήνα και μέντορας του Περικλή.
ήταν φτωχός, δίκαιος και αδιάφθορος. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο περιστατικό που αναφέρεται σε αυτόν. Κάποτε οι φίλοι του θέλησαν να του δώσουν δέκα τάλαντα, εκείνος όμως δεν τα δέχθηκε, με το εξής επιχείρημα: «αυτά θα με αναγκάσουν, επειδή θα σας ντρέπομαι, να αποκρύψω κάτι από τα δίκαια. Επειδή όμως ούτε θέλω να σας ντρέπομαι ούτε να σας χαρίζομαι, θα σας φανώ δυσάρεστος». Ακόμη, όταν κάποτε ένας στρατηγός τον κατηγόρησε ως φτωχό, αποκρίθηκε «γιατί όμως δεν ανέφερες και το άλλο, ότι δηλαδή είμαι δίκαιος;» [1] Ανήκε στην προοδευτική πολιτική παράταξη των δημοκρατικών, την αρχηγία της οποίας ανέλαβε μετά τον εξοστρακισμό του Θεμιστοκλή το 471 π.Χ., και αντιπολιτευόταν τον προβεβλημένο πολιτικό Κίμωνα, εκπρόσωπο της αριστοκρατικής παράταξης. Αγωνίστηκε για τον περιορισμό της εξουσίας του αριστοκρατικού σώματος του Αρείου Πάγου. Κυριότερη πηγή για τις μεταρρυθμίσεις του είναι η Αθηναίων πολιτεία του Αριστοτέλη.
Ο Εφιάλτης ξεκίνησε δικαστικές διώξεις εναντίον μελών του Αρείου Πάγου επικρίνοντας τη διαφθορά τους και πέτυχε έτσι τη μείωση του γοήτρου του στην αθηναϊκή κοινωνία. Το 462/61 π.Χ. εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Κίμωνα στη Μεσσηνία κατά το Γ΄ Μεσσηνιακό Πόλεμο και πέτυχε να περάσει νόμο στην εκκλησία του δήμου, που αφαιρούσε πολλές εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες από τον Άρειο Πάγο. Την επικράτηση της αντιλακωνικής δημοκρατικής παράταξης βοήθησε η αποτυχημένη, λόγω της Σπαρτιατικής καχυποψίας, εξέλιξη της αθηναϊκής βοήθειας προς τη Σπάρτη υπό την ηγεσία του Κίμωνα. Οι Σπαρτιάτες απέπεμψαν με προσβλητικό τρόπο από την Ιθώμη την αθηναϊκή δύναμη, που οι ίδιοι είχαν καλέσει για βοήθεια εναντίον των επαναστατημένων ειλώτων. Οι Αθηναίοι αντέδρασαν συμμαχώντας με το Άργος, τον προαιώνιο εχθρό της Σπάρτης, και στράφηκαν εναντίον του Κίμωνα, που είχε υποστηρίξει ένθερμα την αποστολή βοήθειας. Οι δημοκρατικοί, με τον Εφιάλτη και τον Περικλή, ανέκτησαν το κύρος τους στο δήμο και έστρεψαν την πόλη προς την πολιτική της σύγκρουσης με τη Σπάρτη και της ηγεμονίας επί των άλλων πόλεων στα πλαίσια της Αθηναϊκής Συμμαχίας.
Απ: There is nothing concealed that shall not be revealed
Η εξήγηση της παραβολής του σπορέα
(Μτ 13,18-23. Μκ 4,13-20)
11 «Αυτή λοιπόν είναι η ερμηνεία της παραβολής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού.
12 Οι σπόροι δίπλα στην οδό είναι εκείνοι που άκουσαν. Έπειτα έρχεται ο Διάβολος και αφαιρεί το λόγο από την καρδιά τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν.
13 Εκείνοι που έπεσαν πάνω στην πέτρα είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, με χαρά δέχονται το λόγο, αλλά αυτοί δεν έχουν ρίζα, οι οποίοι πιστεύουν πρόσκαιρα και απομακρύνονται σε καιρό πειρασμού.
14 Εκείνο όμως που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι όσοι άκουσαν, αλλά επειδή πορεύονται κάτω από τις μέριμνες και τον πλούτο και τις ηδονές του βίου, συμπνίγονται και δε φέρουν καρπό σε πλήρη ωριμότητα.
15 Εκείνο που έπεσε στην καλή γη είναι αυτοί οι οποίοι με καρδιά καλή και αγαθή, όταν ακούσουν το λόγο, τον κατέχουν και καρποφορούν με υπομονή».
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Kata_Loukan_Euaggelio/Kata_Loukan_Euaggelio_kef.8.htm#Oi_gunaikes_pou_akolouthousan_ton_Ihsou
(Μτ 13,18-23. Μκ 4,13-20)
11 «Αυτή λοιπόν είναι η ερμηνεία της παραβολής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού.
12 Οι σπόροι δίπλα στην οδό είναι εκείνοι που άκουσαν. Έπειτα έρχεται ο Διάβολος και αφαιρεί το λόγο από την καρδιά τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν.
13 Εκείνοι που έπεσαν πάνω στην πέτρα είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, με χαρά δέχονται το λόγο, αλλά αυτοί δεν έχουν ρίζα, οι οποίοι πιστεύουν πρόσκαιρα και απομακρύνονται σε καιρό πειρασμού.
14 Εκείνο όμως που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι όσοι άκουσαν, αλλά επειδή πορεύονται κάτω από τις μέριμνες και τον πλούτο και τις ηδονές του βίου, συμπνίγονται και δε φέρουν καρπό σε πλήρη ωριμότητα.
15 Εκείνο που έπεσε στην καλή γη είναι αυτοί οι οποίοι με καρδιά καλή και αγαθή, όταν ακούσουν το λόγο, τον κατέχουν και καρποφορούν με υπομονή».
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Kata_Loukan_Euaggelio/Kata_Loukan_Euaggelio_kef.8.htm#Oi_gunaikes_pou_akolouthousan_ton_Ihsou
WHY I GO TO THE MOVIES ALONE Richard Prince
A lot of people wish they were someone else. And some of us would like
to exchange parts with other people, keeping what we already like and
jettisoning the things we can't stand. Some people would like to try to change places, just for a day, with maybe someone they admired or even envied, to see what it would be like, to see if it would be what they'd always heard it would be. There are those too, that are quite satisfied with themselves and never think
about such things as another person's blessings, and it seemed appropriate to
someone like him, that these satisfied ones were the ones that he most wanted
to be like and exchange with and try to take the place of.
He could never imagine what it must be like to spend an entire day
without ever having to avoid a mirror. And where he lived, he made sure, never had a reflection, and any surface that did so, got dulled or rubbed out, and any
surface that became stubborn and kept its polish, got thrown in a bucket.
When he went out, to the outside, he would make sure to take care of all
of what was him, and be aware to resist and turn away from even a frame of
glass, something as common as a darkened window. Uninhibited unconsciousness was something uninheritable, like a nameless form of new life, something not learned, a kind of anomalous gracenote.
This type of character or "component", (as he came to call it) was one of
his wishes, a surprise he had asked for on every one of his thirty-three
birthdays, and though the chances of receiving this prize was next to under the well,
it became a habit, an attitude, a toll to be paid, like sure, make the bet,
why not, wishful thinking cost about as much as the chances of getting it anyway.
His physical demands and his inability to come to terms with their order,
wasn't, as one would assume, eccentric, or even dangerously whimsical. He
had justifiable reasons, and asking for deliverance, however unanswered, was, he felt, strict and necessary clockwork.
Mostly he wasn't sure, (a question of sorts) of how long he could
continue to walk around with the feeling of blood on his hands.
He used to live in the West Village in New York on eleventh street near
the southwest corner of Hudson Ave. And even in a part of the city where a lot
of men were incredibly handsome, he was more. His look had the call, they
exploded the bill for what was generally considered classical or God-like, and
what was usually said about them was something like, "how can that be".
He had heard this many times and as many times as he had, he still took
it badly, sort of seeing his luck as a curse, something thought up on purpose, a
bone pointed at him by an unknown tribe for reasons he felt unfair. He was
being punished for existing as he was, and what was left of his life came to be
lived as a version of one, like a shadow, (a life as subtle as a detail)
always making sure never to be tagged or named, good guy or bad guy.
The self-casting or this is assumed state of invisibility, was the ready
way he figured to avoid embarassment and showdown. Being what many people imagined as the most handsome man in the world was not at all the adventure it was rumored to be. Privacy in public, at least in the city, was something negotiated. The constant fingering and targeting was never as harmless as gossip or whisper, and what most people tolerated as "dirty laundry", he rightly feared as a possible, (at any time) lynch mob free-for-all.
He had spent most of his adult life in an urban surrounding, where
pedestrian relationships had come to be seen as modern dance. He would say he was a solo performer, an independent, someone who ramrodded more than walked, and if his move wasn't exactly in a straight line, he'd come about as if in a sail-race and return from where he began, usually his home, go inside, stay, and not come out for a week.
He wasn't a martyr. He wasn't someone who felt sorry for himself and
walked around with his head down willingly. Eye contact was supposed to be
natural and welcomed, and having to wear dark glasses, as one would wear a pair of shoes, wasn't for him, jazzy or cool or soulful.
The turning of heads, or the useless effect of stopping traffic, was like
confronting his peers as a set of exposures. People froze and anticipated,
as if the sight of his presence was religious in nature. It was scary. Really
a fright. He was better than Christ, he was physically perfect.
He came to refer to his condition as surface, and his surface was a sign
of an emotion that the literal could be as true, perhaps truer than the
symbol. I mean the man could breathe and unless he died and came to be known only through a photograph, then one would have to concede that the tables had turned.
His literalness was what was real. This is what he wore on his hands.
He was a carrier, maybe the only one, an ever present reminder that proportion
and line and beauty did not necessarily exist only in an impression or form or
idea. This was what all the blood was about, and this revelation and the
seriousness of it, weighed an amazing ton.
http://www.richardprince.com/writings/why-i-go-to-the-movies-alone-pg-3-6/
to exchange parts with other people, keeping what we already like and
jettisoning the things we can't stand. Some people would like to try to change places, just for a day, with maybe someone they admired or even envied, to see what it would be like, to see if it would be what they'd always heard it would be. There are those too, that are quite satisfied with themselves and never think
about such things as another person's blessings, and it seemed appropriate to
someone like him, that these satisfied ones were the ones that he most wanted
to be like and exchange with and try to take the place of.
He could never imagine what it must be like to spend an entire day
without ever having to avoid a mirror. And where he lived, he made sure, never had a reflection, and any surface that did so, got dulled or rubbed out, and any
surface that became stubborn and kept its polish, got thrown in a bucket.
When he went out, to the outside, he would make sure to take care of all
of what was him, and be aware to resist and turn away from even a frame of
glass, something as common as a darkened window. Uninhibited unconsciousness was something uninheritable, like a nameless form of new life, something not learned, a kind of anomalous gracenote.
This type of character or "component", (as he came to call it) was one of
his wishes, a surprise he had asked for on every one of his thirty-three
birthdays, and though the chances of receiving this prize was next to under the well,
it became a habit, an attitude, a toll to be paid, like sure, make the bet,
why not, wishful thinking cost about as much as the chances of getting it anyway.
His physical demands and his inability to come to terms with their order,
wasn't, as one would assume, eccentric, or even dangerously whimsical. He
had justifiable reasons, and asking for deliverance, however unanswered, was, he felt, strict and necessary clockwork.
Mostly he wasn't sure, (a question of sorts) of how long he could
continue to walk around with the feeling of blood on his hands.
He used to live in the West Village in New York on eleventh street near
the southwest corner of Hudson Ave. And even in a part of the city where a lot
of men were incredibly handsome, he was more. His look had the call, they
exploded the bill for what was generally considered classical or God-like, and
what was usually said about them was something like, "how can that be".
He had heard this many times and as many times as he had, he still took
it badly, sort of seeing his luck as a curse, something thought up on purpose, a
bone pointed at him by an unknown tribe for reasons he felt unfair. He was
being punished for existing as he was, and what was left of his life came to be
lived as a version of one, like a shadow, (a life as subtle as a detail)
always making sure never to be tagged or named, good guy or bad guy.
The self-casting or this is assumed state of invisibility, was the ready
way he figured to avoid embarassment and showdown. Being what many people imagined as the most handsome man in the world was not at all the adventure it was rumored to be. Privacy in public, at least in the city, was something negotiated. The constant fingering and targeting was never as harmless as gossip or whisper, and what most people tolerated as "dirty laundry", he rightly feared as a possible, (at any time) lynch mob free-for-all.
He had spent most of his adult life in an urban surrounding, where
pedestrian relationships had come to be seen as modern dance. He would say he was a solo performer, an independent, someone who ramrodded more than walked, and if his move wasn't exactly in a straight line, he'd come about as if in a sail-race and return from where he began, usually his home, go inside, stay, and not come out for a week.
He wasn't a martyr. He wasn't someone who felt sorry for himself and
walked around with his head down willingly. Eye contact was supposed to be
natural and welcomed, and having to wear dark glasses, as one would wear a pair of shoes, wasn't for him, jazzy or cool or soulful.
The turning of heads, or the useless effect of stopping traffic, was like
confronting his peers as a set of exposures. People froze and anticipated,
as if the sight of his presence was religious in nature. It was scary. Really
a fright. He was better than Christ, he was physically perfect.
He came to refer to his condition as surface, and his surface was a sign
of an emotion that the literal could be as true, perhaps truer than the
symbol. I mean the man could breathe and unless he died and came to be known only through a photograph, then one would have to concede that the tables had turned.
His literalness was what was real. This is what he wore on his hands.
He was a carrier, maybe the only one, an ever present reminder that proportion
and line and beauty did not necessarily exist only in an impression or form or
idea. This was what all the blood was about, and this revelation and the
seriousness of it, weighed an amazing ton.
http://www.richardprince.com/writings/why-i-go-to-the-movies-alone-pg-3-6/
Απ: There is nothing concealed that shall not be revealed
Σκηνοθεσία: Philip Kaufman
Σενάριο: Jerry Stahl, Barbara Turner
Ηθοποιοί: Nicole Kidman (as Martha Gellhorn), Clive Owen (as Ernest Hemingway), David Strathairn (as John Dos Passos), Rodrigo Santoro (as Paco Zarra), Molly Parker (as Pauline Hemingway)
Πρεμιέρα (US): 28/05/12
Χώρα παραγωγής: USA
Υπόθεση:
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και η Μάρθα Γκέλχορν, πολεμική ανταποκρίτρια, συναντιούνται για πρώτη φορά το 1936 σε ένα μπαρ στη Φλόριδα. Αυτός ήδη διάσημος συγγραφέας κι αυτή μια από τις σπουδαιότερες πολεμικές ανταποκρίτριες του αιώνα. Ο πεντάχρονος γάμος του ήταν γεμάτος περιπέτειες. Πρώτη και κύρια στάση ο Ισπανικός Εμφύλιος του 1936-39. Η Γκέλχορν έμελε να είναι η μόνη γυναίκα που ζήτησε διαζύγιο από τον συγγραφέα, ενώ ενέπνευσε το μυθιστόρημα Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα. [cine.gr]
Σενάριο: Jerry Stahl, Barbara Turner
Ηθοποιοί: Nicole Kidman (as Martha Gellhorn), Clive Owen (as Ernest Hemingway), David Strathairn (as John Dos Passos), Rodrigo Santoro (as Paco Zarra), Molly Parker (as Pauline Hemingway)
Πρεμιέρα (US): 28/05/12
Χώρα παραγωγής: USA
Υπόθεση:
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και η Μάρθα Γκέλχορν, πολεμική ανταποκρίτρια, συναντιούνται για πρώτη φορά το 1936 σε ένα μπαρ στη Φλόριδα. Αυτός ήδη διάσημος συγγραφέας κι αυτή μια από τις σπουδαιότερες πολεμικές ανταποκρίτριες του αιώνα. Ο πεντάχρονος γάμος του ήταν γεμάτος περιπέτειες. Πρώτη και κύρια στάση ο Ισπανικός Εμφύλιος του 1936-39. Η Γκέλχορν έμελε να είναι η μόνη γυναίκα που ζήτησε διαζύγιο από τον συγγραφέα, ενώ ενέπνευσε το μυθιστόρημα Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα. [cine.gr]
Απ: There is nothing concealed that shall not be revealed
Η Γάτα και ο Διάβολος - Τζαίημς Τζόυς
Αγαπημένε μου Στήβι!
Τις προάλλες σου έστειλα μια ωραία τσίγγινη γατούλα γεμάτη λιχουδιές, αλλά ίσως να μην ξέρεις την ιστορία της γάτας του Μπωζανσί. Το Μπωζανσί είναι μια μικρούτσικη, παλιά πολιτειούλα στις όχθες του Λίγηρα, που είναι ο πιο μακρύς ποταμός σ’ όλη τη Γαλλία. Είναι και πολύ πλατύς ποταμός, τουλάχιστον για τη Γαλλία. Στο Μπωζανσί είναι τόσο πλατύς που θα χρειαζόταν να κάνει κανείς το λιγότερο χίλια βήματα, για να πάει απ’ τη μια όχθη στην άλλη.
Πολύ παλιά, λοιπόν, όταν οι κάτοικοι του Μπωζανσί ήθελαν να περάσουν αντίπερα έπρεπε να διασχίσουν το ρεύμα του ποταμού με ένα καράβι, γιατί γέφυρα τότε δεν υπήρχε. Να τη φτιάξουν οι ίδιοι δεν μπορούσαν αλλά ούτε και να πληρώσουν κάποιον γι’ αυτό. Τι άλλο πια να έκαναν; Ο διάβολος που, όπως ξέρεις, διαβάζει πάντα τις εφημερίδες, έμαθε για το πρόβλημά τους. Έβαλε τα καλά του και μια και δυο πήγε να κάνει μιαν επίσκεψη στο δήμαρχο του Μπωζανσί που τον έλεγαν Άλφρεντ Μπερν . Και του δημάρχου του άρεσε να φοράει φανταχτερά ρούχα. Φορούσε έναν άλικο μανδύα και κρέμαγε πάντα στο λαιμό του μια μεγάλη ολόχρυση αλυσίδα, ακόμα κι όταν κοιμόταν βαθιά, κουλουριασμένος στο κρεβάτι του, σαν μωρό, με τα γόνατα μες στο στόμα του.
Ο διάβολος ανέφερε στο δήμαρχο αυτά που είχε διαβάσει στην εφημερίδα και του είπε ότι θα μπορούσε να χτίσει μια γέφυρα για να περνάνε όποτε ήθελαν οι κάτοικοι του Μπωζανσί στην αντίπερα όχθη. Τον διαβεβαίωσε ότι η γέφυρα που θα του έφτιαχνε θα’ ταν η τελειότερη όλων και θα’ ταν, μάλιστα, έτοιμη σε μια μόνο νύχτα. Ο δήμαρχος τον ρώτησε τι χρηματικό ποσό θα απαιτούσε να λάβει για την κατασκευή μις τέτοιας γέφυρας.
Τίποτε απολύτως, του απάντησε ο διάβολος. Το μόνο που ζητώ είναι να μου ανήκει ο πρώτος που θα περάσει πάνω απ’ τη γέφυρα. Σύμφωνοι, είπε ο δήμαρχος.
Ήρθε η νύχτα και οι κάτοικοι του Μπωζανσί έπεσαν να κοιμηθούν. Έπειτα ήρθε η αυγή. Και σαν κοίταξαν έξω απ’ τα παράθυρά τους, φώναξαν όλοι: Ω Λίγηρα! Τι καταπληκτική γέφυρα! Γιατί όλοι τους είδαν μια καταπληκτική, στέρεη, πέτρινη γέφυρα που ένωνε τις δυο όχθες του ποταμού.
Όλοι έτρεξαν κάτω, στην αρχή της γέφυρας, και κοίταξαν απέναντι. Εκεί στεκόταν ο διάβολος και περίμενε τον πρώτο που θα πέρναγε απέναντι. Κανείς, όμως, δεν κόταγε να πάει, γιατί όλοι τους φοβούνταν τον διάβολο.
Ξάφνου ακούστηκαν τρομπέτες – ήταν σημάδι πως όλοι έπρεπε να σιωπήσουν – και ο δήμαρχος, κύριος Άλφρεντ Μπερν, εμφανίστηκε με τον άλικο μανδύα του και τη βαριά, ολόχρυση αλυσίδα κρεμασμένη στον λαιμό του. Κρατούσε στο’ να του χέρι έναν κουβά νερό και κάτω από το μπράτσο-του άλλου του χεριού-κουβαλούσε μια γάτα. Μόλις τον είδε απ’ την άλλη μεριά ο διάβολος, σταμάτησε τον τρελό χορό του και έβαλε στ’αυτί του ένα μεγάλο χωνί που του χρησίμευε για να ακούει από πολύ μακριά. Μέσα στον κοσμάκη άρχισαν ψίθυροι και η γάτα κοίταξε προς τα πάνω, τον δήμαρχο, γιατί στην πολιτειούλα του Μπωζανσί επιτρέπεται στις γάτες να κοιτάζουν το δήμαρχο.
Όταν βαρέθηκε να τον κοιτάζει (γιατί ακόμα και μια γάτα βαριέται κάποια στιγμή να κοιτάζει έναν δήμαρχο), άρχισε να παίζει με τη βαριά, ολόχρυση αλυσίδα του.
Μόλις ο δήμαρχος πλησίασε στη γέφυρα, οι άνδρες κράτησαν την αναπνοή τους και οι γυναίκες το στόμα τους.
Ο δήμαρχος έβαλε τη γάτα πάνω στη γέφυρα και, πριν προλάβει κανείς να πει ή να κάνει κάτι –πλάτς-, έχυσε όλον τον κουβά με το νερό επάνω της.
Η γάτα, ανάμεσα στο νερό και στον διάβολο, έκανε γρήγορα την επιλογή της και, τρέχοντας με τα αυτάκια της κολλημένα στο κεφαλάκι της, πέρασε τη γέφυρα και φώλιασε στην αγκαλιά του διαβόλου.
Ο διάβολος καταφουρκίστηκε:
«Messieurs les Balgentiens» ούρλιαξε κι ακούστηκε ως την άλλη μεριά της γέφυρας «vous n’êtes pas de belles gens du tout! Vous n’êtes que des chats!»
Και στη γάτα είπε: «Viens ici, mon petit chat! Tu as peur, mon petit chou-chat ? Tu as froid mon pau petit chou-chat ? Viens ici, le diable t’emporte ! On va se chauffer tous les deux ».
Πήρε λοιπόν τη γάτα κι από’ δω παν’ κι άλλοι. Και από τότε λένε τους κατοίκους της πολιτειούλας «γάτες του Μπωζανσί». Αλλά η γέφυρα είναι ακόμη εκεί και τα παιδάκια τρέχουν, κάνουν ποδήλατο και παίζουν πάνω της.
Ελπίζω να σου αρέσει αυτή η ιστοριούλα.
Υ.Γ.: Ο διάβολος, συνήθως, μιλάει μιαν εντελώς δική του γλώσσα, που λέγεται αλαμπουρνέζικα, και κάνει ρίμες κατά πώς του’ ρχεται, αλλά, όταν είναι πολύ θυμωμένος, μιλάει πολύ κακά γαλλικά, αν και μερικοί που τον έχουν ακούσει, λένε πως η προφορά του είναι δουβλινέζικη.
«Άνθρωποι και Γάτες, Ανθολογία», μετάφραση:Γιούλη Τσίρου, εκδ: Το Ποντίκι.
*Σ.τ.Μ.: Ο Τζ. Τζόυς γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1882, όπου και σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία. Πολυταξιδεμένος, έζησε κυρίως στην Τεργέστη, τη Ζυρίχη και το Παρίσι, παραμένοντας ωστόσο βαθύτατα Ιρλανδός. Πέθανε στη Ζυρίχη το 1941. Η Γάτα και ο Διάβολος, είναι παλιό γαλλικό παραμύθι, που αναπλάθει ο Τζόυς.
Αγαπημένε μου Στήβι!
Τις προάλλες σου έστειλα μια ωραία τσίγγινη γατούλα γεμάτη λιχουδιές, αλλά ίσως να μην ξέρεις την ιστορία της γάτας του Μπωζανσί. Το Μπωζανσί είναι μια μικρούτσικη, παλιά πολιτειούλα στις όχθες του Λίγηρα, που είναι ο πιο μακρύς ποταμός σ’ όλη τη Γαλλία. Είναι και πολύ πλατύς ποταμός, τουλάχιστον για τη Γαλλία. Στο Μπωζανσί είναι τόσο πλατύς που θα χρειαζόταν να κάνει κανείς το λιγότερο χίλια βήματα, για να πάει απ’ τη μια όχθη στην άλλη.
Πολύ παλιά, λοιπόν, όταν οι κάτοικοι του Μπωζανσί ήθελαν να περάσουν αντίπερα έπρεπε να διασχίσουν το ρεύμα του ποταμού με ένα καράβι, γιατί γέφυρα τότε δεν υπήρχε. Να τη φτιάξουν οι ίδιοι δεν μπορούσαν αλλά ούτε και να πληρώσουν κάποιον γι’ αυτό. Τι άλλο πια να έκαναν; Ο διάβολος που, όπως ξέρεις, διαβάζει πάντα τις εφημερίδες, έμαθε για το πρόβλημά τους. Έβαλε τα καλά του και μια και δυο πήγε να κάνει μιαν επίσκεψη στο δήμαρχο του Μπωζανσί που τον έλεγαν Άλφρεντ Μπερν . Και του δημάρχου του άρεσε να φοράει φανταχτερά ρούχα. Φορούσε έναν άλικο μανδύα και κρέμαγε πάντα στο λαιμό του μια μεγάλη ολόχρυση αλυσίδα, ακόμα κι όταν κοιμόταν βαθιά, κουλουριασμένος στο κρεβάτι του, σαν μωρό, με τα γόνατα μες στο στόμα του.
Ο διάβολος ανέφερε στο δήμαρχο αυτά που είχε διαβάσει στην εφημερίδα και του είπε ότι θα μπορούσε να χτίσει μια γέφυρα για να περνάνε όποτε ήθελαν οι κάτοικοι του Μπωζανσί στην αντίπερα όχθη. Τον διαβεβαίωσε ότι η γέφυρα που θα του έφτιαχνε θα’ ταν η τελειότερη όλων και θα’ ταν, μάλιστα, έτοιμη σε μια μόνο νύχτα. Ο δήμαρχος τον ρώτησε τι χρηματικό ποσό θα απαιτούσε να λάβει για την κατασκευή μις τέτοιας γέφυρας.
Τίποτε απολύτως, του απάντησε ο διάβολος. Το μόνο που ζητώ είναι να μου ανήκει ο πρώτος που θα περάσει πάνω απ’ τη γέφυρα. Σύμφωνοι, είπε ο δήμαρχος.
Ήρθε η νύχτα και οι κάτοικοι του Μπωζανσί έπεσαν να κοιμηθούν. Έπειτα ήρθε η αυγή. Και σαν κοίταξαν έξω απ’ τα παράθυρά τους, φώναξαν όλοι: Ω Λίγηρα! Τι καταπληκτική γέφυρα! Γιατί όλοι τους είδαν μια καταπληκτική, στέρεη, πέτρινη γέφυρα που ένωνε τις δυο όχθες του ποταμού.
Όλοι έτρεξαν κάτω, στην αρχή της γέφυρας, και κοίταξαν απέναντι. Εκεί στεκόταν ο διάβολος και περίμενε τον πρώτο που θα πέρναγε απέναντι. Κανείς, όμως, δεν κόταγε να πάει, γιατί όλοι τους φοβούνταν τον διάβολο.
Ξάφνου ακούστηκαν τρομπέτες – ήταν σημάδι πως όλοι έπρεπε να σιωπήσουν – και ο δήμαρχος, κύριος Άλφρεντ Μπερν, εμφανίστηκε με τον άλικο μανδύα του και τη βαριά, ολόχρυση αλυσίδα κρεμασμένη στον λαιμό του. Κρατούσε στο’ να του χέρι έναν κουβά νερό και κάτω από το μπράτσο-του άλλου του χεριού-κουβαλούσε μια γάτα. Μόλις τον είδε απ’ την άλλη μεριά ο διάβολος, σταμάτησε τον τρελό χορό του και έβαλε στ’αυτί του ένα μεγάλο χωνί που του χρησίμευε για να ακούει από πολύ μακριά. Μέσα στον κοσμάκη άρχισαν ψίθυροι και η γάτα κοίταξε προς τα πάνω, τον δήμαρχο, γιατί στην πολιτειούλα του Μπωζανσί επιτρέπεται στις γάτες να κοιτάζουν το δήμαρχο.
Όταν βαρέθηκε να τον κοιτάζει (γιατί ακόμα και μια γάτα βαριέται κάποια στιγμή να κοιτάζει έναν δήμαρχο), άρχισε να παίζει με τη βαριά, ολόχρυση αλυσίδα του.
Μόλις ο δήμαρχος πλησίασε στη γέφυρα, οι άνδρες κράτησαν την αναπνοή τους και οι γυναίκες το στόμα τους.
Ο δήμαρχος έβαλε τη γάτα πάνω στη γέφυρα και, πριν προλάβει κανείς να πει ή να κάνει κάτι –πλάτς-, έχυσε όλον τον κουβά με το νερό επάνω της.
Η γάτα, ανάμεσα στο νερό και στον διάβολο, έκανε γρήγορα την επιλογή της και, τρέχοντας με τα αυτάκια της κολλημένα στο κεφαλάκι της, πέρασε τη γέφυρα και φώλιασε στην αγκαλιά του διαβόλου.
Ο διάβολος καταφουρκίστηκε:
«Messieurs les Balgentiens» ούρλιαξε κι ακούστηκε ως την άλλη μεριά της γέφυρας «vous n’êtes pas de belles gens du tout! Vous n’êtes que des chats!»
Και στη γάτα είπε: «Viens ici, mon petit chat! Tu as peur, mon petit chou-chat ? Tu as froid mon pau petit chou-chat ? Viens ici, le diable t’emporte ! On va se chauffer tous les deux ».
Πήρε λοιπόν τη γάτα κι από’ δω παν’ κι άλλοι. Και από τότε λένε τους κατοίκους της πολιτειούλας «γάτες του Μπωζανσί». Αλλά η γέφυρα είναι ακόμη εκεί και τα παιδάκια τρέχουν, κάνουν ποδήλατο και παίζουν πάνω της.
Ελπίζω να σου αρέσει αυτή η ιστοριούλα.
Υ.Γ.: Ο διάβολος, συνήθως, μιλάει μιαν εντελώς δική του γλώσσα, που λέγεται αλαμπουρνέζικα, και κάνει ρίμες κατά πώς του’ ρχεται, αλλά, όταν είναι πολύ θυμωμένος, μιλάει πολύ κακά γαλλικά, αν και μερικοί που τον έχουν ακούσει, λένε πως η προφορά του είναι δουβλινέζικη.
«Άνθρωποι και Γάτες, Ανθολογία», μετάφραση:Γιούλη Τσίρου, εκδ: Το Ποντίκι.
*Σ.τ.Μ.: Ο Τζ. Τζόυς γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1882, όπου και σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία. Πολυταξιδεμένος, έζησε κυρίως στην Τεργέστη, τη Ζυρίχη και το Παρίσι, παραμένοντας ωστόσο βαθύτατα Ιρλανδός. Πέθανε στη Ζυρίχη το 1941. Η Γάτα και ο Διάβολος, είναι παλιό γαλλικό παραμύθι, που αναπλάθει ο Τζόυς.
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης