Η στρατηγική των τεχνασμάτων
Σελίδα 1 από 1
Απ: Η στρατηγική των τεχνασμάτων
Μοσχευματα και μπολιασματα
από Jonathan Culler 04/12/2012 12:29 πμ.
https://athens.indymedia.org/post/1440695/
Θεματικές: Ιστορία - Θεωρία,
Αποδομηση
Στη «Διπλη Σκηνη» (La Double Séance), o Derrida προτεινει το μπολιασμα ως το παραδειγμα μεσω του οποιου μπορουμε να σκεφτουμε την λογικη των κειμενων – μια λογικη που συνδυαζει το εγχειρημα της γραφης με τις διαδικασιες προσθηκης και τις στρατηγικες του πολλαπλασιασμου.
Θα πρεπει να διατρεξουμε οχι μονο αυτο που παρουσιαζεται ως μια απλη ετυμολογικη συμπτωση που συνδεει το μπολιασμα (greffe) με το γραφημα (graphe) (εκ του γραφιον: εργαλειο γραφης, γραφιδα), αλλα και την αναλογια αναμεσα στις μορφες του κειμενικου μπολιασματος και του λεγομενου μπολιασματος των φυτων, ή ακομα, ολοενα και συχνοτερα στις μερες μας, της μεταμοσχευσης σε ζωα. Δεν θα αρκουσε να συνθεσουμε εναν εγκυκλοπαιδικο καταλογο των μπολιασματων (μπολιασμα ενος δεντρου με ματι απο αλλο δεντρο, μπολιασμα με πλησιασμα, μπολιασμα με κλωνους και παραφυαδες, μπολιασμα με σχισμη, στεφανωτο μπολιασμα, μπολιασμα με καλυκες ή με ενοφθαλμισμο, μπολιασμα με ανοικτο ή κλειστο ματι, μπολιασμα με λοξοτομες, σε σχημα δακτυλιδιου ή με γονατισμα του φυτου) ∙ θα πρεπει να συνθεσουμε μιας συστηματικη πραγματεια για το κειμενικο μπολιασμα (Η διασπορα, σ. 249).
Μια τετοια πραγματεια θα εμοιαζε με συστηματικη τυπολογια των πραξεων ομιλιας, ως προς το οτι ενδιαφερεται να μαθει ποια ειδη μοσχευματων θα πιασουν: ποια θα πετυχουν, θα καρποφορησουν, θα διασπαρουν. Αλλα μια θεωρια των πραξεων ομιλιας επιδιωκει να ειναι κανονιστικη. Επιδιωκει να περιγραψει, παραδειγματος χαριν, τις συνθηκες που πρεπει να ισχυσουν προκειμενου ενα εκφωνημα να θεωρηθει υποσχεση και επομενως υποκειται σε καποιου ειδους αποφασιστικοτητα: στοχευει να τραβηξει μια διαχωριστικη γραμμη αναμεσα σε αυτο που πραγματικα ειναι υποσχεση και σε αυτο που δεν ειναι. Μια πραγματεια για το κειμενικο μπολιασμα, απο την αλλη, θα πιθανολογουσε, θα προσπαθουσε να υπολογισει τις δυναμεις που θα μπορουσαν να εμπλακουν.
Τι θα περιεγραφε μια τετοια πραγματεια; Θα καταπιανονταν με το λογο ως προϊον διαφορων συνδυασμων ή προσθηκων. Διερευνωντας την επαναληπτικοτητα της γλωσσας και την ικανοτητα της να λειτουργει σε νεα συμφραζομενα με νεα δυναμη, μια πραγματεια για το κειμενικο μπολιασμα θα επιχειρουσε να ταξινομησει διαφορους τροπους με τους οποιους εισαγουμε ενα λογο σε εναν αλλο ή παρεμβαινουμε στο λογο που ερμηνευουμε. Το γεγονος οτι δεν εχουμε παρα μια πολυ αοριστη ιδεα σχετικα με το πως μπορουμε να οργανωσουμε μια τυπολογια των μοσχευματων ειναι ενδεικτικο για το ποσο καινουρια ειναι αυτη η προοπτικη, ισως και για τις δυσκολιες που θα αντιμετωπισουμε προκειμενου να την κανουμε παραγωγικη.
Ειναι ωστοσο σαφες οτι η αποδομηση αποτελει, μεταξυ αλλων, μια αποπειρα να εντοπιστουν τοσο τα σημεια των υπο αναλυση κειμενων οπου βρισκονται τα μοσχευματα οσο και τα σημεια συναρμογης τους, καθως και να τονιστει που ακριβως ενα μοσχευμα ή ενα επιχειρημα συνεχιζει ενα αλλο. Το συμπληρωμα (supplement) του Rousseau ειναι ενα τετοιο σημειο, στο οποιο μπορουμε να εντοπισουμε το μπολιασμα λογοκεντρικων με μη λογοκεντρικα επιχειρηματα∙ η διπλη αντιμετωπιση της γραφης απο τον Saussure ειναι ενα αλλο. Εστιαζοντας σε αυτα τα σημεια, η αποδομηση διαλευκανει την ετερογενεια του κειμενου («Το μοτιβο της ομοιογενειας» γραφει ο Derrida, «το κατεξοχην θεολογικο μοτιβο, ειναι αυτο που πρεπει να καταστρεψουμε» Θεσεις, σ. 86). Γραφοντας για την «Κριτικη της κριτικης δυναμης», ο Derrida μιλα για την θεωρια του Kant ως προϊον μοσχευματων. «Ορισμενα απο τα μοτιβα του ανηκουν σε μια μακρα σειρα, στην αλυσιδα μιας ισχυρης παραδοσης που φθανει πισω στον Πλατωνα και στον Αριστοτελη. Με αυτα τα μοτιβα διαπλεκονται – κατα τροπο αυστηρο και καταρχην λαβυρινθωδη – αλλες, μικροτερης εκτασης σειρες που δεν θα ηταν αποδεκτες στο πλαισιο μιας πλατωνικης ή αριστοτελικης πολιτικης της τεχνης. Αλλα αυτο δεν αρκει για να ταξινομησουμε ή να αποτιμησουμε τις σειρες. Καθως συμπτυσσονται μεσα σε ενα νεο συστημα, οι μακρες σειρες ανατοποθετουνται∙ η σημασια και η λειτουργια τους αλλαζουν» («Οικονομιμησις», σ. 57). Εαν, κατα τον αφορισμο του Derrida «toute these est une prothese» - καθε θεση ειναι μια προθεση -, θα πρεπει να εντοπισουμε τα μοσχευματα και να αναλυσουμε τα παραγωγα τους (Glas, σ. 189).
Θα μπορουσαμε επισης να περιγραψουμε τα ιδια τα γραπτα του Derrida με ορους των τεχνικων που χρησιμοποιουν για να μπολιασουν ενα λογο με καποιον αλλο. Ενα απλο μοσχευμα, οσο συνθετο και αν ειναι στις δυνητικες διακλαδωσεις του, φερνει δυο λογους τον ενα διπλα στον αλλο πανω στην ιδια σελιδα. Το «Τυμπανο» (Περιθωρια, σ 1.) μπολιαζει με το στοχασμο του Michel Leiris τις διασυνδεσεις του ονοματος «Περσεφονη» καθ’ολη τη διαρκεια της συζητησης που διεξαγει ο Derrida για τα ορια της φιλοσοφιας. Αυτη η δομη προκαλει αντηχησεις, οπως ακριβως και το τυμπανο: μια μεμβρανη η οποια ταυτοχρονα διαχωριζει και λειτουργει σαν ηχειο που μεταδιδει τον παλμο του ηχου – μια μεμβρανη η οποια, μεταδιδοντας τον ηχο, συνδεει το μεσα και το εξω που η ιδια διαχωριζει.
Το Glas χρησιμοποιει παρομοιες τεχνικες σε μεγαλυτερη κλιμακα. Στην αριστερη στηλη καθε σελιδας, ο Derrida προχωρει σε μια αναλυση της εννοιας της οικογενειας στον Hegel (συμπεριλαμβανοντας στην αναλυση του και τα σχετικα ζητηματα της πατρικης εξουσιας, της Απολυτης Γνωσης, της Αγιας Οικογενειας, των οικογενειακων σχεσεων του ιδιου του Hegel, και της Αμωμου Συλληψεως). Στη δεξια στηλη, αντιμετωπος με το συγγραφεα της Φιλοσοφιας του δικαιου (Philosophie des Rechts) βρισκεται ο απατεωνας και επιδειξιας Jean Genet. Τα παραθεματα και οι συζητησεις των κειμενων του διαπλεκονται με παρατηρησεις για τη λογοτεχνικη σημασια των κυριων ονοματων και των υπογραφων, τη δομη των διπλων διασυνδεσεων, την αποδομηση της κλασικης θεωριας των σημειων και τη διερευνηση των σημασιακων δεσμων αναμεσα σε λεξεις που συνδεονται λογω φωνολογικης ομοιοτητας ή ετυμολογικων αλυσιδων. Στο βιβλιο αυτο ειναι διαρκως παρουσα η προβληματικη σχεση αναμεσα στις δυο στηλες του κειμενου. «Γιατι να τραβηξουμε μια μαχαιρια αναμεσα σε δυο κειμενα;» αναρωτιεται ο Derrida. «’Η τουλαχιστον, γιατι να γραψουμε δυο κειμενα ταυτοχρονα;» «On veut render l’ ecriture impregnable, bien sur» (Θελουμε βεβαια να καταστησουμε την γραφη απορθητη» Glas, σ. 76). Οι σχολιαστες μπαινουν πραγματι στον πειρασμο να υποψιαστουν οτι ο αναδιπλασιασμος του Glas ειναι μια στρατηγικη υπεκφυγης, που σχεδιαστηκε για να κανει τη γραφη εντελως ασυλληπτη. Ενω διαβαζουμε τη μια στηλη, θυμομαστε οτι η ουσια βρισκεται αλλου, στη σχεση αναμεσα στις δυο στηλες, αν οχι εντελως στην αλλη στηλη. Μια επιπτωση αυτου του μπολιασματος, ωστοσο, ειναι οτι προκαλει χιαστα σχηματα. Η διαιρεση σε στηλες δινει εμφαση στις ριζικοτερες αντιθεσεις: την αντιθεση αναμεσα στην φιλοσοφια και τη λογοτεχνια (μεσα απο τις μορφες του ηθικου φιλοσοφου και του ανηθικου litterateur), αναμεσα σε σωμα και ψυχη, ορθοδοξια και ετεροδοξια, πατρικη και μητρικη εξουσια, τον αετο (Hegel – aigle) και το ανθος (Genet – genet), το ορθο και την ανατροπη του, την ιδιοκτησια και τον κλεφτη. Αλλα η διερευνηση των σχεσεων και των διασυνδεσεων αναμεσα στις δυο στηλες φερνει στην επιφανεια ανατροπες και προκαλει μια ανταλλαγη ιδιοτητων: δεν καταληγει στην αποδομηση των αντιθεσων, αλλα παραγει παρ’ ολα αυτα ενα αποδομητικο αποτελεσμα [Για μια διαφορετικη προσεγγιση του Glas βλ. Τη Διασωση του κειμενου του Geoffrey Hartman. «Προσεγγισα το Glas ως εργο τεχνης και απομονωσα συγκεκριμενες φιλοσοφικες εννοιες τις οποιες αναπτυσσει ο Derrida», γραφει ο Hartman. «Βρισκω οτι η θεση την οποια κατεχει το βιβλιο στην ιστορια της τεχνης (...) ειναι το σημειο στο οποιο μπορω να εστιασω πιο παραγωγικα» (σ. 90). Το αποτελεσμα ειναι ο «Ντεριντανταϊσμος» (σ. 33), τον οποιο ο Hartman, εμπλεγμενος καθως ειναι στη «Διασωση του κειμενου» μπορει να απορριψει ως «καπως αυτο-αναλουμενο» (σ.. 121). Μια και πολλοι μπορει να ειναι προθυμοι να δεχτουν οσα λεει ο Hartman για το Glas, αξιζει να σημειωσουμε οτι το κειμενο του περιλαμβανει σημαντικες αμεσες αναφορες στον Hegel, τον Genet και τον Saussure. Για ενα δειγμα αναγνωσης των σχεσεων μεταξυ στηλων, βλ. το «Συλληψις» (Syllepsis) του Michael Riffatere.]
από Jonathan Culler 04/12/2012 12:29 πμ.
https://athens.indymedia.org/post/1440695/
Θεματικές: Ιστορία - Θεωρία,
Αποδομηση
Στη «Διπλη Σκηνη» (La Double Séance), o Derrida προτεινει το μπολιασμα ως το παραδειγμα μεσω του οποιου μπορουμε να σκεφτουμε την λογικη των κειμενων – μια λογικη που συνδυαζει το εγχειρημα της γραφης με τις διαδικασιες προσθηκης και τις στρατηγικες του πολλαπλασιασμου.
Θα πρεπει να διατρεξουμε οχι μονο αυτο που παρουσιαζεται ως μια απλη ετυμολογικη συμπτωση που συνδεει το μπολιασμα (greffe) με το γραφημα (graphe) (εκ του γραφιον: εργαλειο γραφης, γραφιδα), αλλα και την αναλογια αναμεσα στις μορφες του κειμενικου μπολιασματος και του λεγομενου μπολιασματος των φυτων, ή ακομα, ολοενα και συχνοτερα στις μερες μας, της μεταμοσχευσης σε ζωα. Δεν θα αρκουσε να συνθεσουμε εναν εγκυκλοπαιδικο καταλογο των μπολιασματων (μπολιασμα ενος δεντρου με ματι απο αλλο δεντρο, μπολιασμα με πλησιασμα, μπολιασμα με κλωνους και παραφυαδες, μπολιασμα με σχισμη, στεφανωτο μπολιασμα, μπολιασμα με καλυκες ή με ενοφθαλμισμο, μπολιασμα με ανοικτο ή κλειστο ματι, μπολιασμα με λοξοτομες, σε σχημα δακτυλιδιου ή με γονατισμα του φυτου) ∙ θα πρεπει να συνθεσουμε μιας συστηματικη πραγματεια για το κειμενικο μπολιασμα (Η διασπορα, σ. 249).
Μια τετοια πραγματεια θα εμοιαζε με συστηματικη τυπολογια των πραξεων ομιλιας, ως προς το οτι ενδιαφερεται να μαθει ποια ειδη μοσχευματων θα πιασουν: ποια θα πετυχουν, θα καρποφορησουν, θα διασπαρουν. Αλλα μια θεωρια των πραξεων ομιλιας επιδιωκει να ειναι κανονιστικη. Επιδιωκει να περιγραψει, παραδειγματος χαριν, τις συνθηκες που πρεπει να ισχυσουν προκειμενου ενα εκφωνημα να θεωρηθει υποσχεση και επομενως υποκειται σε καποιου ειδους αποφασιστικοτητα: στοχευει να τραβηξει μια διαχωριστικη γραμμη αναμεσα σε αυτο που πραγματικα ειναι υποσχεση και σε αυτο που δεν ειναι. Μια πραγματεια για το κειμενικο μπολιασμα, απο την αλλη, θα πιθανολογουσε, θα προσπαθουσε να υπολογισει τις δυναμεις που θα μπορουσαν να εμπλακουν.
Τι θα περιεγραφε μια τετοια πραγματεια; Θα καταπιανονταν με το λογο ως προϊον διαφορων συνδυασμων ή προσθηκων. Διερευνωντας την επαναληπτικοτητα της γλωσσας και την ικανοτητα της να λειτουργει σε νεα συμφραζομενα με νεα δυναμη, μια πραγματεια για το κειμενικο μπολιασμα θα επιχειρουσε να ταξινομησει διαφορους τροπους με τους οποιους εισαγουμε ενα λογο σε εναν αλλο ή παρεμβαινουμε στο λογο που ερμηνευουμε. Το γεγονος οτι δεν εχουμε παρα μια πολυ αοριστη ιδεα σχετικα με το πως μπορουμε να οργανωσουμε μια τυπολογια των μοσχευματων ειναι ενδεικτικο για το ποσο καινουρια ειναι αυτη η προοπτικη, ισως και για τις δυσκολιες που θα αντιμετωπισουμε προκειμενου να την κανουμε παραγωγικη.
Ειναι ωστοσο σαφες οτι η αποδομηση αποτελει, μεταξυ αλλων, μια αποπειρα να εντοπιστουν τοσο τα σημεια των υπο αναλυση κειμενων οπου βρισκονται τα μοσχευματα οσο και τα σημεια συναρμογης τους, καθως και να τονιστει που ακριβως ενα μοσχευμα ή ενα επιχειρημα συνεχιζει ενα αλλο. Το συμπληρωμα (supplement) του Rousseau ειναι ενα τετοιο σημειο, στο οποιο μπορουμε να εντοπισουμε το μπολιασμα λογοκεντρικων με μη λογοκεντρικα επιχειρηματα∙ η διπλη αντιμετωπιση της γραφης απο τον Saussure ειναι ενα αλλο. Εστιαζοντας σε αυτα τα σημεια, η αποδομηση διαλευκανει την ετερογενεια του κειμενου («Το μοτιβο της ομοιογενειας» γραφει ο Derrida, «το κατεξοχην θεολογικο μοτιβο, ειναι αυτο που πρεπει να καταστρεψουμε» Θεσεις, σ. 86). Γραφοντας για την «Κριτικη της κριτικης δυναμης», ο Derrida μιλα για την θεωρια του Kant ως προϊον μοσχευματων. «Ορισμενα απο τα μοτιβα του ανηκουν σε μια μακρα σειρα, στην αλυσιδα μιας ισχυρης παραδοσης που φθανει πισω στον Πλατωνα και στον Αριστοτελη. Με αυτα τα μοτιβα διαπλεκονται – κατα τροπο αυστηρο και καταρχην λαβυρινθωδη – αλλες, μικροτερης εκτασης σειρες που δεν θα ηταν αποδεκτες στο πλαισιο μιας πλατωνικης ή αριστοτελικης πολιτικης της τεχνης. Αλλα αυτο δεν αρκει για να ταξινομησουμε ή να αποτιμησουμε τις σειρες. Καθως συμπτυσσονται μεσα σε ενα νεο συστημα, οι μακρες σειρες ανατοποθετουνται∙ η σημασια και η λειτουργια τους αλλαζουν» («Οικονομιμησις», σ. 57). Εαν, κατα τον αφορισμο του Derrida «toute these est une prothese» - καθε θεση ειναι μια προθεση -, θα πρεπει να εντοπισουμε τα μοσχευματα και να αναλυσουμε τα παραγωγα τους (Glas, σ. 189).
Θα μπορουσαμε επισης να περιγραψουμε τα ιδια τα γραπτα του Derrida με ορους των τεχνικων που χρησιμοποιουν για να μπολιασουν ενα λογο με καποιον αλλο. Ενα απλο μοσχευμα, οσο συνθετο και αν ειναι στις δυνητικες διακλαδωσεις του, φερνει δυο λογους τον ενα διπλα στον αλλο πανω στην ιδια σελιδα. Το «Τυμπανο» (Περιθωρια, σ 1.) μπολιαζει με το στοχασμο του Michel Leiris τις διασυνδεσεις του ονοματος «Περσεφονη» καθ’ολη τη διαρκεια της συζητησης που διεξαγει ο Derrida για τα ορια της φιλοσοφιας. Αυτη η δομη προκαλει αντηχησεις, οπως ακριβως και το τυμπανο: μια μεμβρανη η οποια ταυτοχρονα διαχωριζει και λειτουργει σαν ηχειο που μεταδιδει τον παλμο του ηχου – μια μεμβρανη η οποια, μεταδιδοντας τον ηχο, συνδεει το μεσα και το εξω που η ιδια διαχωριζει.
Το Glas χρησιμοποιει παρομοιες τεχνικες σε μεγαλυτερη κλιμακα. Στην αριστερη στηλη καθε σελιδας, ο Derrida προχωρει σε μια αναλυση της εννοιας της οικογενειας στον Hegel (συμπεριλαμβανοντας στην αναλυση του και τα σχετικα ζητηματα της πατρικης εξουσιας, της Απολυτης Γνωσης, της Αγιας Οικογενειας, των οικογενειακων σχεσεων του ιδιου του Hegel, και της Αμωμου Συλληψεως). Στη δεξια στηλη, αντιμετωπος με το συγγραφεα της Φιλοσοφιας του δικαιου (Philosophie des Rechts) βρισκεται ο απατεωνας και επιδειξιας Jean Genet. Τα παραθεματα και οι συζητησεις των κειμενων του διαπλεκονται με παρατηρησεις για τη λογοτεχνικη σημασια των κυριων ονοματων και των υπογραφων, τη δομη των διπλων διασυνδεσεων, την αποδομηση της κλασικης θεωριας των σημειων και τη διερευνηση των σημασιακων δεσμων αναμεσα σε λεξεις που συνδεονται λογω φωνολογικης ομοιοτητας ή ετυμολογικων αλυσιδων. Στο βιβλιο αυτο ειναι διαρκως παρουσα η προβληματικη σχεση αναμεσα στις δυο στηλες του κειμενου. «Γιατι να τραβηξουμε μια μαχαιρια αναμεσα σε δυο κειμενα;» αναρωτιεται ο Derrida. «’Η τουλαχιστον, γιατι να γραψουμε δυο κειμενα ταυτοχρονα;» «On veut render l’ ecriture impregnable, bien sur» (Θελουμε βεβαια να καταστησουμε την γραφη απορθητη» Glas, σ. 76). Οι σχολιαστες μπαινουν πραγματι στον πειρασμο να υποψιαστουν οτι ο αναδιπλασιασμος του Glas ειναι μια στρατηγικη υπεκφυγης, που σχεδιαστηκε για να κανει τη γραφη εντελως ασυλληπτη. Ενω διαβαζουμε τη μια στηλη, θυμομαστε οτι η ουσια βρισκεται αλλου, στη σχεση αναμεσα στις δυο στηλες, αν οχι εντελως στην αλλη στηλη. Μια επιπτωση αυτου του μπολιασματος, ωστοσο, ειναι οτι προκαλει χιαστα σχηματα. Η διαιρεση σε στηλες δινει εμφαση στις ριζικοτερες αντιθεσεις: την αντιθεση αναμεσα στην φιλοσοφια και τη λογοτεχνια (μεσα απο τις μορφες του ηθικου φιλοσοφου και του ανηθικου litterateur), αναμεσα σε σωμα και ψυχη, ορθοδοξια και ετεροδοξια, πατρικη και μητρικη εξουσια, τον αετο (Hegel – aigle) και το ανθος (Genet – genet), το ορθο και την ανατροπη του, την ιδιοκτησια και τον κλεφτη. Αλλα η διερευνηση των σχεσεων και των διασυνδεσεων αναμεσα στις δυο στηλες φερνει στην επιφανεια ανατροπες και προκαλει μια ανταλλαγη ιδιοτητων: δεν καταληγει στην αποδομηση των αντιθεσων, αλλα παραγει παρ’ ολα αυτα ενα αποδομητικο αποτελεσμα [Για μια διαφορετικη προσεγγιση του Glas βλ. Τη Διασωση του κειμενου του Geoffrey Hartman. «Προσεγγισα το Glas ως εργο τεχνης και απομονωσα συγκεκριμενες φιλοσοφικες εννοιες τις οποιες αναπτυσσει ο Derrida», γραφει ο Hartman. «Βρισκω οτι η θεση την οποια κατεχει το βιβλιο στην ιστορια της τεχνης (...) ειναι το σημειο στο οποιο μπορω να εστιασω πιο παραγωγικα» (σ. 90). Το αποτελεσμα ειναι ο «Ντεριντανταϊσμος» (σ. 33), τον οποιο ο Hartman, εμπλεγμενος καθως ειναι στη «Διασωση του κειμενου» μπορει να απορριψει ως «καπως αυτο-αναλουμενο» (σ.. 121). Μια και πολλοι μπορει να ειναι προθυμοι να δεχτουν οσα λεει ο Hartman για το Glas, αξιζει να σημειωσουμε οτι το κειμενο του περιλαμβανει σημαντικες αμεσες αναφορες στον Hegel, τον Genet και τον Saussure. Για ενα δειγμα αναγνωσης των σχεσεων μεταξυ στηλων, βλ. το «Συλληψις» (Syllepsis) του Michael Riffatere.]
Απ: Η στρατηγική των τεχνασμάτων
Derrida, Jacques derrida-in Ανέκδοτο πορτραίτο του Ζακ Ντερριντά (λεπτομέρεια), 1995, έργο των Μονίκ Στομπιενιά και Τιερύ Μπριώ. (Ζακ Ντεριντά, 1930-2004)
Ο Ζακ Ντεριντά (ή Ντερριντά) γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1930 στο Ελ Μπιάρ της Αλγερίας από Γαλλοεβραίους γονείς και απεβίωσε στο Παρίσι, στις 8 Οκτωβρίου 2004. Δίδαξε φιλοσοφία στη Σορβόννη, στην École Normale Supérieure, στην École des Hautes Etudes en Sciences Sociales, καθώς και σε πολλά ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια ως επισκέπτης καθηγητής.
Ο Ντερριντά έχει ταυτίσει το όνομά του, κατά κύριο λόγο, με αυτό πού έχει γίνει παγκοσμίως γνωστό ως «αποδόμηση» (déconstruction).
Ο Ζακ Ντεριντά (ή Ντερριντά) γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1930 στο Ελ Μπιάρ της Αλγερίας από Γαλλοεβραίους γονείς και απεβίωσε στο Παρίσι, στις 8 Οκτωβρίου 2004. Δίδαξε φιλοσοφία στη Σορβόννη, στην École Normale Supérieure, στην École des Hautes Etudes en Sciences Sociales, καθώς και σε πολλά ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια ως επισκέπτης καθηγητής.
Ο Ντερριντά έχει ταυτίσει το όνομά του, κατά κύριο λόγο, με αυτό πού έχει γίνει παγκοσμίως γνωστό ως «αποδόμηση» (déconstruction).
Η στρατηγική των τεχνασμάτων
Κριτική στην αποδόμηση
Βώκος Γεράσιμος
Ο Ζακ Ντεριντά στη φύση
Τα τελευταία σαράντα χρόνια η φιλοσοφική σκέψη δοκίμασε με πολλούς τρόπους να ξεφύγει από τη σκιά του Χέγκελ. H προσπάθεια συγκεντρώθηκε, με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, στη διαλεκτική και στην κινητήριο δύναμή της: την άρνηση. Οι περισσότεροι, αν όχι τελικά όλοι, εμπνεύστηκαν από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Ο τελευταίος, όπως είναι γνωστό, ερμηνεύθηκε ως φιλόσοφος της κατάφασης. H φιλόδοξη ως και υβριστική νιτσεϊκή πρόταση «είμαι αυτός που λέει πάντα Ναι» έγινε το έμβλημα της εφόδου εναντίον της φιλοσοφίας του Χέγκελ. Αναγνωρίζοντας την αποφασιστική σημασία της παρέμβασης του Νίτσε, ο Ντεριντά οικειοποιήθηκε για λογαριασμό του τη νιτσεϊκή πρόταση, αποφεύγοντας όμως την ευθεία αντιπαράθεση με τη φιλοσοφία του Χέγκελ.
* H παγίδα και το τέχνασμα
Προφανώς είχε τους λόγους του. Κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι η μετωπική σύγκρουση με τον Χέγκελ είναι ανώφελη ή, ακριβέστερα, καταλήγει πάντοτε υπέρ του τελευταίου. Με αφορμή το έργο ενός σύγχρονού του, ο Ντεριντά παρατηρούσε: «Μιλώντας εναντίον του Χέγκελ τον επικυρώνει, τον έχει ήδη επικυρώσει». Αν πράγματι, όπως το είχε διδάξει ο Χέγκελ, κάθε επόμενη φιλοσοφία είναι η συνθετική άρνηση της προηγούμενης, η προαποφασισμένη μοίρα των φιλοσόφων που έρχονται ύστερα από τον ίδιο είναι να τον αρνηθούν. Αλλά η άρνηση αυτή, όπως είναι φανερό, αποτελεί την πανηγυρική επιβεβαίωση της χεγκελιανής φιλοσοφίας: αρνούμενοι τη φιλοσοφία του Χέγκελ ως περιεχόμενο την επικυρώνουμε ως μορφή. Από τη σκοπιά αυτή, ο πανούργος Γερμανός γνώριζε καλά ότι είχε ήδη εξασφαλίσει την πρωταγωνιστική θέση στο θέατρο του απόλυτου. Γιατί ο δόλος του λόγου, δηλαδή η αναγκαία πορεία που οδηγεί σε προαποφασισμένους σταθμούς ανεξάρτητους από τους δικούς μας στόχους και τις επιθυμίες μας, ισχύει τόσο για την ιστορία όσο και για τον ίδιο τον λόγο. H πραγματικότητα είναι εμπράγματη λογική και τούτη δω η λογική του κόσμου αποκαλύπτεται επιτέλους στη φιλοσοφία του Χέγκελ. Στην προοπτική αυτή δεν είναι παράλογο να ταυτιστεί η φιλοσοφία του Χέγκελ με το τέλος της φιλοσοφίας, αποδίδοντας στον όρο τη διπλή του σημασία: τέρμα και σκοπός.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν η πανουργία συνίσταται στην ταύτιση της τάξης του λόγου με την τάξη που ιδρύει το χεγκελιανό σύστημα, ο Ντεριντά συμπεραίνει ότι ο Χέγκελ πέτυχε να μας αναγκάσει, μιλώντας εναντίον του, να δανειστούμε τα λόγια του, αλλά στη μετωπική αυτή σύγκρουση ο τελευταίος λόγος ανήκει στον Χέγκελ: μόνο μαζί του μπορούμε να στραφούμε εναντίον του, μόνο σε συμφωνία με τον ίδιο μπορούμε να τον αμφισβητήσουμε. H παγίδα είναι τόσο καλά στημένη που μοιάζει σχεδόν αδύνατον να την αποφύγει κανείς. H πανουργία αντιμετωπίζεται με πανουργία, ο δόλος με δόλο, το τέχνασμα με τέχνασμα. Αλλά η σύλληψη και η εφαρμογή τεχνασμάτων δεν είναι απλή υπόθεση. Πρέπει να τα υπολογίσει κανείς με ακρίβεια και προσοχή ή, με άλλα λόγια, απαιτείται ολόκληρη στρατηγική. Γιατί ο αντίπαλος έχει πάρει εκ των προτέρων τα μέτρα του, σίγουρος για τον εαυτό του μια και καθόρισε ο ίδιος τους κανόνες της αναμέτρησης.
* H απορία του θανάτου
Ο Ντεριντά υπολογίζει πολύ στο ύφος της αγέρωχης αυτής βεβαιότητας, την οποία ενισχύει επιδεικτικά με τον κρυφό στόχο να την υπονομεύσει. Από τις πλήρεις και λαμπρές σελίδες της φιλοσοφίας, ο ίδιος προτιμά τα Περιθώρια. Πρόκειται για τον τίτλο ενός από τα σημαντικότερα βιβλία του. Ολοι ξέρουμε τι είναι το περιθώριο μιας σελίδας: εκεί γράφουμε τον θαυμασμό, τις απορίες και τις παρατηρήσεις μας για το βιβλίο που διαβάζουμε. Ενα δεύτερο βιβλίο, με δυο λόγια, που περιβάλλει κατά κάποιον τρόπο το πρώτο, το βασικό. Αυτό το δεύτερο βιβλίο ο Ντεριντά το μετατρέπει σε πρώτο, ανατρέποντας σιωπηλά την παραδοσιακή τάξη. Ακριβώς στο περιθώριο θα ρωτήσει τι είναι αλήθεια οι πρόλογοι και οι εισαγωγές σε ένα φιλοσοφικό έργο; Αν ο φιλοσοφικός λόγος είναι απόλυτος, είναι το όλον, όπως το θέλει ο Χέγκελ, τι είναι αλήθεια ο πρόλογος; Βρίσκεται εκτός όλου; Τότε τι σόι λόγος είναι; Πού ανήκει; Πώς εξηγείται; Οι ερωτήσεις έχουν τη σημασία τους αν σκεφθεί κανείς ότι ο Χέγκελ, που γράφει ασυνήθιστα εκτεταμένους προλόγους σε όλα του τα έργα, υποστηρίζει ότι στη φιλοσοφία οι πρόλογοι είναι ανώφελοι, γιατί πρέπει να ξεκινήσει κανείς από το ίδιο το πράγμα. Το κείμενο του Χέγκελ, επιβλητικό, γεμίζει τη σελίδα. Στο περιθώριό της όμως, που το απαιτεί η τυπογραφία, μπορεί κανείς να γράψει και να ρωτήσει. Και τα ερωτήματά του μπορεί να αποσπάσουν την προσοχή από το κείμενο και να μας στρέψουν αλλού. Αν σκεφθούμε, ενδέχεται να αποφασίσουμε ότι το κέρδος δεν είναι μικρό. Ισως έτσι πρέπει να καταλάβει κανείς την περίφημη αποδόμηση: ως στρατηγική που μας επιτρέπει να μιλήσουμε και να πούμε πράγματα, όταν όλα φαίνεται να έχουν λεχθεί, τώρα που το απόλυτο ισχυρίζεται ότι έχει εκφραστεί.
Νομίζω ότι αυτές οι διαπραγματεύσεις με το απόλυτο είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ντεριντά ασκεί τη φιλοσοφία και η τέχνη με την οποία ασκήθηκε στη ζωή του. Τελευταία διαπραγματεύτηκε το τέλος του μέσω των εφημερίδων. Ο θάνατος δίστασε απορημένος. Αν εκτέλεσε τελικά το έργο του φαίνεται πως δεν το έκανε χωρίς δισταγμό και ίσως μάλιστα χωρίς κάποια ντροπή.
Τι είναι αποδόμηση; Ο Ζακ Ντεριντά δεν απαντούσε ποτέ σε αυτή την ερώτηση, λέγοντας ότι δεν υπάρχει ορισμός ο οποίος να δίνει το πραγματικό της νόημα. Ο Ρότζερ Κίμπολ, διευθυντής του περιοδικού «The New Criterion», προσπαθεί ωστόσο να δώσει μια απάντηση με άρθρο του στην εφημερίδα «The Wall Street Journal».
«Ακόμη και αν η αποδόμηση δεν μπορεί να οριστεί» γράφει, «μπορεί να περιγραφεί». Πρώτο χαρακτηριστικό της είναι, κατά την άποψή του, ότι με γλωσσολογικά τερτίπια και υπεκφυγές καθιστά τη συζήτηση οποιουδήποτε θέματος ακατανόητη. «Ενα από τα βασικά ρητά της» εξηγεί «είναι το "il n' y a pas de hors-texte" - τίποτε δεν είναι εκτός κειμένου. Με άλλα λόγια, είναι μια βελτιωμένη εκδοχή του νομιναλισμού, της θεωρίας ότι το νόημα των λέξεων είναι εντελώς αυθαίρετο και ότι, στο βάθος, η πραγματικότητα είναι κάτι το οποίο κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει». Οι μέθοδοι και το λεξιλόγιο της αποδόμησης, άλλοτε νεωτεριστικά και «μόδα» της διανόησης, έχουν σταδιακά ενσωματωθεί, επισημαίνει ο κ. Κίμπολ, στην ακαδημαϊκή συζήτηση. «Είναι ωστόσο σημαντικό να αναγνωρίσουμε» υπογραμμίζει «ότι αυτή η διαδικασία ενσωμάτωσης εξασφάλισε τη συνεχή επιρροή της. Ενώ κάποτε ανήκε κυρίως στη Φιλοσοφία και στη Λογοτεχνία, η μηδενιστική προσέγγιση της αποδόμησης εξαπλώθηκε όλο και περισσότερο: στην Ιστορία, στην Κοινωνιολογία, στην Πολιτική Επιστήμη και στην Αρχιτεκτονική, στις νομικές σχολές και - ο Θεός να μας βοηθήσει! - στις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων». «Ποιος μπορεί να ξεχάσει» συμπληρώνει θέλοντας να δείξει σε ποιο βαθμό η αποδόμηση έχει εισέλθει στη γενική ατμόσφαιρα «τον πολιτικό ο οποίος, κατηγορούμενος για ανάρμοστη συμπεριφορά, είπε για να υπερασπίσει τον εαυτό του: "Ολα εξαρτώνται από το νόημα που δίνει κανείς στη λέξη είναι"».
H αιτία αυτής της απήχησης της αποδόμησης είναι, όπως υπογραμμίζει ο κ. Κίμπολ, ο ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός χαρακτήρας της. «Επειδή η αποδόμηση λειτουργεί με την ανατροπή» γράφει, «οι υπεκφυγές της αποτελούν ταυτοχρόνως μια επίθεση. Επίθεση προς την πειστικότητα της γλώσσας και τους ηθικούς και πνευματικούς ισχυρισμούς που η γλώσσα κωδικοποίησε με την παράδοση». Μια επίθεση εναντίον της γλώσσας αποτελεί ωστόσο για τον κ. Κίμπολ, επίθεση και εναντίον της παράδοσης μέσα στην οποία ζει η γλώσσα και έτσι η αποδόμηση, υπονομεύοντας την ιδέα της αλήθειας, υπονομεύει όλες τις κατεστημένες αξίες.
«Μπορούμε να πούμε πολλά» καταλήγει ο κ. Κίμπολ «για το παλιό ρητό "de mortuis nil nisi bonum". Ο Ζακ Ντεριντά είναι νεκρός. Ας μη μιλάμε άσχημα γι' αυτόν. Οι ιδέες του όμως εξακολουθούν να είναι πολύ ζωντανές. Αξίζουν απλόχερη κριτική από όσους ενδιαφέρονται για τον πνευματικό ιστό της πνευματικής ζωής μας».
Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 17/10/2004 00:00 Το Βήμα
Βώκος Γεράσιμος
Ο Ζακ Ντεριντά στη φύση
Τα τελευταία σαράντα χρόνια η φιλοσοφική σκέψη δοκίμασε με πολλούς τρόπους να ξεφύγει από τη σκιά του Χέγκελ. H προσπάθεια συγκεντρώθηκε, με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, στη διαλεκτική και στην κινητήριο δύναμή της: την άρνηση. Οι περισσότεροι, αν όχι τελικά όλοι, εμπνεύστηκαν από τη φιλοσοφία του Νίτσε. Ο τελευταίος, όπως είναι γνωστό, ερμηνεύθηκε ως φιλόσοφος της κατάφασης. H φιλόδοξη ως και υβριστική νιτσεϊκή πρόταση «είμαι αυτός που λέει πάντα Ναι» έγινε το έμβλημα της εφόδου εναντίον της φιλοσοφίας του Χέγκελ. Αναγνωρίζοντας την αποφασιστική σημασία της παρέμβασης του Νίτσε, ο Ντεριντά οικειοποιήθηκε για λογαριασμό του τη νιτσεϊκή πρόταση, αποφεύγοντας όμως την ευθεία αντιπαράθεση με τη φιλοσοφία του Χέγκελ.
* H παγίδα και το τέχνασμα
Προφανώς είχε τους λόγους του. Κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι η μετωπική σύγκρουση με τον Χέγκελ είναι ανώφελη ή, ακριβέστερα, καταλήγει πάντοτε υπέρ του τελευταίου. Με αφορμή το έργο ενός σύγχρονού του, ο Ντεριντά παρατηρούσε: «Μιλώντας εναντίον του Χέγκελ τον επικυρώνει, τον έχει ήδη επικυρώσει». Αν πράγματι, όπως το είχε διδάξει ο Χέγκελ, κάθε επόμενη φιλοσοφία είναι η συνθετική άρνηση της προηγούμενης, η προαποφασισμένη μοίρα των φιλοσόφων που έρχονται ύστερα από τον ίδιο είναι να τον αρνηθούν. Αλλά η άρνηση αυτή, όπως είναι φανερό, αποτελεί την πανηγυρική επιβεβαίωση της χεγκελιανής φιλοσοφίας: αρνούμενοι τη φιλοσοφία του Χέγκελ ως περιεχόμενο την επικυρώνουμε ως μορφή. Από τη σκοπιά αυτή, ο πανούργος Γερμανός γνώριζε καλά ότι είχε ήδη εξασφαλίσει την πρωταγωνιστική θέση στο θέατρο του απόλυτου. Γιατί ο δόλος του λόγου, δηλαδή η αναγκαία πορεία που οδηγεί σε προαποφασισμένους σταθμούς ανεξάρτητους από τους δικούς μας στόχους και τις επιθυμίες μας, ισχύει τόσο για την ιστορία όσο και για τον ίδιο τον λόγο. H πραγματικότητα είναι εμπράγματη λογική και τούτη δω η λογική του κόσμου αποκαλύπτεται επιτέλους στη φιλοσοφία του Χέγκελ. Στην προοπτική αυτή δεν είναι παράλογο να ταυτιστεί η φιλοσοφία του Χέγκελ με το τέλος της φιλοσοφίας, αποδίδοντας στον όρο τη διπλή του σημασία: τέρμα και σκοπός.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν η πανουργία συνίσταται στην ταύτιση της τάξης του λόγου με την τάξη που ιδρύει το χεγκελιανό σύστημα, ο Ντεριντά συμπεραίνει ότι ο Χέγκελ πέτυχε να μας αναγκάσει, μιλώντας εναντίον του, να δανειστούμε τα λόγια του, αλλά στη μετωπική αυτή σύγκρουση ο τελευταίος λόγος ανήκει στον Χέγκελ: μόνο μαζί του μπορούμε να στραφούμε εναντίον του, μόνο σε συμφωνία με τον ίδιο μπορούμε να τον αμφισβητήσουμε. H παγίδα είναι τόσο καλά στημένη που μοιάζει σχεδόν αδύνατον να την αποφύγει κανείς. H πανουργία αντιμετωπίζεται με πανουργία, ο δόλος με δόλο, το τέχνασμα με τέχνασμα. Αλλά η σύλληψη και η εφαρμογή τεχνασμάτων δεν είναι απλή υπόθεση. Πρέπει να τα υπολογίσει κανείς με ακρίβεια και προσοχή ή, με άλλα λόγια, απαιτείται ολόκληρη στρατηγική. Γιατί ο αντίπαλος έχει πάρει εκ των προτέρων τα μέτρα του, σίγουρος για τον εαυτό του μια και καθόρισε ο ίδιος τους κανόνες της αναμέτρησης.
* H απορία του θανάτου
Ο Ντεριντά υπολογίζει πολύ στο ύφος της αγέρωχης αυτής βεβαιότητας, την οποία ενισχύει επιδεικτικά με τον κρυφό στόχο να την υπονομεύσει. Από τις πλήρεις και λαμπρές σελίδες της φιλοσοφίας, ο ίδιος προτιμά τα Περιθώρια. Πρόκειται για τον τίτλο ενός από τα σημαντικότερα βιβλία του. Ολοι ξέρουμε τι είναι το περιθώριο μιας σελίδας: εκεί γράφουμε τον θαυμασμό, τις απορίες και τις παρατηρήσεις μας για το βιβλίο που διαβάζουμε. Ενα δεύτερο βιβλίο, με δυο λόγια, που περιβάλλει κατά κάποιον τρόπο το πρώτο, το βασικό. Αυτό το δεύτερο βιβλίο ο Ντεριντά το μετατρέπει σε πρώτο, ανατρέποντας σιωπηλά την παραδοσιακή τάξη. Ακριβώς στο περιθώριο θα ρωτήσει τι είναι αλήθεια οι πρόλογοι και οι εισαγωγές σε ένα φιλοσοφικό έργο; Αν ο φιλοσοφικός λόγος είναι απόλυτος, είναι το όλον, όπως το θέλει ο Χέγκελ, τι είναι αλήθεια ο πρόλογος; Βρίσκεται εκτός όλου; Τότε τι σόι λόγος είναι; Πού ανήκει; Πώς εξηγείται; Οι ερωτήσεις έχουν τη σημασία τους αν σκεφθεί κανείς ότι ο Χέγκελ, που γράφει ασυνήθιστα εκτεταμένους προλόγους σε όλα του τα έργα, υποστηρίζει ότι στη φιλοσοφία οι πρόλογοι είναι ανώφελοι, γιατί πρέπει να ξεκινήσει κανείς από το ίδιο το πράγμα. Το κείμενο του Χέγκελ, επιβλητικό, γεμίζει τη σελίδα. Στο περιθώριό της όμως, που το απαιτεί η τυπογραφία, μπορεί κανείς να γράψει και να ρωτήσει. Και τα ερωτήματά του μπορεί να αποσπάσουν την προσοχή από το κείμενο και να μας στρέψουν αλλού. Αν σκεφθούμε, ενδέχεται να αποφασίσουμε ότι το κέρδος δεν είναι μικρό. Ισως έτσι πρέπει να καταλάβει κανείς την περίφημη αποδόμηση: ως στρατηγική που μας επιτρέπει να μιλήσουμε και να πούμε πράγματα, όταν όλα φαίνεται να έχουν λεχθεί, τώρα που το απόλυτο ισχυρίζεται ότι έχει εκφραστεί.
Νομίζω ότι αυτές οι διαπραγματεύσεις με το απόλυτο είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ντεριντά ασκεί τη φιλοσοφία και η τέχνη με την οποία ασκήθηκε στη ζωή του. Τελευταία διαπραγματεύτηκε το τέλος του μέσω των εφημερίδων. Ο θάνατος δίστασε απορημένος. Αν εκτέλεσε τελικά το έργο του φαίνεται πως δεν το έκανε χωρίς δισταγμό και ίσως μάλιστα χωρίς κάποια ντροπή.
Τι είναι αποδόμηση; Ο Ζακ Ντεριντά δεν απαντούσε ποτέ σε αυτή την ερώτηση, λέγοντας ότι δεν υπάρχει ορισμός ο οποίος να δίνει το πραγματικό της νόημα. Ο Ρότζερ Κίμπολ, διευθυντής του περιοδικού «The New Criterion», προσπαθεί ωστόσο να δώσει μια απάντηση με άρθρο του στην εφημερίδα «The Wall Street Journal».
«Ακόμη και αν η αποδόμηση δεν μπορεί να οριστεί» γράφει, «μπορεί να περιγραφεί». Πρώτο χαρακτηριστικό της είναι, κατά την άποψή του, ότι με γλωσσολογικά τερτίπια και υπεκφυγές καθιστά τη συζήτηση οποιουδήποτε θέματος ακατανόητη. «Ενα από τα βασικά ρητά της» εξηγεί «είναι το "il n' y a pas de hors-texte" - τίποτε δεν είναι εκτός κειμένου. Με άλλα λόγια, είναι μια βελτιωμένη εκδοχή του νομιναλισμού, της θεωρίας ότι το νόημα των λέξεων είναι εντελώς αυθαίρετο και ότι, στο βάθος, η πραγματικότητα είναι κάτι το οποίο κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει». Οι μέθοδοι και το λεξιλόγιο της αποδόμησης, άλλοτε νεωτεριστικά και «μόδα» της διανόησης, έχουν σταδιακά ενσωματωθεί, επισημαίνει ο κ. Κίμπολ, στην ακαδημαϊκή συζήτηση. «Είναι ωστόσο σημαντικό να αναγνωρίσουμε» υπογραμμίζει «ότι αυτή η διαδικασία ενσωμάτωσης εξασφάλισε τη συνεχή επιρροή της. Ενώ κάποτε ανήκε κυρίως στη Φιλοσοφία και στη Λογοτεχνία, η μηδενιστική προσέγγιση της αποδόμησης εξαπλώθηκε όλο και περισσότερο: στην Ιστορία, στην Κοινωνιολογία, στην Πολιτική Επιστήμη και στην Αρχιτεκτονική, στις νομικές σχολές και - ο Θεός να μας βοηθήσει! - στις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων». «Ποιος μπορεί να ξεχάσει» συμπληρώνει θέλοντας να δείξει σε ποιο βαθμό η αποδόμηση έχει εισέλθει στη γενική ατμόσφαιρα «τον πολιτικό ο οποίος, κατηγορούμενος για ανάρμοστη συμπεριφορά, είπε για να υπερασπίσει τον εαυτό του: "Ολα εξαρτώνται από το νόημα που δίνει κανείς στη λέξη είναι"».
H αιτία αυτής της απήχησης της αποδόμησης είναι, όπως υπογραμμίζει ο κ. Κίμπολ, ο ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός χαρακτήρας της. «Επειδή η αποδόμηση λειτουργεί με την ανατροπή» γράφει, «οι υπεκφυγές της αποτελούν ταυτοχρόνως μια επίθεση. Επίθεση προς την πειστικότητα της γλώσσας και τους ηθικούς και πνευματικούς ισχυρισμούς που η γλώσσα κωδικοποίησε με την παράδοση». Μια επίθεση εναντίον της γλώσσας αποτελεί ωστόσο για τον κ. Κίμπολ, επίθεση και εναντίον της παράδοσης μέσα στην οποία ζει η γλώσσα και έτσι η αποδόμηση, υπονομεύοντας την ιδέα της αλήθειας, υπονομεύει όλες τις κατεστημένες αξίες.
«Μπορούμε να πούμε πολλά» καταλήγει ο κ. Κίμπολ «για το παλιό ρητό "de mortuis nil nisi bonum". Ο Ζακ Ντεριντά είναι νεκρός. Ας μη μιλάμε άσχημα γι' αυτόν. Οι ιδέες του όμως εξακολουθούν να είναι πολύ ζωντανές. Αξίζουν απλόχερη κριτική από όσους ενδιαφέρονται για τον πνευματικό ιστό της πνευματικής ζωής μας».
Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 17/10/2004 00:00 Το Βήμα
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης