Χρηστος χρυσόπουλος Ο δανεισμένος λόγος - Μια συζήτηση για την επιτελεστικότητα του έργου τέχνης.
Σελίδα 1 από 1
Χρηστος χρυσόπουλος Ο δανεισμένος λόγος - Μια συζήτηση για την επιτελεστικότητα του έργου τέχνης.
Εκπομπή της Πέμπτης 17 / 12 / 2015
Επιτέλεση (ουσ.): 1) η προσπάθεια ή ενέργεια ώστε να αποκτηθεί, να επιτευχθεί ή γενικά να γίνει κάτι
που πληρεί συγκεκριμένα γνωστικά κριτήρια, 2) η συνέχιση ενός πράγματος που έχει αρχίσει,
με σκοπό την ολοκλήρωσή του.
Κάποια από τα βιογραφικά στοιχεία του Χρήστου ..από τα πολλά που μπορείτε να βρείτε στο διαδίκτυο, είναι καλά συντεθειμένα σ' αυτήν εδώ την σελίδα:
http://chrissopoulos-vivlia.blogspot.gr/
Η συζήτησή μας στηρίχθηκε στο βιβλίο που ετοιμάζετε να εκδώσει ο Χρήστος με τίτλο: Ο «ΔΑΝΕΙΣΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ» Δοκίμιο για την επιτελεστικότητα της λογοτεχνίας
Copyright © Χρήστος Χρυσόπουλος & Εκδόσεις Οκτώ, 2015
Πρώτη έκδοση: Δεκέμβριος 2015
ISBN: 978-618-5077-13-6
Ο Χρήστος μου στέλνει μνμ μια δυό μέρες πριν την εκπομπή, πως του φαίνεται ενδιαφέρον να κάνουμε μια εκπομπή τύπου ¨ραδιοφωνικής διάλεξης¨. Του απαντώ βιαστικά μιας και έφευγα εκείνη την στιγμή, ήμουν ήδη καθυστερημένη. Μου άρεσε. Βέβαια δεν καταλάβαινα ακριβώς ποια είναι η διαφορά με τις εκπομπές που κάνουμε… αλλά μου φάνηκε πως είχε ενδιαφέρον κι έτσι συμφώνησα ευχαρίστως. Το πολύ ενδιαφέρον ήταν κι ο τρόπος που στήνει και υπερασπίζεται την πεποίθησή του.
Να λοιπόν ένα παράδειγμα: http://www.bbc.co.uk/programmes/p00gx29y
Reith Lectures
The Reith Lectures is a series of annual radio lectures given by leading figures of the day, commissioned by the BBC and broadcast on BBC Radio 4 and the BBC World Service. The lectures were inaugurated in 1948 by the BBC to mark the historic contribution made to public service broadcasting by Sir John Reith, the corporation's first director-general.
Lord Reith maintained that broadcasting should be a public service which enriches the intellectual and cultural life of the nation. It is in this spirit that the BBC each year invites a leading figure to deliver a series of lectures on radio. The aim is to advance public understanding and debate about significant issues of contemporary interest.[1]
The first Reith lecturer was the philosopher and Nobel laureate, Bertrand Russell. The first female lecturer was Dame Margery Perham in 1961, who spoke on the impact of colonialism in her series of talks entitled The Colonial Reckoning.[2] The youngest Reith Lecturer was Colin Blakemore, who was 30 years old in 1976 when he broadcast six lectures on the brain and consciousness, titled Mechanics of the Mind.[3]
Επιτέλεση (ουσ.): 1) η προσπάθεια ή ενέργεια ώστε να αποκτηθεί, να επιτευχθεί ή γενικά να γίνει κάτι
που πληρεί συγκεκριμένα γνωστικά κριτήρια, 2) η συνέχιση ενός πράγματος που έχει αρχίσει,
με σκοπό την ολοκλήρωσή του.
Κάποια από τα βιογραφικά στοιχεία του Χρήστου ..από τα πολλά που μπορείτε να βρείτε στο διαδίκτυο, είναι καλά συντεθειμένα σ' αυτήν εδώ την σελίδα:
http://chrissopoulos-vivlia.blogspot.gr/
Η συζήτησή μας στηρίχθηκε στο βιβλίο που ετοιμάζετε να εκδώσει ο Χρήστος με τίτλο: Ο «ΔΑΝΕΙΣΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ» Δοκίμιο για την επιτελεστικότητα της λογοτεχνίας
Copyright © Χρήστος Χρυσόπουλος & Εκδόσεις Οκτώ, 2015
Πρώτη έκδοση: Δεκέμβριος 2015
ISBN: 978-618-5077-13-6
Ο Χρήστος μου στέλνει μνμ μια δυό μέρες πριν την εκπομπή, πως του φαίνεται ενδιαφέρον να κάνουμε μια εκπομπή τύπου ¨ραδιοφωνικής διάλεξης¨. Του απαντώ βιαστικά μιας και έφευγα εκείνη την στιγμή, ήμουν ήδη καθυστερημένη. Μου άρεσε. Βέβαια δεν καταλάβαινα ακριβώς ποια είναι η διαφορά με τις εκπομπές που κάνουμε… αλλά μου φάνηκε πως είχε ενδιαφέρον κι έτσι συμφώνησα ευχαρίστως. Το πολύ ενδιαφέρον ήταν κι ο τρόπος που στήνει και υπερασπίζεται την πεποίθησή του.
Να λοιπόν ένα παράδειγμα: http://www.bbc.co.uk/programmes/p00gx29y
Reith Lectures
The Reith Lectures is a series of annual radio lectures given by leading figures of the day, commissioned by the BBC and broadcast on BBC Radio 4 and the BBC World Service. The lectures were inaugurated in 1948 by the BBC to mark the historic contribution made to public service broadcasting by Sir John Reith, the corporation's first director-general.
Lord Reith maintained that broadcasting should be a public service which enriches the intellectual and cultural life of the nation. It is in this spirit that the BBC each year invites a leading figure to deliver a series of lectures on radio. The aim is to advance public understanding and debate about significant issues of contemporary interest.[1]
The first Reith lecturer was the philosopher and Nobel laureate, Bertrand Russell. The first female lecturer was Dame Margery Perham in 1961, who spoke on the impact of colonialism in her series of talks entitled The Colonial Reckoning.[2] The youngest Reith Lecturer was Colin Blakemore, who was 30 years old in 1976 when he broadcast six lectures on the brain and consciousness, titled Mechanics of the Mind.[3]
Έχει επεξεργασθεί από τον/την City Travellers στις Κυρ Δεκ 20, 2015 8:29 pm, 6 φορές συνολικά
Reith lecturer
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Reith_Lectures
Μια σειρά ετήσιων διαλέξεων ραδιόφωνου από κορυφαίες προσωπικότητες. Ανατέθηκε από το BBC και μεταδόθηκε από το BBC Radio 4 και το BBC World Service. Οι διαλέξεις εγκαινιάστηκε το 1948 από το BBC που σηματοδότησε την ιστορική συμβολή στη δημόσια ραδιοτηλεόραση από τον Sir John Reith, πρώτο γενικό διευθυντή της εταιρείας..
Λόρδος Reith υποστήριξε ότι η ραδιοτηλεόραση θα πρέπει να είναι μια δημόσια υπηρεσία η οποία εμπλουτίζει την πνευματική και πολιτιστική ζωή της χώρας. Είναι σε αυτό το πνεύμα που το BBC κάθε χρόνο προσκαλεί ένα ηγετικό σχήμα για να παραδώσει μια σειρά διαλέξεων στο ραδιόφωνο. Ο στόχος είναι να προωθήσει την κατανόηση και συζήτηση σχετικά με σημαντικά θέματα των σύγχρονων ενδιαφερόντων.
Ο πρώτος ομιλητής ήταν ο φιλόσοφος και ο βραβευμένος με Νόμπελ, Μπέρτραντ Ράσελ. Η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια ήταν η Dame Margery Perham το 1961, που μίλησε για τον αντίκτυπο της αποικιοκρατίας σε μια σειρά συνομιλιών με τίτλο The Colonial Reckoning. Ο Λέκτορας Colin Blakemore, ο οποίος ήταν νεότατος, 30 ετών το 1976, όταν μεταδόθηκαν έξι διαλέξεις σχετικά με τον εγκέφαλο και τη συνείδηση, με τίτλο Μηχανισμοί της Διάνοιας.
Μια σειρά ετήσιων διαλέξεων ραδιόφωνου από κορυφαίες προσωπικότητες. Ανατέθηκε από το BBC και μεταδόθηκε από το BBC Radio 4 και το BBC World Service. Οι διαλέξεις εγκαινιάστηκε το 1948 από το BBC που σηματοδότησε την ιστορική συμβολή στη δημόσια ραδιοτηλεόραση από τον Sir John Reith, πρώτο γενικό διευθυντή της εταιρείας..
Λόρδος Reith υποστήριξε ότι η ραδιοτηλεόραση θα πρέπει να είναι μια δημόσια υπηρεσία η οποία εμπλουτίζει την πνευματική και πολιτιστική ζωή της χώρας. Είναι σε αυτό το πνεύμα που το BBC κάθε χρόνο προσκαλεί ένα ηγετικό σχήμα για να παραδώσει μια σειρά διαλέξεων στο ραδιόφωνο. Ο στόχος είναι να προωθήσει την κατανόηση και συζήτηση σχετικά με σημαντικά θέματα των σύγχρονων ενδιαφερόντων.
Ο πρώτος ομιλητής ήταν ο φιλόσοφος και ο βραβευμένος με Νόμπελ, Μπέρτραντ Ράσελ. Η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια ήταν η Dame Margery Perham το 1961, που μίλησε για τον αντίκτυπο της αποικιοκρατίας σε μια σειρά συνομιλιών με τίτλο The Colonial Reckoning. Ο Λέκτορας Colin Blakemore, ο οποίος ήταν νεότατος, 30 ετών το 1976, όταν μεταδόθηκαν έξι διαλέξεις σχετικά με τον εγκέφαλο και τη συνείδηση, με τίτλο Μηχανισμοί της Διάνοιας.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την City Travellers στις Κυρ Δεκ 20, 2015 8:27 pm, 3 φορές συνολικά
Κείμενο Χρυσόπουλου για την lecture εκπομπή
...εδώ θα παραθέσουμε το κείμενο που ετοίμασε ο Χρυσόπουλος γιαυτή την lecture εκπομπή:
Έχει επεξεργασθεί από τον/την City Travellers στις Κυρ Δεκ 20, 2015 8:34 pm, 3 φορές συνολικά
Χρήστος Χρυσόπουλος , O επιμελής νους / By frmk poetry
http://frmk.gr/2014/12/16/performcons/
Χρήστος Χρυσόπουλος , O επιμελής νους
By frmk poetry / . / [φρμκ] on line, [φρμκ]#4 φθινόπωρο-χειμώνας 2014
Επιτελεστικότητα και συνειδητοποίηση1
We must educate our readers
We must really educate them2
Με τον όρο επιτελεστικότητα (performativity) ορίζεται η ικανότητα ενός σημειωτικού συστήματος να έχει επιπτώσεις στον πραγματικό, έξω-σημειωτικό, κόσμο.
Με τον όρο επιτελεστική λογοτεχνία (performative literature) ορίζουμε όχι ένα συγκεκριμένο είδος γραφής αλλά τη διακριτή ικανότητα ορισμένων λογοτεχνικών έργων να επιζούν της ανάγνωσης, εξακολουθώντας –τρόπον τινά– να «επιτελούν» κάποιον σκοπό (συχνά πολύ πέραν του χρόνου κατά τον οποίον γράφτηκαν).3
Θα μπορούσαμε, τότε, να μιλήσουμε για τα χαρακτηριστικά της «διαχρονικότητας» ορισμένων κειμένων. Ποια θα μπορούσαν, λοιπόν, να είναι τα γνωρίσματα αυτής της επιβίωσης την οποία ονομάζουμε «επιτελεστικότητα»; Τα γνωρίσματα αυτά είναι δύο ειδών:
Κάποια επείγουσα αίσθηση του επίκαιρου (urgency).4 Η επιτελεστική λογοτεχνία αντιλαμβανόμαστε ότι «μιλά» για κάτι που αφορά τον κόσμο. Εντούτοις, ακόμα και όταν πραγματεύεται το γνωστό (ή το επανειπωμένο), δεν βαρύνεται με την επίκριση του παρωχημένου.
Κάποια αίσθηση κοινωνικότητας – συνάφειας (agency).5 Η επιτελεστική λογοτεχνία αντιλαμβανόμαστε ότι «μιλά σ’ εμάς» για κάτι που αφορά τον κόσμο (αν και όχι απαραίτητα για κάτι που αφορά «εμάς» με τη στενή έννοια).
Την ίδια στιγμή που «μιλά σ’ εμάς για τον κόσμο» η επιτελεστική λογοτεχνία εμπρόθετα προβάλλει τρεις σημαντικές πολυμέρειες:
Υποδεικνύει ότι ο κόσμος δεν υφίσταται ως αμετάβλητη και συνεκτική οντότητα.
Υποδεικνύει ότι η γλώσσα δεν λέει μόνο ένα πράγμα τη φορά.
Υποδεικνύει ότι η λογοτεχνία μιλά εξ ονόματος της ιδίας.
Ο κριτικός στοχασμός (critical reflection), ο προβληματισμός (problem posing) και ο διάλογος (discourse) βρίσκονται στον πυρήνα της μυθιστοριογραφίας που συντάσσεται με το πρόταγμα της επιτελεστικότητας. Τα κείμενα δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλέον αποθετήρια γνώσης, αλλά να αντιμετωπίζονται ως πεδία στοχασμού, εντός των οποίων οι αναγνώστες θα παράγουν γνώση για το δικό τους συμφέρον. Πρόκειται για το θεμελιώδες στοιχείο στην προσέγγιση του επιτελεστικού μυθιστορήματος: η ανάγνωση θα πρέπει να παράγει εξατομικευμένους κώδικες νοηματοδότησης για τον κόσμο της μυθοπλασίας και τις σχέσεις του με τον πραγματικό κόσμο. Αυτό ακριβώς το στοιχείο αποτελεί και τη βάση της έννοιας της «συνειδητοποίησης» (conscientization)6 στη μυθιστοριογραφία.
Η επιτελεστική γραφή ενθαρρύνει τους αναγνώστες να υπερβούν την καταπίεση των εδραιωμένων συστημάτων, να ανακαλύψουν τους τρόπους με τους οποίους αυτή εδραιώνεται και –μέσω του κριτικού στοχασμού– να διεκδικήσουν τη χειραφέτησή τους καθώς και έναν πληρέστερο συμμετοχικό ρόλο ως αναγνώστες/ερμηνευτές (ακόμη και ως συν-δημιουργοί).
Οι βασικότερες παραδοχές σε αυτήν την εκδοχή για τη μυθιστοριογραφία είναι οι ακόλουθες:
Η ανάγνωση δεν είναι σε καμία περίπτωση ουδέτερη διαδικασία. Προχωρώντας σε μια περαιτέρω διάκριση: η ιδιότητα του επαρκούς αναγνώστη (αυτό που με λίγα λόγια θα ονομάζαμε «η αγάπη για τα γράμματα») είναι μια ποιότητα της συνείδησης και όχι απλή κατάκτηση γνώσεων και τεχνικής. Είναι κάτι το οποίο καλλιεργείται και δεν αποτελεί προϋπόθεση. Με άλλα λόγια, η αγάπη για τη λογοτεχνία είναι μια στάση (stance) την οποία όμως αντιλαμβανόμαστε όταν έχει ήδη επιτελεστεί (όπως ισχυρίζεται ο Ντελέζ: «Η λογοτεχνία λειτουργεί όπως η συνείδηση, φτάνει πάντοτε αργοπορημένη»).7
Η εκάστοτε κυρίαρχη κουλτούρα μεταδίδεται και εσωτερικεύεται μέσω της επανάληψης. Τα επιμέρους στοιχεία της ενδεχομένως να τροποποιούνται όπως εμφαίνονται στο ένα έργο ή στο άλλο. Στη βάση του, όμως, το σύστημα παραμένει κυρίαρχο. Συνεπώς, ο καθένας διαβάζει και απολαμβάνει τα κείμενα όπως έχει «μάθει». Σύμφωνα με αυτό το πρότυπο, επιλέγει και ποια βιβλία θα διαβάσει. Όπερ, ο κύκλος κλείνει.
Η κατασκευή της πραγματικότητας εμπεριέχεται πρωτίστως στη γλώσσα. Αυτό σημαίνει ότι πολύ συχνά οι αναγνώστες δέχονται (ή, σε άλλες περιπτώσεις, τους επιβάλλεται) μια πραγματικότητα η οποία είναι άσχετη με την αφετηριακή πολιτιστική και γλωσσική τους ταυτότητα. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί από τη φύση του απευκταίο. Οι ευνοϊκές εκδοχές του σχετίζονται με την ανοιχτότητα στους πολιτισμούς, ενώ οι αρνητικές με την ισοπεδωτική κυριαρχία δημοφιλών στερεοτύπων και ελαφρών αναγνωσμάτων.
Η σημασία του διαλόγου ανάμεσα στον αναγνώστη και στο κείμενο είναι πρωτεύουσα. Ανεξάρτητα από την προθυμία του αναγνώστη, το επιτελεστικό μυθιστόρημα υποβάλλει την αίσθηση της συνδιαλλαγής. Ο αποδεκτικός αναγνώστης θα ανταποκριθεί με ικανοποίηση, ενώ ο απειθής αναγνώστης θα καταλογίσει αυτό το αίτημα ως μειονέκτημα του έργου (στρυφνότητα, εκζήτηση, ασάφεια, δυσκολία… κ.λπ.).
Ο κριτικός και διαρκής στοχασμός είναι μια διαδικασία επερωτήσεων, μέσω της οποίας ο αναγνώστης ανακαλύπτει τους μύθους οι οποίοι τον εξαπατούν και συμβάλλουν στη συνέχιση της πλάνης. Αυτά τα δύο συνθετικά στοιχεία (ένα δομικό: μύθος και ένα φαινομενολογικό: πλάνη) εμπεριέχονται σε κάθε είδους μυθοπλασία. Από εκεί και πέρα προκύπτει και ο συνήθης ισοπεδωτικός μεταμοντέρνος πειρασμός να αρνηθούμε οποιαδήποτε μαρτυρία. Με άλλα λόγια, να απαλείψουμε εντελώς τον συγγραφέα και να περιοριστούμε στην προφάνεια του κειμένου. Εντούτοις, ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους (τον συγγραφέα – το κείμενο) διατάσσονται γνωστά ερωτήματα τα οποία υποδεικνύει η ίδια η γλώσσα, π.χ.:
Τι μας πληροφορούν οι διατυπώσεις ενός μυθιστορήματος για το ίδιο το μυθιστόρημα και για το περιβάλλον του;
Οι πληροφορίες που προκύπτουν είναι, άραγε, αποτέλεσμα συγγραφικής πρόθεσης ή αποτελούν αναντίρρητα στοιχεία μιας πραγματικότητας;
Γιατί το πληροφοριακό περιεχόμενο ενός μυθιστορήματος έχει συνήθως τη μορφή υπαινιγμού;
Όλα τα παραπάνω περιγράφουν όχι μια κατάσταση, αλλά αυτό που –ακολουθώντας τον Φρέιρε– θα μπορούσαμε να ονομάσουμε προβληματίζουσα ανάγνωση (problematizing reading). Τα κλειδιά εδώ είναι η συνειδητοποίηση (στην οποία αναφερθήκαμε) και ο προβληματισμός. Όπου προβληματισμός σημαίνει κυρίως τον μετασχηματισμό των αναπαραστάσεων και των ιδεών σε μια πιο συνειδητή, κριτική γνώση. Η ανάγνωση, λοιπόν, μεταμορφώνεται σε αναστοχαστική δράση. Τη μετάβαση αυτή περιγράφουν τα τέσσερα στάδια της τυπολογίας που έχει αναπτύξει η Πατρίτσια Κράντον (Patricia Cranton):8
1. Ενδυνάμωση του αναγνώστη
Συμμετοχή (ανοιχτό κείμενο).
Σκέψη (κειμενικό περιβάλλον που εμπεριέχει και προάγει τον στοχασμό).
Ανάληψη ευθύνης (η δυνατότητα για ανα/αυτο-στοχασμό).
2. Ανάπτυξη κριτικής συνείδησης
Αμφισβήτηση δεδομένων αντιλήψεων.
Προβολή διαφορετικών εναλλακτικών ερμηνειών του έργου.
Διάκριση και αποτίμηση των στάσεων που εμπεριέχονται στο έργο.
3. Μετασχηματιστική ανάγνωση
Επαναξιολόγηση γενικών θέσεων και αντιλήψεων για τη λογοτεχνία.
Δημιουργία σχέσεων με άλλους τρόπους πρόσληψης των λογοτεχνικών έργων.
Αναγνώριση άλλων αναγνωστικών συμφερόντων.
4. Ενδυναμωμένος και χειραφετημένος αναγνώστης
Εμπεδωμένος κριτικός στοχασμός.
Μετασχηματισμός μέσω της ανάγνωσης.
Προθυμία αλλαγής παραδείγματος.
Στο τέταρτο στάδιο της Κράντον, ο όρος ενδυναμωμένος/ενδυνάμωση (empowerment) είναι συγγενής αλλά όχι ταυτόσημος με τον όρο χειραφετημένος/χειραφέτηση (emancipation). Η ενδυνάμωση αφορά την ανάπτυξη εκείνων των δεξιοτήτων ή αντιλήψεων οι οποίες θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να λειτουργήσει επιτυχώς εντός του συστήματος και των δομών εξουσίας του κειμένου, ενώ η χειραφέτηση αφορά την κριτική ανάλυση και αναθεώρηση της εξουσίας του κειμένου. Η χειραφέτηση, λοιπόν, εκπροσωπεί την απελευθέρωσή μας από τις εκτιμήσεις που διαστρεβλώνουν η άγνοια, η κυρίαρχη ιδεολογία, ο ανορθολογισμός, η παράδοση και η συνήθεια.9
Επιστρέφουμε, λοιπόν, στην επιτελεστικότητα για να επισημάνουμε ότι η κίνηση που περιγράψαμε ως εδώ (από τον αναγνώστη–υπήκοο στον ενδυναμωμένο και χειραφετημένο αναγνώστη), μια διαδρομή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε συμπερασματικά συνειδητοποίηση (conscientization), ξεκινά από μια «ματιά προς τα μέσα». Από την αναζήτηση των αιτίων της εμπλοκής μας με τη λογοτεχνία.
Το ζήτημα δεν είναι πλέον: «τι διαβάζω».
Παραμένει (σε μικρότερο βαθμό): «πώς διαβάζω».
Αλλά πρωτίστως είναι: «γιατί διαβάζω».
Η ιεραρχία έχει πλέον αντιστραφεί. Ενώ στο παρελθόν η πρώτη μέριμνα ήταν η εκλογή ενός αναγνώσματος: «ποιο βιβλίο να διαβάσω;», «τι έχει κυκλοφορήσει;», «ποιο βιβλίο είναι καλό;», τώρα ο αναγνώστης που συντάσσεται με την επιτελεστικότητα καλείται να αποφασίσει κάτι θεμελιωδέστερο: «για ποιον λόγο ψάχνω ένα βιβλίο;», «τι χρειάζομαι από ένα βιβλίο;», «τι θέλω να εξυπηρετήσω με την ανάγνωσή του;».
Οι απαντήσεις που θα δοθούν σε αυτά τα ερωτήματα διαμορφώνονται από μια ιδιοσυγκρασία που το επιτελεστικό μυθιστόρημα φιλοδοξεί εν μέρει να διαπλάσει. Με άλλα λόγια, το επιτελεστικό μυθιστόρημα στοχεύει (ανάμεσα σε άλλα) στο να εκπαιδεύσει τους ίδιους τους αναγνώστες του. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία, επειδή όλα τα μυθιστορήματα ανεξαιρέτως τοποθετούν τους αναγνώστες σε λίγο-πολύ παρόμοιες καταστάσεις (που αφορούν ακόμη και τις υλικές προϋποθέσεις ή την τεχνολογία της ανάγνωσης),10 εντούτοις κάθε αναγνώστης αντιδρά σύμφωνα με τις εμπειρίες, τις αντιλήψεις και τις επιθυμίες του.
Σε ό,τι αφορά τον δικό μας ρόλο ως συγγραφείς, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι τίποτα δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως θέσφατο στην κριτικοστοχαστική θεώρηση των ζητημάτων που μας απασχολούν. Επειδή ό,τι γενικώς θεωρείται ως κοινή λογική είναι σε μεγάλο βαθμό προαποφασισμένο και δεν εξυπηρετεί απαραίτητα ούτε εμάς τους ίδιους ούτε τις ανάγκες των άλλων.
Στο τέλος, για τον ευσυνείδητο συγγραφέα, η γραφή συντάσσεται με μια στάση ζωής. Με μια στάση που οφείλει να χαρακτηρίζεται από τη διαρκή αμφισβήτηση. Τόσο των δεδομένων της εργασίας μας όσο και της ίδιας μας της εμπειρίας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Επιλεγμένοι όροι
Αναστοχασμός (Reflection). Η ex-post facto αποτίμηση ερμηνειών, αντιλήψεων, εκτιμήσεων… κ.λπ., μέσω μιας αναδρομικής διαδικασίας που αναθεωρεί τα αφετηριακά τους δεδομένα και δίνει έμφαση στη μεταγνωστική σκέψη (metacognition). Ο αναστοχασμός δεν προϋποθέτει απαραίτητα την εμπρόθετη αμφισβήτηση, αλλά εστιάζει οπωσδήποτε στην εξέταση των αποτελεσμάτων οποιασδήποτε εμπειρίας, δράσης ή ιδέας. Αφορά την κριτική αποτίμηση των κανόνων που οριοθετούν την ιστορία και τη βιογραφία μας, τους ρόλους και τις προσδοκίες μας, καθώς και τις εσωτερικευμένες δυνάμεις που ορίζουν πεδία της συμπεριφοράς και της δραστηριότητάς μας.
Αναστοχαστική ανάγνωση. Αφορά την ανάγνωση των κειμένων έπειτα από την κριτική αποτίμηση σχηματισμένων αναπαραστάσεων, ιδεών ή αντιλήψεων. Η αναστοχαστική ανάγνωση δεν είναι απαραίτητα μια δεύτερη ανάγνωση, μπορεί να αποτελέσει μια στρατηγική προσέγγισης των κειμένων «σε πρώτο χρόνο», αφού της αποδίδεται η έννοια του αναστοχασμού κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης (on action) αλλά και μετά την ολοκλήρωσή της (in action).11
Αυτεπίγνωση. Αφορά την επίγνωση αξιολογικών προτάσεων που αποδίδουν εσωτερικευμένες (δηλαδή σιωπηρές) πεποιθήσεις, αντιλήψεις, ιδέες κ.ά. και την κυριολεκτική τους διατύπωση (λέξη προς λέξη).
Διαφοροποιητική λειτουργία της ανάγνωσης (Discriminant reading). Η ικανότητα να διαχωρίζουμε με ακρίβεια τα αποτελέσματα πεποιθήσεων, αντιλήψεων, ιδεών ή πράξεων στο πλαίσιο μιας μυθοπλασίας από τα αντίστοιχά τους στον πραγματικό κόσμο. Πρόκειται για τη δεξιότητα να εντοπίζουμε αιτιακές σχέσεις και να αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά πλαίσια (contexts).
Ενδυνάμωση του αναγνώστη. Αφορά την ανάπτυξη εκείνων των δεξιοτήτων οι οποίες θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να αναπτύξει κριτική σκέψη εντός του συστήματος των δομών εξουσίας που επιβάλλει το εκάστοτε κείμενο. Δηλαδή δίχως να ανασκευάζει τη σύμβαση του έργου («διαβάζω το έργο ως έχει – όπως μου αυτοσυστήνεται»). Πρόκειται για μια έννοια η οποία συνδέεται άμεσα με (αλλά διαχωρίζεται από) αυτή της χειραφέτησης.
Κριτική ανάγνωση. Είναι ταυτόσημη με μια διμέτωπη αμφισβήτηση: α) της εγκυρότητας και του τρόπου με τον οποίο αποκτήθηκε προηγούμενη γνώση και σχηματίστηκαν πεποιθήσεις και ιδέες για τη λογοτεχνία και τη σχέση μας μαζί της, και β) των αντίστοιχων πεποιθήσεων ή προσδοκιών όπως σχηματίστηκαν στην επαφή μας με τον πραγματικό κόσμο. Μόνο τότε αποκτά νόημα η επιτελεστικότητα της λογοτεχνίας: στη διάδραση με τις ιδέες και τις εμπειρίες στον πραγματικό κόσμο. Βασικές προϋποθέσεις εδώ είναι: α) η πρόθεση και η ετοιμότητα να σκεπτόμαστε με λογικά επιχειρήματα και β) η ετοιμότητα να αναθεωρούμε ιδέες δικές μας αλλά και των άλλων. Συνεπώς, η κριτική ανάγνωση αναφέρεται σε γνωστικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα κατά τρόπο πειθαρχημένο και συνεπή και δεν περιορίζεται στο «πώς», αλλά επεκτείνεται στο «γιατί» και στο «μετά» της λογοτεχνίας.
Μεταγνώση (Metacognition). Η διαδικασία εκείνη κατά την οποία αναγνωρίζουμε τη γνωστική κατάσταση και τις λειτουργίες βάσει των οποίων ρυθμίζονται οι γνωστικές μας συνήθειες και στρατηγικές (όπως είναι η ανάγνωση και ό,τι αυτή συνεπάγεται).
Συναισθηματική λειτουργία στην ανάγνωση. Εκείνη η αναμφισβήτητη πτυχή της ανάγνωσης η οποία περιλαμβάνει την παραγωγή συναισθηματικών αντιδράσεων από την εμπλοκή μας με τη μυθοπλασία, αλλά και από την αυτογνωστική μας αντίληψη για το πώς σκεπτόμαστε για τη λογοτεχνία ή δρούμε ως αναγνώστες.
Χειραφετική ανάγνωση (Emancipatory Reading). Πρόκειται για εκείνη τη διαδικασία με την οποία ο αναγνώστης αναθεωρεί τις προϋποθέσεις που επιχειρεί να επιβάλει το κείμενο, με την πρόθεση να υιοθετήσει εναλλακτικές οπτικές ή εκδοχές οι οποίες εμφανίζονται ως πιο αποδοτικές. Πρόκειται για μια ανασκευή («διαβάζω το έργο ως κάποιο άλλο»). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσέγγιση ιερών κειμένων ως προϊόντα μυθοπλασίας, η ανάγνωση δοκιμίων σαν να ήταν μυθιστορήματα…12 κ.ο.κ.
========================
1Το βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου «Ο δανεισμένος λόγος – Δοκίμιο για την επιτελεστικότητα της λογοτεχνίας» θα κυκλοφορήσειτο 2016 από τις εκδόσεις Οκτώ.
2Παραφρασμένη φράση του Όσκαρ Ουάιλντ, στο πρωτότυπο: «We must educate out critics – we must really educate them» [Gilbert Burgess, «A talk with Mr. Oscar Wilde», The Sketch, January 9th, Λονδίνο, 1895].
3Γιατί μιλάμε τότε για την επιτελεστικότητα και δεν μιλάμε απλώς για τη διαχρονικότητα του λογοτεχνικού έργου; Η διαφορά είναι ότι η διαχρονικότητα είναι μια ιδιότητα που αποδίδεται κάθε φορά στο λογοτεχνικό έργο από την αναγνωστική του κοινότητα και εξαρτάται/διασφαλίζεται από την επιτελεστικότητα του κειμένου. Η επιτελεστικότητα αποτελεί αναγκαία συνθήκη της διαχρονικότητας. Συνεπώς, μιλώντας για τα ίδια τα κείμενα, μιλάμε για τις συναρτήσεις της επιτελεστικότητάς τους, οι οποίες είναι και οι μόνες που μπορούν να αποτελέσουν δυνητικά αντικείμενο της πρόθεσης ενός συγγραφέα.
4Η λέξη «αίσθηση» χρησιμοποιείται εδώ ως αντίληψη (notion) και διαφοροποιείται από την αισθητηριακή/διαισθητική γνώση (sense/feeling). Υπό αυτήν την έννοια, η «αίσθηση» που συνάδει με την επιτελεστικότητα προσεγγίζει την «απαγωγική γνώση» (abduction) για την οποία μιλούν οι Charles Sanders Peirce και Alfred Gell [βλ. παρακάτω σημ. 2]. Η επιτελεστικότητα, λοιπόν, καθίσταται μεν ένα διαγνώσιμο χαρακτηριστικό των κειμένων, αλλά διαφεύγοντας το σαφές και το καθορισμένο πλαίσιο. Αποτελεί έναν απαγωγικό τύπο λογικού συμπεράσματος, τον οποίο ο C.S. Peirce περιγράφει ως «εικασία» και θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο μαντεύουμε μια εξήγηση: «Abduction, in the sense I give the word, is any reasoning of a large class of which the provisional adoption of an explanatory hypothesis is the type. But it includes processes of thought which lead only to the suggestion of questions to be considered, and includes much besides» [C.S. Peirce, «Prolegomena To an Apology For Pragmaticism», The Monist, τόμος XVI, αρ. 4, The Open Court Publishing Co, Chicago, IL, October 1906, σελ.492-546]. Σύμφωνα με τον Peirce, το να «απαγάγουμε» μια υποθετική εξήγηση Α από ένα γεγονός Β σημαίνει να εικάσουμε ότι το Α είναι αληθές επειδή τότε το Β θα καθίστατο εύλογο. Η απαγωγή, λοιπόν, έχει τη μορφή μιας «ικανής αλλά όχι αναγκαίας» συνθήκης. Βλ. επίσης: Paul Thagard and Cameron Shelley, Abductive reasoning: Logic, visual thinking, and coherence, Philosophy Department, University of Waterloo, Ontario, Canada, 1997 στο http://cogsci.uwaterloo.ca/Articles/Pages/%7FAbductive.html (τελευταία επίσκεψη, 23/1/2011).
5Ο όρος agency μπορεί να λάβει πολλές σημασίες, αλλά εδώ νοείται με τρόπο που συγγενεύει προς την ανθρωπολογική θεωρία της τέχνης του Alfred Gell. Ο Gell υποστηρίζει ότι η φυσική και μόνο ύπαρξη του έργου τέχνης κινητοποιεί τον παραλήπτη (θεατή/αναγνώστη/ακροατή) να επιτελέσει μιαν απαγωγή (abduction) «ενδύοντας» το καλλιτεχνικό έργο με προθετικότητα. Με αυτόν τον τρόπο (και όταν η παραπάνω απόδοση της προθετικότητας είναι επιτυχημένη) διαπιστώνουμε ότι το έργο τέχνης διαθέτει την ιδιαίτερη εκείνη ισχύ που το καθιστά ικανό να κινητοποιήσει προς δράση και να ορίσει το (περισσότερο ή λιγότερο ευρύ) πεδίο των κοινών πεποιθήσεων (shared understanding) που χαρακτηρίζουν όσους «συμφωνούν» μαζί του – δηλαδή όσους θεωρούν ότι το συγκεκριμένο έργο έχει καλλιτεχνική αξία. Βλ. Alfred Gell, Art and Agency: An Anthropological Theory, Oxford, Clarendon Press, 1998. Έχει, επίσης, προταθεί η μετάφραση του όρου agency ως «επιδραστικότητα». Προκρίνουμε εδώ τη μετάφρασή του ως «κοινωνικότητα», εμφαίνοντας την κοινωνική διάσταση που δίνει ο Alfred Gell στο πεδίο της κοινής κατανόησης του έργου τέχνης (shared understanding).
6Ο όρος συνειδητοποίηση (conscientization) ή κριτική συνείδηση (critical consciousness) βασίζεται στην κριτική θεωρία και αποτελεί συνεισφορά του θεωρητικού της εκπαίδευσης Πάουλο Φρέιρε (Paulo Freire, 1921-1997). Η συνειδητοποίηση στοχεύει στην εις βάθος κατανόηση του περίπλοκου χαρακτήρα του κόσμου, επιτρέποντας την αποδοχή και αξιολόγηση των κοινωνικών και πολιτικών αντιφάσεων και αντινομιών του. Παράλληλα, ο όρος συνειδητοποίηση εμπεριέχει και την ανάληψη δράσης για την άρση των καταπιεστικών εκδοχών αυτής της πραγματικότητας.
7Gilles Deleuze, «The Philosophy of Crime Novels». Desert Islands and Other Texts (1953-1974), μτφρ. Mike Taormina, Semiotext(e), 2003, σελ.81-85.
8Patricia Cranton, Understanding and Promoting Transformative Learning. Jossey-Bass, 2005.
9Ως φιλοσοφικός όρος, η χειραφέτηση τοποθετείται στο επίκεντρο της αναζήτησης της αλήθειας. Υπό αυτή την έννοια, οι συσχετισμοί μεταξύ ηθικών, επιστημολογικών και μεταφυσικών προτάσεων παρέχουν το φιλοσοφικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη του κριτικού στοχασμού σε μια ιδανική ομιλιακή κατάσταση (ideal speech situation). Δηλαδή σε εκείνο το πλαίσιο διαλόγου το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις της απρόσκοπτης ορθολογικής επικοινωνίας. Θα μπορούσαμε εδώ να ανατρέξουμε στην αρχή της συνεργασίας (Cooperative Principle) του Χέρμπερτ Γκράις: «Να συμμετέχεις στη συνομιλία όπως απαιτείται, στο κατάλληλο σημείο, σύμφωνα με τον αποδεκτό σκοπό και προς την κατεύθυνση της επικοινωνίας στην οποία εμπλέκεσαι» [H. P. Grice, “The logic of conversation”, στον τόμο Syntax and Semantics, Academic Press, 1975]. Βλ. Χρήστος Χρυσόπουλος, «Πώς δολοφονούνται οι ήρωες της λογοτεχνίας», Το γλωσσικό κουτί, εκδόσεις Καστανιώτη, 2006, κεφ. 44, σελ.203 κ.ε.
10 Τα πράγματα διαφοροποιούνται όταν μπαίνουν στη χορεία της ψηφιακής λογοτεχνίας. Βλ. Χρήστος Χρυσόπουλος, «Προτιμώ να κουβεντιάζω με chatbots», Χαμένοι στο διαδίκτυο, εκδόσεις Πατάκη, 2008.
11 Βλ. Donald Schön, The Reflective Turn, Columbia University, 1991.
12Μπορούμε εδώ να επικαλεστούμε ένα τέτοιο παράδειγμα: το διάσημο βιβλίο της Τζέην Τζέηκομπς, Ο θάνατος και η ζωή των μεγάλων αμερικανικών πόλεων, είναι δυνατόν να διαβαστεί σήμερα όχι μόνο ως ένα ιστορικό πολεοδομικό δοκίμιο, αλλά και ως ένα μεταμοντέρνο, εξαιρετικά στοχαστικό μυθιστόρημα ιδεών για τη Νέα Υόρκη των σίξτις.
Χρήστος Χρυσόπουλος , O επιμελής νους
By frmk poetry / . / [φρμκ] on line, [φρμκ]#4 φθινόπωρο-χειμώνας 2014
Επιτελεστικότητα και συνειδητοποίηση1
We must educate our readers
We must really educate them2
Με τον όρο επιτελεστικότητα (performativity) ορίζεται η ικανότητα ενός σημειωτικού συστήματος να έχει επιπτώσεις στον πραγματικό, έξω-σημειωτικό, κόσμο.
Με τον όρο επιτελεστική λογοτεχνία (performative literature) ορίζουμε όχι ένα συγκεκριμένο είδος γραφής αλλά τη διακριτή ικανότητα ορισμένων λογοτεχνικών έργων να επιζούν της ανάγνωσης, εξακολουθώντας –τρόπον τινά– να «επιτελούν» κάποιον σκοπό (συχνά πολύ πέραν του χρόνου κατά τον οποίον γράφτηκαν).3
Θα μπορούσαμε, τότε, να μιλήσουμε για τα χαρακτηριστικά της «διαχρονικότητας» ορισμένων κειμένων. Ποια θα μπορούσαν, λοιπόν, να είναι τα γνωρίσματα αυτής της επιβίωσης την οποία ονομάζουμε «επιτελεστικότητα»; Τα γνωρίσματα αυτά είναι δύο ειδών:
Κάποια επείγουσα αίσθηση του επίκαιρου (urgency).4 Η επιτελεστική λογοτεχνία αντιλαμβανόμαστε ότι «μιλά» για κάτι που αφορά τον κόσμο. Εντούτοις, ακόμα και όταν πραγματεύεται το γνωστό (ή το επανειπωμένο), δεν βαρύνεται με την επίκριση του παρωχημένου.
Κάποια αίσθηση κοινωνικότητας – συνάφειας (agency).5 Η επιτελεστική λογοτεχνία αντιλαμβανόμαστε ότι «μιλά σ’ εμάς» για κάτι που αφορά τον κόσμο (αν και όχι απαραίτητα για κάτι που αφορά «εμάς» με τη στενή έννοια).
Την ίδια στιγμή που «μιλά σ’ εμάς για τον κόσμο» η επιτελεστική λογοτεχνία εμπρόθετα προβάλλει τρεις σημαντικές πολυμέρειες:
Υποδεικνύει ότι ο κόσμος δεν υφίσταται ως αμετάβλητη και συνεκτική οντότητα.
Υποδεικνύει ότι η γλώσσα δεν λέει μόνο ένα πράγμα τη φορά.
Υποδεικνύει ότι η λογοτεχνία μιλά εξ ονόματος της ιδίας.
Ο κριτικός στοχασμός (critical reflection), ο προβληματισμός (problem posing) και ο διάλογος (discourse) βρίσκονται στον πυρήνα της μυθιστοριογραφίας που συντάσσεται με το πρόταγμα της επιτελεστικότητας. Τα κείμενα δεν θα πρέπει να θεωρούνται πλέον αποθετήρια γνώσης, αλλά να αντιμετωπίζονται ως πεδία στοχασμού, εντός των οποίων οι αναγνώστες θα παράγουν γνώση για το δικό τους συμφέρον. Πρόκειται για το θεμελιώδες στοιχείο στην προσέγγιση του επιτελεστικού μυθιστορήματος: η ανάγνωση θα πρέπει να παράγει εξατομικευμένους κώδικες νοηματοδότησης για τον κόσμο της μυθοπλασίας και τις σχέσεις του με τον πραγματικό κόσμο. Αυτό ακριβώς το στοιχείο αποτελεί και τη βάση της έννοιας της «συνειδητοποίησης» (conscientization)6 στη μυθιστοριογραφία.
Η επιτελεστική γραφή ενθαρρύνει τους αναγνώστες να υπερβούν την καταπίεση των εδραιωμένων συστημάτων, να ανακαλύψουν τους τρόπους με τους οποίους αυτή εδραιώνεται και –μέσω του κριτικού στοχασμού– να διεκδικήσουν τη χειραφέτησή τους καθώς και έναν πληρέστερο συμμετοχικό ρόλο ως αναγνώστες/ερμηνευτές (ακόμη και ως συν-δημιουργοί).
Οι βασικότερες παραδοχές σε αυτήν την εκδοχή για τη μυθιστοριογραφία είναι οι ακόλουθες:
Η ανάγνωση δεν είναι σε καμία περίπτωση ουδέτερη διαδικασία. Προχωρώντας σε μια περαιτέρω διάκριση: η ιδιότητα του επαρκούς αναγνώστη (αυτό που με λίγα λόγια θα ονομάζαμε «η αγάπη για τα γράμματα») είναι μια ποιότητα της συνείδησης και όχι απλή κατάκτηση γνώσεων και τεχνικής. Είναι κάτι το οποίο καλλιεργείται και δεν αποτελεί προϋπόθεση. Με άλλα λόγια, η αγάπη για τη λογοτεχνία είναι μια στάση (stance) την οποία όμως αντιλαμβανόμαστε όταν έχει ήδη επιτελεστεί (όπως ισχυρίζεται ο Ντελέζ: «Η λογοτεχνία λειτουργεί όπως η συνείδηση, φτάνει πάντοτε αργοπορημένη»).7
Η εκάστοτε κυρίαρχη κουλτούρα μεταδίδεται και εσωτερικεύεται μέσω της επανάληψης. Τα επιμέρους στοιχεία της ενδεχομένως να τροποποιούνται όπως εμφαίνονται στο ένα έργο ή στο άλλο. Στη βάση του, όμως, το σύστημα παραμένει κυρίαρχο. Συνεπώς, ο καθένας διαβάζει και απολαμβάνει τα κείμενα όπως έχει «μάθει». Σύμφωνα με αυτό το πρότυπο, επιλέγει και ποια βιβλία θα διαβάσει. Όπερ, ο κύκλος κλείνει.
Η κατασκευή της πραγματικότητας εμπεριέχεται πρωτίστως στη γλώσσα. Αυτό σημαίνει ότι πολύ συχνά οι αναγνώστες δέχονται (ή, σε άλλες περιπτώσεις, τους επιβάλλεται) μια πραγματικότητα η οποία είναι άσχετη με την αφετηριακή πολιτιστική και γλωσσική τους ταυτότητα. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί από τη φύση του απευκταίο. Οι ευνοϊκές εκδοχές του σχετίζονται με την ανοιχτότητα στους πολιτισμούς, ενώ οι αρνητικές με την ισοπεδωτική κυριαρχία δημοφιλών στερεοτύπων και ελαφρών αναγνωσμάτων.
Η σημασία του διαλόγου ανάμεσα στον αναγνώστη και στο κείμενο είναι πρωτεύουσα. Ανεξάρτητα από την προθυμία του αναγνώστη, το επιτελεστικό μυθιστόρημα υποβάλλει την αίσθηση της συνδιαλλαγής. Ο αποδεκτικός αναγνώστης θα ανταποκριθεί με ικανοποίηση, ενώ ο απειθής αναγνώστης θα καταλογίσει αυτό το αίτημα ως μειονέκτημα του έργου (στρυφνότητα, εκζήτηση, ασάφεια, δυσκολία… κ.λπ.).
Ο κριτικός και διαρκής στοχασμός είναι μια διαδικασία επερωτήσεων, μέσω της οποίας ο αναγνώστης ανακαλύπτει τους μύθους οι οποίοι τον εξαπατούν και συμβάλλουν στη συνέχιση της πλάνης. Αυτά τα δύο συνθετικά στοιχεία (ένα δομικό: μύθος και ένα φαινομενολογικό: πλάνη) εμπεριέχονται σε κάθε είδους μυθοπλασία. Από εκεί και πέρα προκύπτει και ο συνήθης ισοπεδωτικός μεταμοντέρνος πειρασμός να αρνηθούμε οποιαδήποτε μαρτυρία. Με άλλα λόγια, να απαλείψουμε εντελώς τον συγγραφέα και να περιοριστούμε στην προφάνεια του κειμένου. Εντούτοις, ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους (τον συγγραφέα – το κείμενο) διατάσσονται γνωστά ερωτήματα τα οποία υποδεικνύει η ίδια η γλώσσα, π.χ.:
Τι μας πληροφορούν οι διατυπώσεις ενός μυθιστορήματος για το ίδιο το μυθιστόρημα και για το περιβάλλον του;
Οι πληροφορίες που προκύπτουν είναι, άραγε, αποτέλεσμα συγγραφικής πρόθεσης ή αποτελούν αναντίρρητα στοιχεία μιας πραγματικότητας;
Γιατί το πληροφοριακό περιεχόμενο ενός μυθιστορήματος έχει συνήθως τη μορφή υπαινιγμού;
Όλα τα παραπάνω περιγράφουν όχι μια κατάσταση, αλλά αυτό που –ακολουθώντας τον Φρέιρε– θα μπορούσαμε να ονομάσουμε προβληματίζουσα ανάγνωση (problematizing reading). Τα κλειδιά εδώ είναι η συνειδητοποίηση (στην οποία αναφερθήκαμε) και ο προβληματισμός. Όπου προβληματισμός σημαίνει κυρίως τον μετασχηματισμό των αναπαραστάσεων και των ιδεών σε μια πιο συνειδητή, κριτική γνώση. Η ανάγνωση, λοιπόν, μεταμορφώνεται σε αναστοχαστική δράση. Τη μετάβαση αυτή περιγράφουν τα τέσσερα στάδια της τυπολογίας που έχει αναπτύξει η Πατρίτσια Κράντον (Patricia Cranton):8
1. Ενδυνάμωση του αναγνώστη
Συμμετοχή (ανοιχτό κείμενο).
Σκέψη (κειμενικό περιβάλλον που εμπεριέχει και προάγει τον στοχασμό).
Ανάληψη ευθύνης (η δυνατότητα για ανα/αυτο-στοχασμό).
2. Ανάπτυξη κριτικής συνείδησης
Αμφισβήτηση δεδομένων αντιλήψεων.
Προβολή διαφορετικών εναλλακτικών ερμηνειών του έργου.
Διάκριση και αποτίμηση των στάσεων που εμπεριέχονται στο έργο.
3. Μετασχηματιστική ανάγνωση
Επαναξιολόγηση γενικών θέσεων και αντιλήψεων για τη λογοτεχνία.
Δημιουργία σχέσεων με άλλους τρόπους πρόσληψης των λογοτεχνικών έργων.
Αναγνώριση άλλων αναγνωστικών συμφερόντων.
4. Ενδυναμωμένος και χειραφετημένος αναγνώστης
Εμπεδωμένος κριτικός στοχασμός.
Μετασχηματισμός μέσω της ανάγνωσης.
Προθυμία αλλαγής παραδείγματος.
Στο τέταρτο στάδιο της Κράντον, ο όρος ενδυναμωμένος/ενδυνάμωση (empowerment) είναι συγγενής αλλά όχι ταυτόσημος με τον όρο χειραφετημένος/χειραφέτηση (emancipation). Η ενδυνάμωση αφορά την ανάπτυξη εκείνων των δεξιοτήτων ή αντιλήψεων οι οποίες θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να λειτουργήσει επιτυχώς εντός του συστήματος και των δομών εξουσίας του κειμένου, ενώ η χειραφέτηση αφορά την κριτική ανάλυση και αναθεώρηση της εξουσίας του κειμένου. Η χειραφέτηση, λοιπόν, εκπροσωπεί την απελευθέρωσή μας από τις εκτιμήσεις που διαστρεβλώνουν η άγνοια, η κυρίαρχη ιδεολογία, ο ανορθολογισμός, η παράδοση και η συνήθεια.9
Επιστρέφουμε, λοιπόν, στην επιτελεστικότητα για να επισημάνουμε ότι η κίνηση που περιγράψαμε ως εδώ (από τον αναγνώστη–υπήκοο στον ενδυναμωμένο και χειραφετημένο αναγνώστη), μια διαδρομή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε συμπερασματικά συνειδητοποίηση (conscientization), ξεκινά από μια «ματιά προς τα μέσα». Από την αναζήτηση των αιτίων της εμπλοκής μας με τη λογοτεχνία.
Το ζήτημα δεν είναι πλέον: «τι διαβάζω».
Παραμένει (σε μικρότερο βαθμό): «πώς διαβάζω».
Αλλά πρωτίστως είναι: «γιατί διαβάζω».
Η ιεραρχία έχει πλέον αντιστραφεί. Ενώ στο παρελθόν η πρώτη μέριμνα ήταν η εκλογή ενός αναγνώσματος: «ποιο βιβλίο να διαβάσω;», «τι έχει κυκλοφορήσει;», «ποιο βιβλίο είναι καλό;», τώρα ο αναγνώστης που συντάσσεται με την επιτελεστικότητα καλείται να αποφασίσει κάτι θεμελιωδέστερο: «για ποιον λόγο ψάχνω ένα βιβλίο;», «τι χρειάζομαι από ένα βιβλίο;», «τι θέλω να εξυπηρετήσω με την ανάγνωσή του;».
Οι απαντήσεις που θα δοθούν σε αυτά τα ερωτήματα διαμορφώνονται από μια ιδιοσυγκρασία που το επιτελεστικό μυθιστόρημα φιλοδοξεί εν μέρει να διαπλάσει. Με άλλα λόγια, το επιτελεστικό μυθιστόρημα στοχεύει (ανάμεσα σε άλλα) στο να εκπαιδεύσει τους ίδιους τους αναγνώστες του. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία, επειδή όλα τα μυθιστορήματα ανεξαιρέτως τοποθετούν τους αναγνώστες σε λίγο-πολύ παρόμοιες καταστάσεις (που αφορούν ακόμη και τις υλικές προϋποθέσεις ή την τεχνολογία της ανάγνωσης),10 εντούτοις κάθε αναγνώστης αντιδρά σύμφωνα με τις εμπειρίες, τις αντιλήψεις και τις επιθυμίες του.
Σε ό,τι αφορά τον δικό μας ρόλο ως συγγραφείς, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι τίποτα δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως θέσφατο στην κριτικοστοχαστική θεώρηση των ζητημάτων που μας απασχολούν. Επειδή ό,τι γενικώς θεωρείται ως κοινή λογική είναι σε μεγάλο βαθμό προαποφασισμένο και δεν εξυπηρετεί απαραίτητα ούτε εμάς τους ίδιους ούτε τις ανάγκες των άλλων.
Στο τέλος, για τον ευσυνείδητο συγγραφέα, η γραφή συντάσσεται με μια στάση ζωής. Με μια στάση που οφείλει να χαρακτηρίζεται από τη διαρκή αμφισβήτηση. Τόσο των δεδομένων της εργασίας μας όσο και της ίδιας μας της εμπειρίας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Επιλεγμένοι όροι
Αναστοχασμός (Reflection). Η ex-post facto αποτίμηση ερμηνειών, αντιλήψεων, εκτιμήσεων… κ.λπ., μέσω μιας αναδρομικής διαδικασίας που αναθεωρεί τα αφετηριακά τους δεδομένα και δίνει έμφαση στη μεταγνωστική σκέψη (metacognition). Ο αναστοχασμός δεν προϋποθέτει απαραίτητα την εμπρόθετη αμφισβήτηση, αλλά εστιάζει οπωσδήποτε στην εξέταση των αποτελεσμάτων οποιασδήποτε εμπειρίας, δράσης ή ιδέας. Αφορά την κριτική αποτίμηση των κανόνων που οριοθετούν την ιστορία και τη βιογραφία μας, τους ρόλους και τις προσδοκίες μας, καθώς και τις εσωτερικευμένες δυνάμεις που ορίζουν πεδία της συμπεριφοράς και της δραστηριότητάς μας.
Αναστοχαστική ανάγνωση. Αφορά την ανάγνωση των κειμένων έπειτα από την κριτική αποτίμηση σχηματισμένων αναπαραστάσεων, ιδεών ή αντιλήψεων. Η αναστοχαστική ανάγνωση δεν είναι απαραίτητα μια δεύτερη ανάγνωση, μπορεί να αποτελέσει μια στρατηγική προσέγγισης των κειμένων «σε πρώτο χρόνο», αφού της αποδίδεται η έννοια του αναστοχασμού κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης (on action) αλλά και μετά την ολοκλήρωσή της (in action).11
Αυτεπίγνωση. Αφορά την επίγνωση αξιολογικών προτάσεων που αποδίδουν εσωτερικευμένες (δηλαδή σιωπηρές) πεποιθήσεις, αντιλήψεις, ιδέες κ.ά. και την κυριολεκτική τους διατύπωση (λέξη προς λέξη).
Διαφοροποιητική λειτουργία της ανάγνωσης (Discriminant reading). Η ικανότητα να διαχωρίζουμε με ακρίβεια τα αποτελέσματα πεποιθήσεων, αντιλήψεων, ιδεών ή πράξεων στο πλαίσιο μιας μυθοπλασίας από τα αντίστοιχά τους στον πραγματικό κόσμο. Πρόκειται για τη δεξιότητα να εντοπίζουμε αιτιακές σχέσεις και να αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά πλαίσια (contexts).
Ενδυνάμωση του αναγνώστη. Αφορά την ανάπτυξη εκείνων των δεξιοτήτων οι οποίες θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να αναπτύξει κριτική σκέψη εντός του συστήματος των δομών εξουσίας που επιβάλλει το εκάστοτε κείμενο. Δηλαδή δίχως να ανασκευάζει τη σύμβαση του έργου («διαβάζω το έργο ως έχει – όπως μου αυτοσυστήνεται»). Πρόκειται για μια έννοια η οποία συνδέεται άμεσα με (αλλά διαχωρίζεται από) αυτή της χειραφέτησης.
Κριτική ανάγνωση. Είναι ταυτόσημη με μια διμέτωπη αμφισβήτηση: α) της εγκυρότητας και του τρόπου με τον οποίο αποκτήθηκε προηγούμενη γνώση και σχηματίστηκαν πεποιθήσεις και ιδέες για τη λογοτεχνία και τη σχέση μας μαζί της, και β) των αντίστοιχων πεποιθήσεων ή προσδοκιών όπως σχηματίστηκαν στην επαφή μας με τον πραγματικό κόσμο. Μόνο τότε αποκτά νόημα η επιτελεστικότητα της λογοτεχνίας: στη διάδραση με τις ιδέες και τις εμπειρίες στον πραγματικό κόσμο. Βασικές προϋποθέσεις εδώ είναι: α) η πρόθεση και η ετοιμότητα να σκεπτόμαστε με λογικά επιχειρήματα και β) η ετοιμότητα να αναθεωρούμε ιδέες δικές μας αλλά και των άλλων. Συνεπώς, η κριτική ανάγνωση αναφέρεται σε γνωστικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα κατά τρόπο πειθαρχημένο και συνεπή και δεν περιορίζεται στο «πώς», αλλά επεκτείνεται στο «γιατί» και στο «μετά» της λογοτεχνίας.
Μεταγνώση (Metacognition). Η διαδικασία εκείνη κατά την οποία αναγνωρίζουμε τη γνωστική κατάσταση και τις λειτουργίες βάσει των οποίων ρυθμίζονται οι γνωστικές μας συνήθειες και στρατηγικές (όπως είναι η ανάγνωση και ό,τι αυτή συνεπάγεται).
Συναισθηματική λειτουργία στην ανάγνωση. Εκείνη η αναμφισβήτητη πτυχή της ανάγνωσης η οποία περιλαμβάνει την παραγωγή συναισθηματικών αντιδράσεων από την εμπλοκή μας με τη μυθοπλασία, αλλά και από την αυτογνωστική μας αντίληψη για το πώς σκεπτόμαστε για τη λογοτεχνία ή δρούμε ως αναγνώστες.
Χειραφετική ανάγνωση (Emancipatory Reading). Πρόκειται για εκείνη τη διαδικασία με την οποία ο αναγνώστης αναθεωρεί τις προϋποθέσεις που επιχειρεί να επιβάλει το κείμενο, με την πρόθεση να υιοθετήσει εναλλακτικές οπτικές ή εκδοχές οι οποίες εμφανίζονται ως πιο αποδοτικές. Πρόκειται για μια ανασκευή («διαβάζω το έργο ως κάποιο άλλο»). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσέγγιση ιερών κειμένων ως προϊόντα μυθοπλασίας, η ανάγνωση δοκιμίων σαν να ήταν μυθιστορήματα…12 κ.ο.κ.
========================
1Το βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου «Ο δανεισμένος λόγος – Δοκίμιο για την επιτελεστικότητα της λογοτεχνίας» θα κυκλοφορήσειτο 2016 από τις εκδόσεις Οκτώ.
2Παραφρασμένη φράση του Όσκαρ Ουάιλντ, στο πρωτότυπο: «We must educate out critics – we must really educate them» [Gilbert Burgess, «A talk with Mr. Oscar Wilde», The Sketch, January 9th, Λονδίνο, 1895].
3Γιατί μιλάμε τότε για την επιτελεστικότητα και δεν μιλάμε απλώς για τη διαχρονικότητα του λογοτεχνικού έργου; Η διαφορά είναι ότι η διαχρονικότητα είναι μια ιδιότητα που αποδίδεται κάθε φορά στο λογοτεχνικό έργο από την αναγνωστική του κοινότητα και εξαρτάται/διασφαλίζεται από την επιτελεστικότητα του κειμένου. Η επιτελεστικότητα αποτελεί αναγκαία συνθήκη της διαχρονικότητας. Συνεπώς, μιλώντας για τα ίδια τα κείμενα, μιλάμε για τις συναρτήσεις της επιτελεστικότητάς τους, οι οποίες είναι και οι μόνες που μπορούν να αποτελέσουν δυνητικά αντικείμενο της πρόθεσης ενός συγγραφέα.
4Η λέξη «αίσθηση» χρησιμοποιείται εδώ ως αντίληψη (notion) και διαφοροποιείται από την αισθητηριακή/διαισθητική γνώση (sense/feeling). Υπό αυτήν την έννοια, η «αίσθηση» που συνάδει με την επιτελεστικότητα προσεγγίζει την «απαγωγική γνώση» (abduction) για την οποία μιλούν οι Charles Sanders Peirce και Alfred Gell [βλ. παρακάτω σημ. 2]. Η επιτελεστικότητα, λοιπόν, καθίσταται μεν ένα διαγνώσιμο χαρακτηριστικό των κειμένων, αλλά διαφεύγοντας το σαφές και το καθορισμένο πλαίσιο. Αποτελεί έναν απαγωγικό τύπο λογικού συμπεράσματος, τον οποίο ο C.S. Peirce περιγράφει ως «εικασία» και θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο μαντεύουμε μια εξήγηση: «Abduction, in the sense I give the word, is any reasoning of a large class of which the provisional adoption of an explanatory hypothesis is the type. But it includes processes of thought which lead only to the suggestion of questions to be considered, and includes much besides» [C.S. Peirce, «Prolegomena To an Apology For Pragmaticism», The Monist, τόμος XVI, αρ. 4, The Open Court Publishing Co, Chicago, IL, October 1906, σελ.492-546]. Σύμφωνα με τον Peirce, το να «απαγάγουμε» μια υποθετική εξήγηση Α από ένα γεγονός Β σημαίνει να εικάσουμε ότι το Α είναι αληθές επειδή τότε το Β θα καθίστατο εύλογο. Η απαγωγή, λοιπόν, έχει τη μορφή μιας «ικανής αλλά όχι αναγκαίας» συνθήκης. Βλ. επίσης: Paul Thagard and Cameron Shelley, Abductive reasoning: Logic, visual thinking, and coherence, Philosophy Department, University of Waterloo, Ontario, Canada, 1997 στο http://cogsci.uwaterloo.ca/Articles/Pages/%7FAbductive.html (τελευταία επίσκεψη, 23/1/2011).
5Ο όρος agency μπορεί να λάβει πολλές σημασίες, αλλά εδώ νοείται με τρόπο που συγγενεύει προς την ανθρωπολογική θεωρία της τέχνης του Alfred Gell. Ο Gell υποστηρίζει ότι η φυσική και μόνο ύπαρξη του έργου τέχνης κινητοποιεί τον παραλήπτη (θεατή/αναγνώστη/ακροατή) να επιτελέσει μιαν απαγωγή (abduction) «ενδύοντας» το καλλιτεχνικό έργο με προθετικότητα. Με αυτόν τον τρόπο (και όταν η παραπάνω απόδοση της προθετικότητας είναι επιτυχημένη) διαπιστώνουμε ότι το έργο τέχνης διαθέτει την ιδιαίτερη εκείνη ισχύ που το καθιστά ικανό να κινητοποιήσει προς δράση και να ορίσει το (περισσότερο ή λιγότερο ευρύ) πεδίο των κοινών πεποιθήσεων (shared understanding) που χαρακτηρίζουν όσους «συμφωνούν» μαζί του – δηλαδή όσους θεωρούν ότι το συγκεκριμένο έργο έχει καλλιτεχνική αξία. Βλ. Alfred Gell, Art and Agency: An Anthropological Theory, Oxford, Clarendon Press, 1998. Έχει, επίσης, προταθεί η μετάφραση του όρου agency ως «επιδραστικότητα». Προκρίνουμε εδώ τη μετάφρασή του ως «κοινωνικότητα», εμφαίνοντας την κοινωνική διάσταση που δίνει ο Alfred Gell στο πεδίο της κοινής κατανόησης του έργου τέχνης (shared understanding).
6Ο όρος συνειδητοποίηση (conscientization) ή κριτική συνείδηση (critical consciousness) βασίζεται στην κριτική θεωρία και αποτελεί συνεισφορά του θεωρητικού της εκπαίδευσης Πάουλο Φρέιρε (Paulo Freire, 1921-1997). Η συνειδητοποίηση στοχεύει στην εις βάθος κατανόηση του περίπλοκου χαρακτήρα του κόσμου, επιτρέποντας την αποδοχή και αξιολόγηση των κοινωνικών και πολιτικών αντιφάσεων και αντινομιών του. Παράλληλα, ο όρος συνειδητοποίηση εμπεριέχει και την ανάληψη δράσης για την άρση των καταπιεστικών εκδοχών αυτής της πραγματικότητας.
7Gilles Deleuze, «The Philosophy of Crime Novels». Desert Islands and Other Texts (1953-1974), μτφρ. Mike Taormina, Semiotext(e), 2003, σελ.81-85.
8Patricia Cranton, Understanding and Promoting Transformative Learning. Jossey-Bass, 2005.
9Ως φιλοσοφικός όρος, η χειραφέτηση τοποθετείται στο επίκεντρο της αναζήτησης της αλήθειας. Υπό αυτή την έννοια, οι συσχετισμοί μεταξύ ηθικών, επιστημολογικών και μεταφυσικών προτάσεων παρέχουν το φιλοσοφικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη του κριτικού στοχασμού σε μια ιδανική ομιλιακή κατάσταση (ideal speech situation). Δηλαδή σε εκείνο το πλαίσιο διαλόγου το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις της απρόσκοπτης ορθολογικής επικοινωνίας. Θα μπορούσαμε εδώ να ανατρέξουμε στην αρχή της συνεργασίας (Cooperative Principle) του Χέρμπερτ Γκράις: «Να συμμετέχεις στη συνομιλία όπως απαιτείται, στο κατάλληλο σημείο, σύμφωνα με τον αποδεκτό σκοπό και προς την κατεύθυνση της επικοινωνίας στην οποία εμπλέκεσαι» [H. P. Grice, “The logic of conversation”, στον τόμο Syntax and Semantics, Academic Press, 1975]. Βλ. Χρήστος Χρυσόπουλος, «Πώς δολοφονούνται οι ήρωες της λογοτεχνίας», Το γλωσσικό κουτί, εκδόσεις Καστανιώτη, 2006, κεφ. 44, σελ.203 κ.ε.
10 Τα πράγματα διαφοροποιούνται όταν μπαίνουν στη χορεία της ψηφιακής λογοτεχνίας. Βλ. Χρήστος Χρυσόπουλος, «Προτιμώ να κουβεντιάζω με chatbots», Χαμένοι στο διαδίκτυο, εκδόσεις Πατάκη, 2008.
11 Βλ. Donald Schön, The Reflective Turn, Columbia University, 1991.
12Μπορούμε εδώ να επικαλεστούμε ένα τέτοιο παράδειγμα: το διάσημο βιβλίο της Τζέην Τζέηκομπς, Ο θάνατος και η ζωή των μεγάλων αμερικανικών πόλεων, είναι δυνατόν να διαβαστεί σήμερα όχι μόνο ως ένα ιστορικό πολεοδομικό δοκίμιο, αλλά και ως ένα μεταμοντέρνο, εξαιρετικά στοχαστικό μυθιστόρημα ιδεών για τη Νέα Υόρκη των σίξτις.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΛΑΝΤΖΟΣ, Αρχαιολογία και νεωτερικότητα
Μιας και αρχίσαμε κάπως σχετικά την κουβέντα μας στην εκπομπή της Πέμπτης 17 / 12 / 2015 και ώρα 18:00 - 20:00, παραθέτω αυτό το κείμενο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Αυγή" με τον τίτλο Αρχαιολογία και νεωτερικότητα, από τον
Πλάντζος Δημήτρης, στις 28.09.2014.
Οι αρχαιολογίες του κλασικού. Αναθεωρώντας τον εμπειρικό κανόνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας του, το ελληνικό κράτος έχει επιδοθεί σε μια ενθουσιώδη, εντατική και συστηματική επένδυση στην αναστήλωση των κλασικών μνημείων που βρίσκονται διατηρημένα στο έδαφός του. Ξεκινώντας από την ευρύτατα διαδεδομένη πεποίθηση ότι «πλούτος πολύς θέλει εισρεύσει εις την Ελλάδα διά της καθ' ημέρας συρροής πολλών περιηγητών» οι οποίοι αναμένονταν να κατακλύσουν τον ελλαδικό χώρο όπως ήδη έκαναν, αντίστοιχα, στην Ιταλία «ένεκα των αρχαιοτήτων των Ελλήνων», σύμφωνα με τα λόγια του Κυριακού Πιττάκη το 1844, φτάνουμε σε πιο ολοκληρωμένες στρατηγικές αναπαράστασης της ελληνικής ετεροτοπίας κατά τη δεκαετία του 1930, όταν η «ανακαίνισις» των μνημείων θεωρείται ελληνικό «καθήκον» αλλά και «συμφέρον». Σε μελέτη που δημοσιεύει το 1935 ο πολιτικός μηχανικός Αθανάσιος Μάνος, με τίτλο «Ο Τουρισμός εν Ελλάδι», προβλέπει ότι η μερική αναστήλωση των ελληνικών μνημείων θα τα καταστήσει «περισσότερον ενδιαφέροντα διά τους μελετητάς και επομένως και η απόδοσις εκ τούτων θέλει είναι μεγαλυτέρα». Ο ίδιος μάλιστα προτείνει τη συστηματική αναστήλωση αρχαίων θεάτρων και σταδίων με σκοπό την αναβίωση του αρχαίου δράματος, αποκλειστικά για τουριστικούς σκοπούς. Οδηγούμαστε κατ' αυτόν τον τρόπο στη συστηματική, επιστημονικά κατοχυρωμένη και στρατηγικά ευκταία ανακατασκευή του ελληνικού τοπίου σύμφωνα με τις επιταγές της νεωτερικής επιστήμης και της νεοκλασικής αισθητικής, έτσι ώστε παράλληλα να συγκροτηθεί και το φυσικό πεδίο όπου θα μπορεί να αναβιώσει το ελληνικό πνεύμα. Δεν είναι, προφανώς, τυχαίο ότι δύο χρόνια ενωρίτερα, το 1933, ο δημοσιογράφος και πολιτικός Λέων Μακκάς, ένας από τους ελάχιστους τεχνοκράτες που αντιμετώπισαν, όπως και ο Μάνος, το τουριστικό φαινόμενο με συστηματικό και ολοκληρωμένο τρόπο, είχε εκδώσει τη μελέτη του Το ελληνικόν πρόβλημα και το σχέδιον μιας λύσεως, όπου προτείνει μεταξύ άλλων ένα οργανωμένο εγχείρημα δημοσίων έργων που θα προβλέπει εκτεταμένες «απαλλοτριώσεις, αποζημιώσεις, δαπάνας, θυσίας» σύμφωνα με «το σύστημα που εφήρμοσεν εις την Ρώμην ο Μουσσολίνι», ώστε να καταστεί η Αθήνα προσφιλής στους τουρίστες. Οι εκτεταμένες αναστηλώσεις των ελληνικών ερειπίων, που μάλιστα γνωρίζουν αυξανόμενη διάδοση κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, καλούνται επομένως να συντονίσουν το ελληνικό κράτος με τις απαιτήσεις της δυτικής νεωτερικότητας και τις επιταγές διεθνών οργανισμών όπως η UNESCO κ.ο.κ., αλλά παράλληλα και να καταστήσουν τον ελληνικό πολιτισμό ορατό, προσβάσιμο και διαθέσιμο προς κατανάλωση. Οι σύγχρονες ελληνικές αναστηλώσεις, πιστές στο γράμμα και το πνεύμα των διεθνών συμβάσεων που καθορίζουν όχι μόνον τι και πώς αναστηλώνεται αλλά και για ποιο λόγο, αναδεικνύουν με έμφαση τον εποπτικό και παιδαγωγικό τους χαρακτήρα, πέρα από την προφανή τους αποστολή της προστασίας των μνημείων και του όσο γίνεται μετριασμού της φθοράς που υφίστανται από τον χρόνο και το περιβάλλον.
Παράλληλα, τα εκτεταμένα αναστηλωτικά έργα του 20ού αιώνα, πολλά από τα οποία συνεχίζονται έως και σήμερα, συγκροτούν νέες υλικότητες του ελληνικού χώρου, αλλά και νέες στρατηγικές πρόσληψης του κλασικού πολιτισμού. Συνεργούν στον οριστικό καθαρμό των κλασικών μνημείων από μεταγενέστερες προσθήκες και αλλοιώσεις, επικυρώνοντας έτσι τον ύστατο θρίαμβο του νεοκλασικού εγχειρήματος και αποδίδοντας μνημεία και χώρους εποπτικά ανασκευασμένους ώστε να υπηρετείται η ιδεατή εικόνα των επιλεγμένων ερειπίων μάλλον παρά κάποια άλλη εκδοχή της ιστορίας τους. Την ίδια στιγμή, η διαδικασία «εξαγνισμού» των ερειπίων από την ίδια τους την ιστορία συγκροτεί και το απαραίτητο αφήγημα περί της ικανότητας του έθνους να μεριμνά για τις αρχαιότητες που βρίσκονται στο έδαφός του, εύσημο που του επιτρέπει να διεκδικεί δικαιώματα στη νεωτερικότητα. Οι εκτεταμένες σκαλωσιές που συναντά κανείς στους αρχαιολογικούς χώρους συνθέτουν μία κατ' εξοχήν νεωτερική χωρικότητα που, αν και προσωρινή, ορίζει εκ νέου τον εθνικό χρόνο, επιτρέποντας στο συλλογικό φαντασιακό του έθνους από τη μια να θυμάται τον εαυτό του στη διαχρονική του εξέλιξη και από την άλλη να προβάλλει τις νεωτερικές συμβολές του στο διηνεκές. Όπως άλλωστε έχει επισημανθεί αναφορικά με άλλα εθνικά κράτη της Μεσογείου, όπως η Αίγυπτος, παρόμοιες μεγαλόπνοες παρεμβάσεις στο φυσικό ή το δομημένο περιβάλλον (εγγειοβελτιωτικά και αρδευτικά έργα, φράγματα, αποξηράνσεις λιμνών, κ.ο.κ.) είναι ορισμένοι από τους τρόπους με τους οποίους το εθνικό κράτος καθιερώνεται στη διεθνή συνείδηση ως τεχνοοικονομική δύναμη. Συχνά μάλιστα, όπως στην περίπτωση της μεταφοράς των δύο φαραωνικών ναών του Άμπου Σίμπελ στην Αίγυπτο το 1968, που κρίθηκε αναγκαία για τη διατήρησή τους μετά την κατασκευή του φράγματος του Ασσουάν, οι παρεμβάσεις αυτές συνδυάζονται με προστατευτικές επεμβάσεις στα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος.
Ο τεχνοπολιτικός χαρακτήρας των αρχαιολογικών χώρων, κατασκευασμένων εκ νέου σύμφωνα με το ποικίλο πλέγμα στρατηγικών και επιδιώξεων που αναλύθηκε παραπάνω, επηρεάζει το έργο του κλασικού αρχαιολόγου, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό και το αποτέλεσμα της εργασίας του. Η χρήση των μνημείων ως συμβόλων μέσω των οποίων το εθνικό φαντασιακό αφενός ορίζει την πολιτισμική του γενεαλογία και αφετέρου αυτοκαθορίζεται ως υποκείμενο ιστορικής διάκρισης σε έναν κόσμο εθνικισμών που αντιμάχονται ο ένας τον άλλον, μετατρέπει την πολιτισμική κληρονομιά σε «λογότυπο» του έθνους, σύμφωνα με την ευφυή ρήση του Μπένεντικτ Άντερσον. Πρόκειται για μια διαδικασία συστηματικής εκκοσμίκευσης της αρχαίας κουλτούρας - ας μην ξεχνάμε πως οι αρχαίοι ναοί, τα ανάκτορα, τα νεκροταφεία κατασκευάστηκαν για άλλους λόγους, που ελάχιστα σχετίζονται με τη σημερινή τους χρήση. Η αδιόρατη αυτή μεταποίηση γεννά νέες υλικότητες του αρχαίου χώρου, εμπλουτίζοντας την εγγενή ικανότητα των μνημείων να γοητεύουν τον θεατή τους: σύμφωνα με τον Άλφρεντ Τζελ, τα δομημένα τοπία έχουν συστηματικά συγκροτηθεί ακολουθώντας συγκεκριμένες «τεχνολογίες σαγήνευσης» που καθορίζουν τη διάδρασή τους με τον άψυχο και έμψυχο περίγυρό τους. [...]Οι χώροι επενεργούν στο φαντασιακό του θεατή και μέσω των τέχνεργων που διατάσσουν στρατηγικά απέναντι στο βλέμμα του, είτε πρόκειται για τα αρχιτεκτονικά γλυπτά ενός ιερού είτε για τα επιτύμβια σήματα ενός νεκροταφείου, κ.ο.κ. Η νεωτερική αρχαιολογική παρέμβαση υιοθετεί τις αρχαίες τεχνολογίες, μεταλλάσσοντάς τες έτσι ώστε να συγκροτήσει σύγχρονα ετεροτοπικά δομημένα σύνολα, με σκοπό να προμηθεύσει το εθνικό φαντασιακό με στοιχεία του παρελθόντος που προσφέρονται «προς αναβίωση και θαυμασμό».
Οι αναστηλωμένοι -ή μάλλον διαρκώς αναστηλωνόμενοι- αρχαιολογικοί χώροι δεν αποτελούν όμως μόνο το σκηνικό του εθνικού παρόντος. Αντιθέτως, συμμετέχουν ενεργά σ' αυτό, κατασκευάζοντάς το. Ως νεότευκτα «θέατρα της μνήμης», υποδύονται το φυσικό, εξαγνισμένο και αδιαμεσολάβητο τοπίο, γεφυρώνοντας, υποτίθεται, το παρόν με το παρελθόν: εξ ου και ο ετεροτοπικός τους χαρακτήρας. Η μετατροπή των αρχαιολογικών χώρων σε δομημένα τοπία μνήμης, κάτω από συγκεκριμένες τεχνοπολιτικές στρατηγικές, είναι βεβαίως αναπόφευκτη: σε αντίθετη περίπτωση, τα ερείπια θα έπρεπε να αφεθούν στην τύχη τους, κάτι που αφενός αντιβαίνει στις τρέχουσες παραδοχές περί διατήρησης και προστασίας της υλικής και άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς και αφετέρου συνιστά επίσης παρέμβαση τεχνοπολιτικού χαρακτήρα. Όπως αναπόφευκτη είναι και η αξιοποίηση της υλικότητάς τους από μερίδες του κοινού με τρόπους που δεν προέκρινε απαραίτητα ο φορέας που ανέλαβε την αναστήλωση-ανάδειξή τους. Μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε όχι μόνο να επενεργούν στο συλλογικό φαντασιακό αλλά και να ασκούν συγκεκριμένες βιοπολιτικές στρατηγικές, εκμεταλλευόμενες την υλικότητα των μνημείων από τη μια αλλά και την υλικότητα της ίδιας τους της παρέμβασης από την άλλη, ώστε τελικά να παρέμβουν στην εκ νέου κατασκευή του εθνικού χρόνου. [...]
Τόσο στη μητροπολιτική Δύση όσο και στην εκμοντερνισμένη Ανατολή, οι αρχαιολογικοί χώροι αναδεικνύουν το πιο χαρακτηριστικό ίσως αδιέξοδο της ύστερης νεωτερικότητας: το γεγονός ότι το νεωτερικό αρχείο αγγίζει πλέον τα όριά του. Καθώς η αγωνία της διατήρησης φαίνεται να καταλαμβάνει κάθε έκφραση του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, συνειδητοποιούμε σταδιακά ότι η νεωτερικότητα κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μια απολιθωμένη δυστοπία εικόνων. Στην ιδεατή τους κατάσταση, όταν η συντήρηση, αναστήλωση, ανάδειξη κ.ο.κ. των ερειπίων που περιέχουν θα έχει ολοκληρωθεί, όταν δηλαδή οι αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, συντηρητές και εργάτες θα έχουν ολοκληρώσει το έργο τους και οι σκαλωσιές θα έχουν απομακρυνθεί, τότε (και μόνον) οι χώροι θα μιλούν για αυτό για το οποίο φτιάχτηκαν, τον αέναο, αποκρυσταλλωμένο χρόνο ενός εξιδανικευμένου, και εν πολλοίς επινοημένου, παρελθόντος. Όπως άλλωστε είναι γνωστό, το νεωτερικό αρχείο αποκτά το πλήρες νόημά του μόνον στο μέλλον.
*Ο Δημήτρης Πλάντζος διδάσκει κλασική αρχαιολογία στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πλάντζος Δημήτρης, στις 28.09.2014.
Οι αρχαιολογίες του κλασικού. Αναθεωρώντας τον εμπειρικό κανόνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας του, το ελληνικό κράτος έχει επιδοθεί σε μια ενθουσιώδη, εντατική και συστηματική επένδυση στην αναστήλωση των κλασικών μνημείων που βρίσκονται διατηρημένα στο έδαφός του. Ξεκινώντας από την ευρύτατα διαδεδομένη πεποίθηση ότι «πλούτος πολύς θέλει εισρεύσει εις την Ελλάδα διά της καθ' ημέρας συρροής πολλών περιηγητών» οι οποίοι αναμένονταν να κατακλύσουν τον ελλαδικό χώρο όπως ήδη έκαναν, αντίστοιχα, στην Ιταλία «ένεκα των αρχαιοτήτων των Ελλήνων», σύμφωνα με τα λόγια του Κυριακού Πιττάκη το 1844, φτάνουμε σε πιο ολοκληρωμένες στρατηγικές αναπαράστασης της ελληνικής ετεροτοπίας κατά τη δεκαετία του 1930, όταν η «ανακαίνισις» των μνημείων θεωρείται ελληνικό «καθήκον» αλλά και «συμφέρον». Σε μελέτη που δημοσιεύει το 1935 ο πολιτικός μηχανικός Αθανάσιος Μάνος, με τίτλο «Ο Τουρισμός εν Ελλάδι», προβλέπει ότι η μερική αναστήλωση των ελληνικών μνημείων θα τα καταστήσει «περισσότερον ενδιαφέροντα διά τους μελετητάς και επομένως και η απόδοσις εκ τούτων θέλει είναι μεγαλυτέρα». Ο ίδιος μάλιστα προτείνει τη συστηματική αναστήλωση αρχαίων θεάτρων και σταδίων με σκοπό την αναβίωση του αρχαίου δράματος, αποκλειστικά για τουριστικούς σκοπούς. Οδηγούμαστε κατ' αυτόν τον τρόπο στη συστηματική, επιστημονικά κατοχυρωμένη και στρατηγικά ευκταία ανακατασκευή του ελληνικού τοπίου σύμφωνα με τις επιταγές της νεωτερικής επιστήμης και της νεοκλασικής αισθητικής, έτσι ώστε παράλληλα να συγκροτηθεί και το φυσικό πεδίο όπου θα μπορεί να αναβιώσει το ελληνικό πνεύμα. Δεν είναι, προφανώς, τυχαίο ότι δύο χρόνια ενωρίτερα, το 1933, ο δημοσιογράφος και πολιτικός Λέων Μακκάς, ένας από τους ελάχιστους τεχνοκράτες που αντιμετώπισαν, όπως και ο Μάνος, το τουριστικό φαινόμενο με συστηματικό και ολοκληρωμένο τρόπο, είχε εκδώσει τη μελέτη του Το ελληνικόν πρόβλημα και το σχέδιον μιας λύσεως, όπου προτείνει μεταξύ άλλων ένα οργανωμένο εγχείρημα δημοσίων έργων που θα προβλέπει εκτεταμένες «απαλλοτριώσεις, αποζημιώσεις, δαπάνας, θυσίας» σύμφωνα με «το σύστημα που εφήρμοσεν εις την Ρώμην ο Μουσσολίνι», ώστε να καταστεί η Αθήνα προσφιλής στους τουρίστες. Οι εκτεταμένες αναστηλώσεις των ελληνικών ερειπίων, που μάλιστα γνωρίζουν αυξανόμενη διάδοση κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, καλούνται επομένως να συντονίσουν το ελληνικό κράτος με τις απαιτήσεις της δυτικής νεωτερικότητας και τις επιταγές διεθνών οργανισμών όπως η UNESCO κ.ο.κ., αλλά παράλληλα και να καταστήσουν τον ελληνικό πολιτισμό ορατό, προσβάσιμο και διαθέσιμο προς κατανάλωση. Οι σύγχρονες ελληνικές αναστηλώσεις, πιστές στο γράμμα και το πνεύμα των διεθνών συμβάσεων που καθορίζουν όχι μόνον τι και πώς αναστηλώνεται αλλά και για ποιο λόγο, αναδεικνύουν με έμφαση τον εποπτικό και παιδαγωγικό τους χαρακτήρα, πέρα από την προφανή τους αποστολή της προστασίας των μνημείων και του όσο γίνεται μετριασμού της φθοράς που υφίστανται από τον χρόνο και το περιβάλλον.
Παράλληλα, τα εκτεταμένα αναστηλωτικά έργα του 20ού αιώνα, πολλά από τα οποία συνεχίζονται έως και σήμερα, συγκροτούν νέες υλικότητες του ελληνικού χώρου, αλλά και νέες στρατηγικές πρόσληψης του κλασικού πολιτισμού. Συνεργούν στον οριστικό καθαρμό των κλασικών μνημείων από μεταγενέστερες προσθήκες και αλλοιώσεις, επικυρώνοντας έτσι τον ύστατο θρίαμβο του νεοκλασικού εγχειρήματος και αποδίδοντας μνημεία και χώρους εποπτικά ανασκευασμένους ώστε να υπηρετείται η ιδεατή εικόνα των επιλεγμένων ερειπίων μάλλον παρά κάποια άλλη εκδοχή της ιστορίας τους. Την ίδια στιγμή, η διαδικασία «εξαγνισμού» των ερειπίων από την ίδια τους την ιστορία συγκροτεί και το απαραίτητο αφήγημα περί της ικανότητας του έθνους να μεριμνά για τις αρχαιότητες που βρίσκονται στο έδαφός του, εύσημο που του επιτρέπει να διεκδικεί δικαιώματα στη νεωτερικότητα. Οι εκτεταμένες σκαλωσιές που συναντά κανείς στους αρχαιολογικούς χώρους συνθέτουν μία κατ' εξοχήν νεωτερική χωρικότητα που, αν και προσωρινή, ορίζει εκ νέου τον εθνικό χρόνο, επιτρέποντας στο συλλογικό φαντασιακό του έθνους από τη μια να θυμάται τον εαυτό του στη διαχρονική του εξέλιξη και από την άλλη να προβάλλει τις νεωτερικές συμβολές του στο διηνεκές. Όπως άλλωστε έχει επισημανθεί αναφορικά με άλλα εθνικά κράτη της Μεσογείου, όπως η Αίγυπτος, παρόμοιες μεγαλόπνοες παρεμβάσεις στο φυσικό ή το δομημένο περιβάλλον (εγγειοβελτιωτικά και αρδευτικά έργα, φράγματα, αποξηράνσεις λιμνών, κ.ο.κ.) είναι ορισμένοι από τους τρόπους με τους οποίους το εθνικό κράτος καθιερώνεται στη διεθνή συνείδηση ως τεχνοοικονομική δύναμη. Συχνά μάλιστα, όπως στην περίπτωση της μεταφοράς των δύο φαραωνικών ναών του Άμπου Σίμπελ στην Αίγυπτο το 1968, που κρίθηκε αναγκαία για τη διατήρησή τους μετά την κατασκευή του φράγματος του Ασσουάν, οι παρεμβάσεις αυτές συνδυάζονται με προστατευτικές επεμβάσεις στα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος.
Ο τεχνοπολιτικός χαρακτήρας των αρχαιολογικών χώρων, κατασκευασμένων εκ νέου σύμφωνα με το ποικίλο πλέγμα στρατηγικών και επιδιώξεων που αναλύθηκε παραπάνω, επηρεάζει το έργο του κλασικού αρχαιολόγου, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό και το αποτέλεσμα της εργασίας του. Η χρήση των μνημείων ως συμβόλων μέσω των οποίων το εθνικό φαντασιακό αφενός ορίζει την πολιτισμική του γενεαλογία και αφετέρου αυτοκαθορίζεται ως υποκείμενο ιστορικής διάκρισης σε έναν κόσμο εθνικισμών που αντιμάχονται ο ένας τον άλλον, μετατρέπει την πολιτισμική κληρονομιά σε «λογότυπο» του έθνους, σύμφωνα με την ευφυή ρήση του Μπένεντικτ Άντερσον. Πρόκειται για μια διαδικασία συστηματικής εκκοσμίκευσης της αρχαίας κουλτούρας - ας μην ξεχνάμε πως οι αρχαίοι ναοί, τα ανάκτορα, τα νεκροταφεία κατασκευάστηκαν για άλλους λόγους, που ελάχιστα σχετίζονται με τη σημερινή τους χρήση. Η αδιόρατη αυτή μεταποίηση γεννά νέες υλικότητες του αρχαίου χώρου, εμπλουτίζοντας την εγγενή ικανότητα των μνημείων να γοητεύουν τον θεατή τους: σύμφωνα με τον Άλφρεντ Τζελ, τα δομημένα τοπία έχουν συστηματικά συγκροτηθεί ακολουθώντας συγκεκριμένες «τεχνολογίες σαγήνευσης» που καθορίζουν τη διάδρασή τους με τον άψυχο και έμψυχο περίγυρό τους. [...]Οι χώροι επενεργούν στο φαντασιακό του θεατή και μέσω των τέχνεργων που διατάσσουν στρατηγικά απέναντι στο βλέμμα του, είτε πρόκειται για τα αρχιτεκτονικά γλυπτά ενός ιερού είτε για τα επιτύμβια σήματα ενός νεκροταφείου, κ.ο.κ. Η νεωτερική αρχαιολογική παρέμβαση υιοθετεί τις αρχαίες τεχνολογίες, μεταλλάσσοντάς τες έτσι ώστε να συγκροτήσει σύγχρονα ετεροτοπικά δομημένα σύνολα, με σκοπό να προμηθεύσει το εθνικό φαντασιακό με στοιχεία του παρελθόντος που προσφέρονται «προς αναβίωση και θαυμασμό».
Οι αναστηλωμένοι -ή μάλλον διαρκώς αναστηλωνόμενοι- αρχαιολογικοί χώροι δεν αποτελούν όμως μόνο το σκηνικό του εθνικού παρόντος. Αντιθέτως, συμμετέχουν ενεργά σ' αυτό, κατασκευάζοντάς το. Ως νεότευκτα «θέατρα της μνήμης», υποδύονται το φυσικό, εξαγνισμένο και αδιαμεσολάβητο τοπίο, γεφυρώνοντας, υποτίθεται, το παρόν με το παρελθόν: εξ ου και ο ετεροτοπικός τους χαρακτήρας. Η μετατροπή των αρχαιολογικών χώρων σε δομημένα τοπία μνήμης, κάτω από συγκεκριμένες τεχνοπολιτικές στρατηγικές, είναι βεβαίως αναπόφευκτη: σε αντίθετη περίπτωση, τα ερείπια θα έπρεπε να αφεθούν στην τύχη τους, κάτι που αφενός αντιβαίνει στις τρέχουσες παραδοχές περί διατήρησης και προστασίας της υλικής και άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς και αφετέρου συνιστά επίσης παρέμβαση τεχνοπολιτικού χαρακτήρα. Όπως αναπόφευκτη είναι και η αξιοποίηση της υλικότητάς τους από μερίδες του κοινού με τρόπους που δεν προέκρινε απαραίτητα ο φορέας που ανέλαβε την αναστήλωση-ανάδειξή τους. Μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε όχι μόνο να επενεργούν στο συλλογικό φαντασιακό αλλά και να ασκούν συγκεκριμένες βιοπολιτικές στρατηγικές, εκμεταλλευόμενες την υλικότητα των μνημείων από τη μια αλλά και την υλικότητα της ίδιας τους της παρέμβασης από την άλλη, ώστε τελικά να παρέμβουν στην εκ νέου κατασκευή του εθνικού χρόνου. [...]
Τόσο στη μητροπολιτική Δύση όσο και στην εκμοντερνισμένη Ανατολή, οι αρχαιολογικοί χώροι αναδεικνύουν το πιο χαρακτηριστικό ίσως αδιέξοδο της ύστερης νεωτερικότητας: το γεγονός ότι το νεωτερικό αρχείο αγγίζει πλέον τα όριά του. Καθώς η αγωνία της διατήρησης φαίνεται να καταλαμβάνει κάθε έκφραση του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, συνειδητοποιούμε σταδιακά ότι η νεωτερικότητα κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μια απολιθωμένη δυστοπία εικόνων. Στην ιδεατή τους κατάσταση, όταν η συντήρηση, αναστήλωση, ανάδειξη κ.ο.κ. των ερειπίων που περιέχουν θα έχει ολοκληρωθεί, όταν δηλαδή οι αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, συντηρητές και εργάτες θα έχουν ολοκληρώσει το έργο τους και οι σκαλωσιές θα έχουν απομακρυνθεί, τότε (και μόνον) οι χώροι θα μιλούν για αυτό για το οποίο φτιάχτηκαν, τον αέναο, αποκρυσταλλωμένο χρόνο ενός εξιδανικευμένου, και εν πολλοίς επινοημένου, παρελθόντος. Όπως άλλωστε είναι γνωστό, το νεωτερικό αρχείο αποκτά το πλήρες νόημά του μόνον στο μέλλον.
*Ο Δημήτρης Πλάντζος διδάσκει κλασική αρχαιολογία στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΛΑΝΤΖΟΣ Αρχαιολογία και νεωτερικότητα
το ενδιαφέρον σημείο για μένα ήταν:Πρόκειται για μια διαδικασία συστηματικής εκκοσμίκευσης της αρχαίας κουλτούρας - ας μην ξεχνάμε πως οι αρχαίοι ναοί, τα ανάκτορα, τα νεκροταφεία κατασκευάστηκαν για άλλους λόγους, που ελάχιστα σχετίζονται με τη σημερινή τους χρήση. Η αδιόρατη αυτή μεταποίηση γεννά νέες υλικότητες του αρχαίου χώρου, εμπλουτίζοντας την εγγενή ικανότητα των μνημείων να γοητεύουν τον θεατή τους: σύμφωνα με τον Άλφρεντ Τζελ, τα δομημένα τοπία έχουν συστηματικά συγκροτηθεί ακολουθώντας συγκεκριμένες «τεχνολογίες σαγήνευσης» που καθορίζουν τη διάδρασή τους με τον άψυχο και έμψυχο περίγυρό τους. [...]Οι χώροι επενεργούν στο φαντασιακό του θεατή και μέσω των τέχνεργων που διατάσσουν στρατηγικά απέναντι στο βλέμμα του, είτε πρόκειται για τα αρχιτεκτονικά γλυπτά ενός ιερού είτε για τα επιτύμβια σήματα ενός νεκροταφείου, κ.ο.κ. Η νεωτερική αρχαιολογική παρέμβαση υιοθετεί τις αρχαίες τεχνολογίες, μεταλλάσσοντάς τες έτσι ώστε να συγκροτήσει σύγχρονα ετεροτοπικά δομημένα σύνολα, με σκοπό να προμηθεύσει το εθνικό φαντασιακό με στοιχεία του παρελθόντος που προσφέρονται «προς αναβίωση και θαυμασμό».
Παρόμοια θέματα
» 10η εκπομπή, για το ξεπέρασμα της τέχνης και όχι μόνο!
» Εισαγωγή του έργου Ισχύς και Απόφαση, η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών.
» Εισαγωγή του έργου Ισχύς και Απόφαση, η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών.
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης